Και θα συνεχίζει να επισκιάζεται για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Θα κρατήσω ένα που τον θεωρώ και σημαντικό: Είναι ανέξοδη, εύκολη και “πιασάρικη” η συζήτηση για τον τουρισμό, γεμάτη “υποσχέσεις” για καλύτερες ημέρες. Για την αγροτική οικονομία τα πράγματα είναι δύσκολα και τα κάνει ακόμη πιο δύσκολα η πολιτική και η διαχειριστική ανικανότητα των θεσμικά αρμοδίων κατά περίπτωση, σε όλα τα επίπεδα.
Σκέφθηκα να γράψω πάλι λίγες κουβέντες γι' αυτό το ζήτημα, για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος γιατί θεωρώ πως είναι ανάγκη να υπενθυμίζουμε τα αυτονόητα, δίνοντας “θάρρος” σε εκείνους που επιμένουν να ασχολούνται με τη γη και την παραγωγή. Και ο δεύτερος γιατί οι ειδήσεις και οι πληροφορίες δεν μπορούν να μας αφήνουν αδιάφορους. Πριν λίγες ημέρες διάβασα περί του αβεβαίου του μέλλοντος για την πρώιμη πατάτα. Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο, εδώ και πολλά χρόνια επαναλαμβάνεται αυτή η συζήτηση. Οπως και κάθε χρόνο η... καλλιέργεια. Μπορεί να φαίνεται αντιφατικός αυτός ο συνδυασμός, αλλά δεν είναι. Γιατί η συνέχιση της καλλιέργειας δεν έχει να κάνει με τα πιθανά κέρδη από αυτή, αλλά γιατί απλώς κανένας δεν γνωρίζει τι άλλο μπορεί να κάνει και τι να αλλάξει. Πάρα πολλοί είναι χρεωμένοι μέχρι το λαιμό και απλώς “σπρώχνουν” τη μια χρονιά με την άλλη, ελπίζοντας σε κάτι καλό το οποίο προς το παρόν δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν αρχίζει να συστηματοποιείται η καλλιέργεια, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα και στα 60 αυτά χρόνια έχουν συμβεί πράγματα που ξεχνιούνται. Λίγοι θυμούνται σήμερα το δραματικό 1957 όταν οι πατάτες σάπιζαν στις αποθήκες και βρόμαγε η Μεσσήνη, ενώ μεγάλες ποσότητες κατέληγαν στον Πάμισο. Λίγοι γνωρίζουν επίσης ότι από τη δεκαετία του 1950 υπήρχαν διαμαρτυρίες για τις εισαγωγές πατάτας. Ενώ όλο και λιγότεροι θυμούνται πλέον τις μεγάλες κινητοποιήσεις από το 1975 και για 15 περίπου χρόνια. Η διαφορά με τη σημερινή εποχή είναι ότι πλέον τα πράγματα έχουν γίνει οριακά: Η καλλιέργεια γίνεται όλο και πιο δύσκολη καθώς η έλλειψη ρευστότητας είναι κάτι παραπάνω από φανερή, οι προμήθειες σπόρων και εφοδίων γίνονται όλο και περισσότερο δύσκολες. Και η ζήτηση στην αγορά είναι πλέον πολύ μικρότερη από παλαιότερες εποχές.
