Η αντίθεση είναι βαθύτατη και μετωπική. Η αντιπαράθεση κινείται στη λογική του άσπρου - μαύρου και θυμίζει παλιότερους διχασμούς, αλλά και τον πρόσφατο της αντιμνημονιακής αυταπάτης που οδήγησε στο δημοψήφισμα-παρωδία.
Το πλεονέκτημα στην αντιπαράθεση το έχουν βεβαίως αυτοί οι οποίοι δεν θέλουν τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Το «όχι» είναι πάντα εύκολο και τρέφει όλους τους λαϊκιστές. Ο φόβος πάντα κερδίζει και θέτει την πολιτική ατζέντα. Αυτό δεν συμβαίνει βέβαια μόνο στη χώρα μας: Σε όλη την Ευρώπη οι φωνές για κλειστά σύνορα και απομόνωση κερδίζουν διαρκώς έδαφος. Οι Ελληνες, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών, θεωρούν ότι οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες και μετανάστες απειλούν την τσέπη, τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής τους.
Η σωστή ανάγνωση του φόβου των πολιτών αποτελεί προϋπόθεση για να δοθούν πραγματικές λύσεις στο πρόβλημα. Η εύκολη ανάγνωση οδηγεί σε αφορισμούς και διαχωρισμούς, που τελικά αντί να λύσουν το πρόβλημα δημιουργούν ένα ακόμα μεγαλύτερο. Για να το πούμε διαφορετικά: Με το να κουνάμε το δάχτυλο σε όσους δεν δέχονται τη φιλοξενία προσφύγων στην περιοχή τους, παριστάνοντας τους φιλάνθρωπους και τους προοδευτικούς, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να δημιουργούμε εσωτερικούς εχθρούς πολλαπλασιάζοντας τις φωνές αντίδρασης. Φανατίζουμε, πολώνουμε, και τελικά, έστω κι άθελά μας, κάνουμε κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα τη συνωμοσιολογία, την απομόνωση και την ξενοφοβία.
Το μεταναστευτικό και το προσφυγικό είναι φανερό ότι χρησιμοποιείται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου διεθνοπολιτικού παιχνιδιού. Η Τουρκία χρησιμοποιεί απροκάλυπτα ως όπλο κατά της Ευρώπης και της Ελλάδας τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, παίζοντας ουσιαστικά με την εσωτερική συνοχή της Ε.Ε. Το πρόβλημα δηλαδή έχει ευρύτερες διαστάσεις και δεν είναι μόνο ανθρωπιστικό. Απαιτείται να βλέπουμε όλες τις πτυχές του, χωρίς κραυγές και μικροκομματικές στοχεύσεις. Η χώρα μας βεβαίως δεν είναι Αυστρία για να κλείσει τα χερσαία της σύνορα και να λύσει το πρόβλημα. Δεν μπορείς να αφήνεις μικρά παιδιά να πνίγονται στη θάλασσα. Η καλή φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων μπορεί να περιορίζει μεταναστευτικές ροές, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα. Χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αποτροπής αλλά και διαχείρισης της παραμονής -για όσο χρειαστεί- αυτών των ανθρώπων στη χώρα μας.
Το σχέδιο που έχει εκπονήσει η κυβέρνηση για την εγκατάσταση μεταναστών αναλογικά σε όλες τις περιφέρειες της χώρας είναι σε γενικές γραμμές σωστό, γιατί έτσι επιτυγχάνεται η διασπορά και ταυτόχρονα η μικρότερη δυνατή όχληση στην κάθε περιοχή. Οι προτάσεις για... εγκατάσταση σε ξερονήσια ή για «πακετάρισμα» και αποστολή πίσω, που διακινούνται στο διαδίκτυο ως νέες «μεγάλες ιδέες», στερούνται ανθρωπισμού, διεθνούς νομιμότητας, αλλά και κάθε σοβαρότητας. Σε τελευταία ανάλυση, δεν μπορεί η Τουρκία να καταφέρνει να διαχειρίζεται εκατομμύρια πρόσφυγες και εμείς να πνιγόμαστε με μερικές χιλιάδες, τη στιγμή που και πόροι από Ε.Ε. και ΟΗΕ διατίθενται και λύσεις βιώσιμες μπορούν να δοθούν.
