Δεν θα μπω στη λογική να σχολιάσω αν καθυστέρησε ή όχι η δημοτική αρχή Μεσσήνης να θεσπίσει το Συμβούλιο Πρόληψης της Παραβατικότητας (ή Συμβούλιο Παραβατικότητας χάριν συντομίας για τους αιρετούς, που όμως παραπέμπει αλλού…). Το αφήνω αυτό σε όσους αρέσκονται να ασκούν μικροπολιτική με τη λογική “βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος”.
Να ξεκινήσω λοιπόν με μια απλή διαπίστωση: Τα Συμβούλια Πρόληψης της Παραβατικότητας δεν είναι… πανάκεια. Γνωμοδοτούν, υιοθετούν καλές πρακτικές, ίσως και να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την επίλυση προβλημάτων, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα της παραβατικότητας. Ο ρόλος ενός τέτοιου οργάνου είναι κυρίως να δημιουργηθεί η κουλτούρα ενός δικτύου υποστήριξης στην κοινότητα. Και αυτό είναι κάτι που καμία, μα καμία, δημοτική αρχή δεν μπορεί να επιβάλει αν δεν υπάρχει το λαϊκό έρεισμα.
Οσο για το τι περιμένουμε με τη σύστασή του; Δύο πράγματα: Το ένα, να επικριθούν τα πρόσωπα από την αντιπολίτευση -όταν κανείς δεν κυβερνά βρίθει προτάσεων και επικριτικού λόγου- και το άλλο να συνεδριάσει το συμβούλιο και να καταθέσει εν συνεχεία τις προτάσεις του. Εκεί άλλωστε, στις προτάσεις, τελειώνει και ο ρόλος του. Γιατί το με ποιες πολιτικές και προγράμματα ο δήμος θα αντιμετωπίσει τα αίτια της μικροπαραβατικότητας, τα οποία προέρχονται επί το πλείστον (γιατί -μην σοκάρεστε!- κλέβουν και άλλοι, όχι μόνο οι Ρομά) από τον τσιγγάνικο πληθυσμό της πόλης και των χωριών, σίγουρα δεν είναι αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πρόληψης της Παραβατικότητας, που -επαναλαμβάνω- σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί πανάκεια. Κι ούτε υπάρχουν μαγικά ραβδάκια που να τα χτυπάς και να επιλύουν ως διά μαγείας τα ακανθώδη προβλήματα.
Πρέπει λοιπόν να γίνει συνείδηση ότι χρειάζεται μια ευρύτερη πολιτική, που θα ξεκινά από τα βασικά και καθημερινά και θα στοχεύει σε βάθος χρόνου για τα πιο κρίσιμα. Αλλά δυστυχώς αυτό που κυρίως λείπει σε μεγάλη μερίδα αιρετών ένθεν και ένθεν είναι η σοβαρότητα και η ψύχραιμη σκέψη.