Πώς είπατε; Δασωμένος και γεμάτος ζωή; Αυτό ήταν κάποτε, πριν το σύγχρονο άνθρωπο -που δείχνει να μετράει ελάχιστα πλέον “της καρδιάς το πύρωμα” αλλά υπέρμετρα το στρέμμα, μπας και βολέψει κάποιο πυργόσπιτο ή μεζονέτα σε... πρώην δάσος.
Κι είναι η θλίψη αυτό που χαρακτηρίζει το χειμώνα τον Ταΰγετο -σ’ αυτόν αναφέρομαι βέβαια-, τώρα που έχει απομείνει μόνος του, χωρίς φανφάρες και αναδασώσεις και επισκέψεις “συγκλονισμένων” και “αποφασισμένων”...
Στο πράσινο που ακόμα παλεύει να αναδυθεί από τα αποκαΐδια, μόνο λιγοστά άγρια ζώα επιμένουν, παλεύοντας, να επιβιώσουν... Κι απόκοντα, οι λιγοστοί άνθρωποι στα χωριά, βλέπουν κι αυτοί τον δύσκολο χειμώνα, χωρίς ελπίδα για κάτι καλύτερο, για τους ίδιους και τον βασανισμένο τόπο τους, σκεπτόμενοι και τον ακόμα πιο άγριο -και πλέον χρόνιο- χειμώνα της βαθύτατης οικονομικής κρίσης...
Παλεύοντας γι’ αυτό που έρχεται, χάνουμε μέσα από τα χέρια μας αυτό που έχουμε. Αυτό που ποτέ δεν καταλάβαμε καν ότι το έχουμε. Αυτό, που ακόμα και τώρα αδυνατούμε να δούμε ότι μας ξεφεύγει. Αυτό που όταν χαθεί θα φταίνε -όπως πάντα- οι άλλοι που χάθηκε...
Κι όταν ακούγονται πικρές αλήθειες -ή έστω πικρές απόψεις- σφυρίζουμε αδιάφορα, όμως ακόμα κι όταν ξεπηδούν οι φωνές της συνείδησης, έχουμε τον τρόπο να μην τις ακούμε.
Βάζουμε δυνατότερα στην τηλεόραση την τελευταία μας συνέντευξη. Κι όλα, με μιας, γίνονται καλύτερα. Και για όλα, με μιας, έχουμε δίκιο...