“Πριν λίγα λεπτά άκουσα κάτι φωνές αλλά μέσα στον θόρυβο από τις καμπάνες και τα μηχανήματα που σκάβουν δεν κατάλαβα αμέσως πως ήταν ουρλιαχτά για βοήθεια. Βγαίνω από το γραφείο και βλέπω στο βάθος του δρόμου μια νέα κοπέλα σε άθλια κατάσταση να σηκώνεται. Χτυπημένη και γεμάτη χώματα. Τη ρωτάω τι έγινε δεν απαντάει. Λίγο παρακάτω την περιμένει μια φίλη της, την βάζει στο αυτοκίνητο και φεύγουν. Υπάρχει κόσμος και εργάτες του συνεργείου γύρω-γύρω που χαζεύει αμίλητος. Ρωτάω ένα γέρο, μου λέει ήταν με έναν τύπο που τη σάπισε στο ξύλο, την είχε βάλει κάτω και της έριχνε κλωτσιές. Έφυγε ανενόχλητος. Ναι, περιμένετε μ**** μέχρι να συμβεί και στη δική σας κόρη”.
Τα παραπάνω έλαβαν χώρα σε κεντρικό σημείο της Καλαμάτας, όπου περνούν καθημερινά πολλοί, ενώ υπάρχουν και πολλά γραφεία. Κάτι που σημαίνει ότι σίγουρα κάποιοι είδαν και γνωρίζουν από πρώτο χέρι τι έχει γίνει. Μπορεί να μην γνωρίζουν το γιατί, αλλά αυτό δεν έχει πραγματικά σημασία. Ένας άνθρωπος έπεσε θύμα ακραίας βίας σε δημόσιο χώρο και ο δράστης έφυγε ανενόχλητος, ενώ το θύμα προφανώς υπό το κράτος του σοκ και του φόβου δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη και έφυγε.
Κι όμως δεν κλήθηκε η Αστυνομία και δεν δόθηκε κάποια επιπλέον πληροφορία για το περιστατικό. Κι αν αυτά γίνονται δημοσίως, φανταστείτε πόσα άλλα ακόμα χειρότερα γίνονται πίσω από τους τοίχους σπιτιών. Εκεί που πραγματικά μόνο η ψυχή των υποκειμένων της βίας γνωρίζει τι τραβάει…
Δεν είναι ρουφιανιά η καταγγελία για την κάθε μορφή βίας. Είναι προστασία του κοινωνικού μας περίγυρου, της αξιοπρέπειάς μας ως κοινωνία και πιθανόν και της δικής μας -σωματικής ή ψυχολογικής- ακεραιότητας στο μέλλον.