Το νομοσχέδιο, όπως αναμενόταν, κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από αυτή του ισχύοντος εκλογικού συστήματος. Από την πολυδιάσπαση και το χάος της πολυφωνίας, οδηγούμαστε σε ένα ακραίο πλειοψηφικό σύστημα όπου ο δήμαρχος και ο περιφερειάρχης αποκτούν τον απόλυτο έλεγχο των συμβουλίων.
Ο νέος τρόπος εκλογής των αυτοδιοικητικών αρχών ενισχύει βασικά τον διπολισμό. Τα σχήματα, δηλαδή, που θα κατεβαίνουν στις εκλογές με αξιώσεις θα είναι το πολύ δύο. Το 43% είναι ένα όριο το οποίο δεν αφήνει πολλά περιθώρια για συγκλίσεις ή συναλλαγές μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου. Δεν υπάρχει ουσιαστικά χώρος για ρυθμιστικό ρόλο τρίτου συνδυασμού, και αυτό αν γίνεται θα αφορά ακραίες περιπτώσεις που θα αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα. Συγκλίσεις και συμφωνίες θα πρέπει να έχουν συμβεί πριν τις εκλογές και να έχουν αποτυπωθεί σε συνδυασμούς που θα κριθούν στη συνέχεια από τους πολίτες στις εκλογές. Αυτό είναι προφανώς πιο έντιμο από τις συμφωνίες μεταξύ πρώτης και δεύτερης Κυριακής ή, ακόμη χειρότερα, μετεκλογικά, όπως έχει γίνει σε πολλές περιπτώσεις με τον ισχύοντα νόμο.
Η επαναφορά της πενταετούς θητείας σε δημάρχους και περιφερειάρχες θα ήταν στη σωστή κατεύθυνση αν οι εκλογές διεξάγονταν μαζί με τις ευρωεκλογές. Δυστυχώς όμως αυτό δεν συμβαίνει. Η αποσύνδεση των εκλογών που έγινε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ παραμένει και από αυτή της Ν.Δ., και είναι μια απολύτως κουτοπόνηρη κομματική επιλογή. Τα κόμματα δεν θέλουν να δώσουν αέρα ανεξαρτησίας στην αυτοδιοίκηση, αλλά να χρησιμοποιούν τις αυτοδιοικητικές εκλογές στον γενικότερο σχεδιασμό τους. Οι κοινές εκλογές για αυτοδιοίκηση και ευρωκοινοβούλιο έδιναν τη δυνατότητα στον πολίτη να ψηφίσει στη μία κάλπη με αυτοδιοικητικά κριτήρια και στην άλλη με πολιτικά-κομματικά. Με τις διπλές κάλπες, σε βάθος χρόνου θα ωρίμαζαν οι συνθήκες ανεξαρτητοποίησης της αυτοδιοίκησης από τα κόμματα. Οι διπλές κάλπες οδηγούσαν και σε μαζική συμμετοχή στις ευρωεκλογές, οι οποίες παίρνουν πλέον το χαρακτήρα της ανέξοδης διαμαρτυρίας και της καταγραφής κομματικών συσπειρώσεων.
Η μείωση του ορίου εκλογής στο 43% από το 50% και η αποσύνδεση των ευρωεκλογών από τις αυτοδιοικητικές εκλογές αυξάνει την κομματική επιρροή στην αυτοδιοίκηση και δημιουργεί ασφυκτικό πλαίσιο για ανεξάρτητους συνδυασμούς. Στις επόμενες εκλογές, ανεξάρτητοι συνδυασμοί ή πρόσωπα ευρύτερης αποδοχής που δεν τυγχάνουν της κομματικής έγκρισης θα έχουν μηδαμινές πιθανότητες να διεκδικήσουν δήμο ή περιφέρεια, και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα που δημιουργεί ο νέος εκλογικός νόμος.
Στο πλαίσιο του σφιχτού κομματικού ελέγχου εντάσσεται και η ρύθμιση με την οποία η κατάρτιση συνδυασμών θα πρέπει να γίνεται μέχρι τις 30 Ιουνίου του εκλογικού έτους, αρκετούς μήνες δηλαδή πριν από τις κάλπες. Προφανής ο στόχος να μην υπάρχουν αιφνιδιασμοί και να δημιουργούνται έγκαιρα οι συνδυασμοί που θα έχουν τις ευλογίες των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Η θέσπιση ταυτοχρόνως ορίου 3% για την είσοδο στα δημοτικά συμβούλια «κόβει τα πόδια» συμμετοχής σε κάθε εξωκοινοβουλευτικό κόμμα ή αυτόνομο πρόσωπο που θέλει απλώς να βρίσκεται στο δημοτικό ή στο περιφερειακό συμβούλιο.
Η κατάργηση, τέλος, της ξεχωριστής κάλπης για τις κοινοτικές αρχές είναι στη σωστή κατεύθυνση. Αυτό που έγινε στις τελευταίες εκλογές ήταν συγκαλυμμένη προσπάθεια να αναβιώσουν οι παλιές κοινότητες και να γυρίσουμε σε εποχές πριν το 1998, με τους χιλιάδες προέδρους και παρέδρους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η σύγχρονη εποχή δεν έχει ανάγκη από μικροδιαχειριστές εξουσίας με το δήθεν αιτιολογικό της εγγύτητας στο πρόβλημα. Το παρελθόν έχει δείξει ότι το συγκεκριμένο σχήμα μόνο παραγοντισμό και αναποτελεσματικότητα έχει να επιδείξει. Μόνο ένας οργανωμένος δήμος μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της καθημερινότητας και στη μικρή κοινότητα. Στην ενίσχυση του μεγάλου και ισχυρού δήμου με υπηρεσίες και μηχανισμούς θα πρέπει να επικεντρώνεται το ενδιαφέρον. Σε κάθε περίπτωση ένας αντιδήμαρχος καθημερινότητας για τις κοινότητες σε ένα μεγάλο δήμο είναι χρησιμότερος από δεκάδες κουστουμαρισμένους παραγοντίσκους.
Συμπερασματικά, ο νέος εκλογικός νόμος ενισχύει τους κομματικούς υποψηφίους και ειδικότερα αυτούς οι οποίοι θα έχουν χρίσμα της Ν.Δ. Με βάση τα σημερινά πολιτικά δεδομένα η κυριαρχία της Ν.Δ. στο χώρο της αυτοδιοίκησης θα παραμείνει και στις επόμενες δημοτικές εκλογές, και αυτός είναι ο βασικός στόχος του συγκεκριμένου νομοσχεδίου. Η πολιτική συγκυρία είναι βεβαίως πάντα αυτή που καθορίζει το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών. Για να γίνουν ανατροπές θα πρέπει να υπάρξουν ευρύτερες ανακατατάξεις στα κόμματα αριστερά της Ν.Δ., κάτι το οποίο στον παρόντα χρόνο δεν φαίνεται εφικτό.