Σε συνθήκες όπου το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών μειώνεται όλο και περισσότερο, οι διακρίσεις “φρέσκια”, “ντόπια” κ.λπ. δεν σημαίνουν πλέον πολλά πράγματα. Ο άνθρωπος που τα φέρνει βόλτα με ελάχιστα χρήματα, θα αναζητήσει το φθηνότερο στην αγορά και είναι κάτι που διαπιστώνεται καθημερινά. Ενώ από την άλλη πλευρά ακόμη και η πρωιμότητα πλέον είναι ζητούμενο στον ανταγωνισμό διαφόρων περιοχών, στην αγορά διοχετεύονται μεγαλύτερες ποσότητες την κρίσιμη περίοδο και οι τιμές πέφτουν. Από τη στιγμή που έχουν καταργηθεί όλα τα δίχτυα προστασίας, αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να αλλάξει. Ως εκ τούτου οι παραγωγοί όσο περνάει ο καιρός θα βρίσκονται αντιμέτωποι με τέτοια φαινόμενα και ως εκ τούτου εκ των πραγμάτων τίθεται το ζήτημα του “μέλλοντος” για το προϊόν, σε διαφορετική βάση απ' ό,τι παλαιότερα. Και θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν να καλλιεργούν πρώιμη πατάτα ή θα αλλάξουν κάτι. Η πρώτη επιλογή έχει και δυσκολίες και ρίσκα αλλά είναι προτιμητέα καθώς όλοι θα καλλιεργούν όσο μπορούν να “κυλάνε” τα πράγματα από χρόνο σε χρόνο. Η δεύτερη επιλογή... δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Γιατί μια τέτοια προοπτική απαιτεί ένα οργανωμένο σχέδιο άμεσης απόδοσης. Ενα σχέδιο πραγματικής αναδιάρθρωσης, το οποίο δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν σύνθετης μελέτης από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Καθόσον ουδείς ενδιαφέρεται, είναι προφανές ότι η καλλιέργεια θα συνεχισθεί με όλες τις δυσκολίες μέχρι να προκύψει... κάτι άλλο ελκυστικό. Κάπως έτσι έγινε και με το ρύζι στο βάλτο που καλλιεργήθηκε σε τεράστιες εκτάσεις τα μεταπολεμικά χρόνια που υπήρχαν τεράστιες επισιτιστικές ανάγκες. Αλλά εγκαταλείφθηκε όταν πλέον η καλλιέργεια έπαψε να είναι αρκούντως προσοδοφόρα. Μένει να δούμε αν θα επαναληφθεί η ιστορία και αν υπάρχει προϊόν άμεσης απόδοσης το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει συμφερότερη καλλιέργεια.
Φαντάζουν απαισιόδοξα όλα αυτά και έτσι είναι. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν έχουν κανένα σχέδιο για την αγροτική οικονομία και απλώς έχουν προσδεθεί στο άρμα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και το αφήνουν να σέρνει την ελληνική ύπαιθρο κατά τις επιλογές της. Δεν υπάρχει συγκροτημένη πρόταση για εθνικό σχέδιο, αυτή άλλωστε είναι και η λογική των δυνάμεων που υιοθετούν ως... υπέρτατο ρυθμιστή των πραγμάτων την “αγορά”. Σε αυτή τη λογική, ο καθένας θα λύσει μόνος του το ζήτημα και αν τα καταφέρει έχει καλώς, αν όχι... δικό του το πρόβλημα. Ο αγρότης εξομοιώνεται με “επιχειρηματία”, ως τέτοιος αντιμετωπίζεται πλέον ασφαλιστικά, φορολογικά, τραπεζιτικά και πάει λέγοντας. Ολοι οι μηχανισμοί προστασίας και ενίσχυσης έχουν εκλείψει πλέον, ενώ έχει κατεδαφιστεί ιδεολογικά η έννοια της συλλογικής δράσης. Και σε αυτό βεβαίως έχουν συμβάλει οι ίδιες οι οργανώσεις των παραγωγών, οι οποίες τις τελευταίες δεκαετίες είχαν μεταβληθεί σε μηχανισμούς εξυπηρέτησης κομματικών και προσωπικών επιδιώξεων. Οι ελάχιστες που διασώθηκαν, δυστυχώς αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα. Οι αγρότες έχουν πλέον μείνει χωρίς στηρίγματα και εκ των πραγμάτων για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση δεν μπορούν παρά να στηρίξουν ο ένας τον άλλον. Η συλλογική δραστηριότητα σε όλα τα επίπεδα είναι και ο μοναδικός τρόπος άμυνας απέναντι στο κύμα νεοφιλελευθερισμού που σαρώνει όλους τους τομείς της ζωής. Αν κάτι μπορούν και πρέπει να κάνουν οι αγρότες, είναι να κατανοήσουν ότι μόνος του ο καθένας δεν πάει πουθενά και να αναζητήσουν μόνοι τους μορφές συνεργασίας (θεσμικές ή άτυπες) οι οποίες ταιριάζουν κατά περίπτωση. Να συζητήσουν και να διατυπώσουν αιτήματα, να οργανώσουν σε νέες βάσεις και με νέες μορφές τη διεκδίκηση μέτρων. Αλλος δρόμος δεν υπάρχει και γίνεται περισσότερο επιτακτικός καθώς τα πράγματα θα δυσκολεύουν όλο και περισσότερο.