Οι συμπολίτες μας που ανησυχούν για την αλλοίωση του πολιτισμού μας πρέπει να καταλάβουν ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν πρόκειται καταρχάς να μείνουν στην Ελλάδα για πάρα πολύ καιρό. Αλλού θέλουν να πάνε, και αν δεν τα καταφέρουν θα επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Κανένας μουσουλμάνος δεν πρόκειται να αλλοιώσει τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό και κανένας δεν πρόκειται να πάρει δουλειές από Ελληνες. Πιθανώς να μείνουν κάποιοι από αυτούς για κάποια χρόνια στη χώρα μας, απασχολούμενοι σε δουλειές που δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν οι Ελληνες. Αν το πρόβλημα το βάλουμε στη σωστή του διάσταση, μάλλον μπορούμε να σταματήσουμε να τσακωνόμαστε για ζητήματα τα οποία δεν έχουν σημασία.
Η εγκατάσταση προσφύγων στη Μεσσηνία είναι θέμα χρόνου. Δεν γνωρίζουμε αν υπάρχουν ιδιωτικές δομές, ξενοδοχεία δηλαδή και σπίτια, τα οποία επαρκούν για να φιλοξενήσουν τον αριθμό των προσφύγων που αναλογεί στην περιοχή - αλλά αυτό θα έπρεπε ήδη να έχει αρχίσει να διερευνάται. Είναι προφανές ότι αν δεν υπάρχουν ιδιωτικές δομές θα πρέπει να δημιουργηθούν δημόσιες, και εδώ τα πράγματα στενεύουν. Θα επιλεγεί η εγκατάστασή τους είτε στο στρατόπεδο της Καλαμάτας είτε σε κατασκήνωση που θα δημιουργηθεί στο χώρο της Μπιρμπίτας όπου υπάρχει μια υποτυπώδης υποδομή από την εποχή των τσιγγάνων.
Αυτά που θα πρέπει να ετοιμάσει το τοπικό πολιτικό προσωπικό είναι αφενός ένα κλίμα συναίνεσης στους πολίτες και αφετέρου η εξεύρεση των κατάλληλων χώρων. Το κρυφτούλι και τα «δεν γνωρίζουμε τίποτα γιατί κανείς δεν μας έχει ενοχλήσει» δεν λύνει προβλήματα. Το να παριστάνουν στην πορεία όλοι τους έκπληκτους, ή ακόμα χειρότερα τους αντιδρώντες, δεν αποτελεί υπεύθυνη πολιτική στάση. Αντιλαμβανόμαστε ότι οι τοπικοί άρχοντες φοβούνται το πολιτικό κόστος, γιατί γνωρίζουν ότι το «αντί» και το «όχι» φτιάχνουν πολιτικές καριέρες κι έτσι προτιμούν να ταυτιστούν με τη συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μας που δεν θέλει την εγκατάσταση προσφύγων και μεταναστών στην περιοχή. Οι τοπικές πολιτικές ηγεσίες όμως οφείλουν να μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας, της ευθύνης και της ειλικρίνειας. Να βγουν μπροστά και να προτείνουν χώρους εγκατάστασης και τρόπους συνολικής διαχείρισης σε τοπικό επίπεδο. Το κυριότερο, να εξηγήσουν στους πολίτες ότι πρέπει να νικήσουν το φόβο τους και να βάλουν πλάτη, γιατί η διαχείριση του προσφυγικού και του μεταναστευτικού προβλήματος δεν είναι μόνο ανθρωπιστικό ζήτημα, αλλά μια εθνική υπόθεση.
panagopg@gmail.com