Η ανησυχία και οι φήμες θα ήταν... περιθωριακές αν η πολιτική, οικονομική και πνευματική ηγεσία του τόπου έμπαινε στον κόπο να εξηγήσει στους πολίτες ότι το κλείσιμο των τραπεζικών καταστημάτων γίνεται στο πλαίσιο της ψηφιακής προσαρμογής των πιστωτικών ιδρυμάτων, και ότι δεν υπάρχει κανένα σχέδιο φτωχοποίησης της ελληνικής οικονομίας. Έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι πολίτες γνωρίζουν πια ότι μπορούν να διεκπεραιώσουν τις χρηματοπιστωτικές τους δοσοληψίες από τον υπολογιστή ή το κινητό τους, οπότε θεωρούν απολύτως φυσιολογική τη μείωση του αριθμού των τραπεζικών καταστημάτων.
Υπάρχει όμως ένας μεγάλος αριθμός πολιτών, κυρίως μεγάλης ηλικίας, που δεν μπορεί να συγχρονιστεί με την ψηφιακή τραπεζική εποχή και αναπολεί με νοσταλγία τις "παλιές καλές" ημέρες του γκισέ. Η κυβέρνηση και η αυτοδιοίκηση θα έπρεπε να αναζητήσουν τρόπους εξυπηρέτησης όλων αυτών των ανθρώπων, αντί να σπεκουλάρουν εκδίδοντας ψηφίσματα για διατήρηση των καταστημάτων. Οι πολιτικοί προτιμούν όμως να εξαργυρώσουν στην κάλπη τη νοσταλγία και την ανησυχία των πολιτών, αντί ν’ ανοίξουν την πόρτα στην ψηφιακή εποχή. Το ίδιο μίζερο μονοπάτι ακολουθεί και ο Τύπος που αναπαράγει άκριτα ανησυχίες και φήμες, αντί να εξηγεί στους πολίτες ότι το κλείσιμο των τραπεζικών καταστημάτων είναι αναγκαίο – και ότι η διατήρησή τους επιβαρύνει το λειτουργικό κόστος των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα επιτόκια, και τελικώς τους δανειολήπτες.
Σε παλαιότερες εποχές, η επιχειρηματική τάξη θα προωθούσε τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας στηρίζοντας μεταξύ άλλων τους πολιτικούς και τον Τύπο που βρίσκονται στη σωστή όχθη της Ιστορίας. Στις μέρες μας, η επιχειρηματική τάξη μάλλον δυσκολεύεται να αντιληφθεί την εποχή της και νοσταλγεί περισσότερο απ’ όλους τις... παλιές καλές ημέρες του γκισέ, που έπαιρνε δάνεια με εντολή βουλευτή.
Θανάσης Λαγός