Από το ειδικό (πατάτα) στο γενικό (γεωργία) γιατί το πρόβλημα δεν αφορά μόνον ένα προϊόν ή μια περιοχή. Εχει να κάνει με μια γενικότερη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η αγροτική οικονομία εδώ και χρόνια. Η οποία έχει να κάνει τόσο με τις επιλογές στην Ευρωπαϊκή Ενωση που οδηγούν σε μικρότερη προστασία από την Κοινή Αγροτική Πολιτική, όσο και με την απουσία πολιτικής γύρω από τα ζητήματα αυτά, από το σύνολο των κομμάτων εξουσίας. Οπως αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων βεβαίως γιατί με τα λόγια κάθε φορά πριν τις εκλογές είχαν... λυθεί όλα. Για να αποδειχθεί το αντίθετο μετά τις εκλογές, όταν οι υποσχόμενοι καλούνταν να υλοποιήσουν υποσχέσεις. Ο δεύτερος παράγοντας αναδεικνύει μια πλευρά η οποία είναι σημαντική σε κάθε περίπτωση: Πρόκειται για τη διαχειριστική ανικανότητα που εμφανίζεται με ένταση την εποχή κυριαρχίας του δόγματος της λιτότητας. Το παράδειγμα με το δάκο είναι απολύτως χαρακτηριστικό αυτής της υπόθεσης. Η περυσινή καταστροφή δεν χτύπησε απλώς καμπανάκι, αλλά... όλες τις καμπάνες μαζί. Η επίδραση στην τοπική οικονομία από την μεγάλης έκτασης καταστροφή έχει γίνει πλέον εμφανής. Οι διαφόρων επιπέδων αρμόδιοι και αναρμόδιοι αφού “μονομάχησαν” για τις ευθύνες, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν για τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί η κατάσταση και πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η δακοκτονία. Ετσι άρχισαν να σημαίνουν και πάλι οι καμπάνες, προειδοποιώντας ότι άμεσα θα πρέπει να εξασφαλιστούν όλα τα αναγκαία κονδύλια προκειμένου να γίνει κατά το δυνατόν περισσότερο αποτελεσματική η δακοκτονία. Και πως πρέπει επιτέλους να υπάρξει ένα σχέδιο παρακολούθησης της πορείας εργασιών που θα συμβάλει σε αυτό. Για το μέλλον έχουν διατυπωθεί διάφορες σκέψεις οι οποίες θα πρέπει να συζητηθούν και να αναληφθούν οι ευθύνες από όλους: Κράτος, αυτοδιοίκηση, οργανώσεις παραγωγών. Για κανέναν, καμία δικαιολογία για τις ευθύνες που δεν αναλαμβάνουν και για τις πρωτοβουλίες που δεν παίρνουν. Ούτε και για τους αγρότες που περιορίζονται στο... σιχτίρισμα, χωρίς να οργανώνουν ένα κίνημα από τα κάτω που θα απαιτεί λύσεις στα μικρά και τα μεγάλα ζητήματα της αγροτικής οικονομίας.