Το πρώτο λοιπόν ζήτημα είναι ποιος ευθύνεται για την πλημμελή καταπολέμηση του συγκεκριμένου εντόμου παρότι υπάρχει πρόγραμμα για το οποίο οι ελαιοπαραγωγοί πληρώνουν και μάλιστα αδρά. Δεν υπάρχει καμία μέριμνα αποζημίωσης; Κανένας δεν ευθύνεται; Μόνο ο κακός καιρός; Ολα καλά καμωμένα; Μήπως οι αγροτικοί σύλλογοι αντί να κάνουν πρόβες επαναστατικής γυμναστικής, να έριχναν καμία αγωγή αποζημίωσης για να δούμε τι θα πουν και τα δικαστήρια; Εστω για να αναγκαστούν να γίνουν κάποιοι περισσότερο υπεύθυνοι του χρόνου.
Η τιμή του ελαιολάδου είναι το άλλο μεγάλο ζήτημα που απασχολεί, με τις πρώτες ενδείξεις να είναι ενθαρρυντικές ότι η τιμή θα "κρατηθεί" σε ικανοποιητικά επίπεδα δίνοντας αισιοδοξία και μετριάζοντας τις αντιδράσεις από τη ζημιά του δάκου. Ταμείο βέβαια θα γίνει στο τέλος και πολλοί φοβούνται ότι η μείωση της παραγωγής αλλά και η ποιοτική υποβάθμιση μπορεί τελικά να οδηγήσουν σε οδυνηρές εκπλήξεις και σε μια κακή χρονιά για τους αγρότες και το εισόδημα συνολικά της περιοχής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αν αυτά τα χρόνια της κρίσης η περιοχή δεν είχε το ελαιόλαδο, και μάλιστα σε μια καλή συγκυρία από άποψη τιμής, τα προβλήματα σε όλα τα επίπεδα θα ήταν πολλαπλάσια.
Η καλή τιμή σκεπάζει όμως τα πραγματικά προβλήματα στο συγκεκριμένο τομέα, καθώς η άνοδός της ήταν συγκυριακή και είχε να κάνει με τις διαθέσιμες ποσότητες στη διεθνή αγορά. Οπως ανέβηκε, έτσι μπορεί να πέσει, και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η νέα ισορροπία. Οταν ένα προϊόν πωλείται κατά βάση ως πρώτη ύλη και όχι ως τελικό, τα πάντα μπορούν να συμβούν. Το ζήτημα λοιπόν που πρέπει σταθερά να απασχολεί τους πάντες είναι το πώς το ελαιόλαδο της Μεσσηνίας θα κατακτήσει αγορές ως ένα επώνυμο, τελικό προϊόν που θα ταξιδεύει μέσα σε μπουκάλια και όχι σε βυτία. Το καλό είναι ότι ξέρουμε τι πρέπει να γίνει για να έχει μέλλον το προϊόν του τόπου μας. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε πώς αυτό μπορεί να επιτευχθεί. Δεν υπάρχει δηλαδή ένα συγκεκριμένο πλάνο, μια συνταγή επιτυχίας. Ο καθένας έχει να προτείνει ένα δρόμο, κατά την άποψή του σωστό, για να επιτευχθεί ο στόχος, αλλά οι προτάσεις και τα πρέπει είναι τόσα πολλά που τελικά δεν γίνεται τίποτα.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι, εδώ και χρόνια, όλες οι προτάσεις γυρίζουν γύρω από αυτά που πρέπει να κάνει το κράτος. Εχουν δηλαδή ως βασικό παράγοντα το ρόλο του κράτους, από το οποίο ο καθένας ζητά να κάνει εκείνο, το άλλο και το δείνα. Ολα αυτά τα χρόνια όμως ελάχιστοι αναρωτήθηκαν: «Μα τι λέμε; Ποιο κράτος να κάνει τι και σε συνεργασία με ποιους αυτοδιοικητικούς θεσμούς, συνεταιρισμούς και ποιες δομές; Αυτοί όλοι μαζί δεν μπορούν να οργανώσουν σωστά και με αποτελεσματικότητα ένα ράντισμα για το δάκο και εμείς περιμένουμε να αναπτύξουν εργαστήρια ελαιολάδου και στρατηγικές που θα οδηγήσουν το "χρυσάφι" της Μεσσηνίας στα ράφια της Ευρώπης και του κόσμου;». Απίθανα πράγματα και εξωπραγματικές προσδοκίες.
