Η εγκατάλειψη της υπαίθριας κτηνοτροφίας και η υποχώρηση της γεωργίας έχουν μετατρέψει τις άλλοτε καθαρές εκτάσεις σε πυκνά δάση και θαμνώδεις περιοχές, έτοιμες να αρπάξουν φωτιά με την παραμικρή σπίθα. Στη Μεσσηνία, όπως και σε πολλές περιοχές της χώρας, τα χωράφια που παλαιότερα καλλιεργούνταν ή βόσκονταν, σήμερα μένουν ακαλλιέργητα και γεμίζουν χόρτα, θάμνους και αυτοφυή δέντρα. Αυτή η βλάστηση λειτουργεί σαν προσάναμμα για τις φωτιές, καθιστώντας τες πιο έντονες και δύσκολες στον έλεγχο. Επίσης η μείωση της υπαίθριας κτηνοτροφίας και ο «αφανισμός» των αλόγων και των γαϊδουριών, κατέστρεψαν τις φυσικές αντιπυρικές ζώνες που δημιουργούσε η βόσκηση γύρω από τους οικισμούς.
Μια λύση που εφαρμόζεται με επιτυχία σε αρκετές χώρες, αλλά και σε ορισμένες ελληνικές περιοχές, είναι η λεγόμενη «στρατηγική βόσκηση». Πρόκειται για την ελεγχόμενη βόσκηση των κατσικιών και άλλων μηρυκαστικών σε ζώνες υψηλού κινδύνου, με σκοπό τον καθαρισμό της υπερβολικής βλάστησης. Οι κατσίκες, λόγω της ικανότητάς τους να τρέφονται με θάμνους και σκληρά φυτά, αποτελούν φυσικούς “εκσκαφείς” καύσιμης ύλης, διατηρώντας τις εκτάσεις καθαρές και μειώνοντας τον κίνδυνο εξάπλωσης μιας πυρκαγιάς. Εκτός από την οικολογική τους συμβολή, οι φυσικές αντιπυρικές ζώνες που δημιουργούνται με αυτόν τον τρόπο κοστίζουν σημαντικά λιγότερο από τις τεχνητές. Οι τελευταίες απαιτούν βαριά μηχανήματα και εργολαβικές δαπάνες, ενώ η στρατηγική βόσκηση αξιοποιεί ένα παραδοσιακό εργαλείο της υπαίθρου, προσφέροντας ταυτόχρονα εισόδημα στους κτηνοτρόφους και στους κατοίκους της υπαίθρου.
Ίσως ήρθε η ώρα, αντί να μετράμε μόνο τις πληγές μετά τις φωτιές, να δώσουμε έμφαση σε τέτοιες προληπτικές πρακτικές. Με τις κατσίκες στην πρώτη γραμμή, η Μεσσηνία μπορεί να προστατεύσει τα δάση της, την αγροτική της γη και τις τοπικές κοινότητες με τρόπο πιο έξυπνο, φθηνότερο και φιλικό προς το περιβάλλον.