Το κράτος -με την ευρεία έννοια του όρου- είναι προφανές ότι δεν μπορεί να σχεδιάσει -και πολύ περισσότερο να υλοποιήσει- ένα σχέδιο προώθησης του ελαιολάδου στις διεθνείς αγορές. Και δεν μπορεί τόσο γιατί δεν έχει δομές αλλά και γιατί, όπως είναι δομημένη η παγκόσμια αγορά, είναι αδύνατο να ανταποκριθεί με επιτυχία κρατικός μηχανισμός, ακόμα και αν αυτός είναι ο καλύτερος. Αντικειμενικά λοιπόν μόνη ελπίδα είναι η ιδιωτική πρωτοβουλία, και καλό είναι αυτό σιγά – σιγά να το συνειδητοποιούν όλοι. Μεγάλος επενδυτής ο οποίος θα ρισκάρει να επενδύσει στο συγκεκριμένο προϊόν, μέχρι στιγμής, δεν έχει φανεί στον ορίζοντα. Το ρίσκο προφανώς είναι μεγάλο, μιας και οποιαδήποτε επένδυση προϋποθέτει ένα σταθερό πλαίσιο χρηματοοικονομικό και φορολογικό, πράγματα άγνωστα στη συγκεκριμένη φάση. Το επόμενο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε είναι να καταφέρουν οι δεκάδες, μικρές και μεσαίες, επιχειρήσεις που ήδη δραστηριοποιούνται στον τομέα του ελαιολάδου να κατακτήσουν μερίδια στην αγορά. Και αυτό όμως δεν είναι εύκολο, μιας και το ελαιόλαδο θέλει ισχυρή στήριξη από τον τραπεζικό τομέα, ο οποίος ήταν που ήταν προβληματικός, ήρθαν και οι φοβεροί διαπραγματευτές και τον αποτέλειωσαν.
Το συμπέρασμα που εύκολα μπορεί ο καθένας να βγάλει είναι ότι αν η οικονομία δεν επιστρέψει σε συνθήκες σταθερότητας, το μόνο στο οποίο μπορούμε να προσδοκούμε είναι να μην παράγουν οι ελιές των υπολοίπων χωρών της Μεσογείου και οι δικές μας να μην έχουν δάκο. Η συγκυρία ήταν και παραμένει ευνοϊκή για να κατορθώσουμε να βάλουμε το μεσσηνιακό ελαιόλαδο ως επώνυμο προϊόν στα ράφια των μαγαζιών του κόσμου. Η ευκαιρία αυτή θα χαθεί γιατί την ίδια ώρα στη χώρα υπάρχει ένα εχθρικό στην επιχειρηματικότητα περιβάλλον με υψηλή φορολόγηση και ανύπαρκτο τραπεζικό τομέα. Δεν έχουμε απλώς ένα κράτος που δεν βοηθά την αγορά να λειτουργήσει, αλλά μια κυβέρνηση που είναι εχθρική απέναντι στην επιχειρηματικότητα. Χωρίς τράπεζες και λογικό φορολογικό πλαίσιο δεν υπάρχει επιχειρηματικότητα και χωρίς επιχειρήσεις δεν υπάρχει οικονομία και, τελικά, δεν υπάρχει ούτε κράτος που να κάνει έστω επιτυχημένη δακοκτονία.
panagopg@gmail.com