Την Παρασκευή μετά από καιρό χρειάστηκε να κινηθώ με αυτοκίνητο στην πόλη σε αρκετά δρομολόγια. Και σκέφτηκα την απελπισία των ανθρώπων που βιάζονται να κάνουν τη δουλειά τους όταν είναι πραγματικά επείγουσα ή εκείνων που αφήνουν την Αθήνα για να ανασάνουν από το καθημερινό βασανιστήριο. Σχετικά προχωρημένη η πρωινή ώρα και θα έπρεπε εκτός από τον κυκλοφοριακό φόρτο στο κέντρο να αντιμετωπίσεις και τις εκφορτώσεις εμπορευμάτων καθόσον δεν τηρείται κανένας κανόνας σχετικά με αυτή την ιστορία. Το αστικό σταμάτα-ξεκίνα κάθε τόσο με φρακαρισμένη τη Φαρών, καθώς ο επιβάτης κάτι θα πάθει αν περπατήσει λιγάκι και οι στάσεις ανά την πόλη φυτρώνουν σαν μανιτάρια. Κομβόι από πίσω μέχρι να βρεθεί άνοιγμα και μετά ελιγμοί μέσα από διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ασκήσεις ακριβείας στην Αναγνωσταρά, καθόσον δύο αυτοκίνητα είχαν παρκάρει στην “απαγορευμένη” πλευρά και έπρεπε η ουρά που σχηματίστηκε να περνάει στον πόντο για να μην “ξυστούν” τα αυτοκίνητα. Στην Παυσανίου που δεν μπορείς να κάνεις ούτε μπροστά, ούτε πίσω, ακινητοποιημένο αυτοκίνητο με αλάρμ και αναμονή για αρκετά λεπτά μέχρι να τελειώσει η συναλλαγή. Εργα στην Αριστομένους και άντε ο ξένος ή άσχετος να βρει τη διαδρομή που πρέπει να κάνει όταν πέφτει στο απαγορευτικό. Φυσικά η στατιστική των μηχανών που χώνονται στα ενδιάμεσα δίνει το 90% και πλέον άνευ κράνους ακόμη και με παιδιά πάνω σε αυτές. Ορισμένοι εκ των ποδηλατών σε ανάλογο κλίμα κινούμενοι ανάρχως επί ποδηλατοδρόμων, πεζοδρομίων και οδοστρωμάτων. Και απόκοντα οι πεζοί που δικαίως διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι οι οδηγοί αγνοούν τις διαβάσεις, αλλά οι ίδιοι δεν κάνουν τον κόπο να περάσουν από την πλησιέστερη διάβαση αλλά από όποιο σημείο βρεθούν. Και αν είσαι ευγενής ή για να μην προξενήσεις ατύχημα, κάνεις 5-6 στάσεις στα 100 μέτρα. Ολα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως, ευρωπαϊκά πράγματα που λέμε για να επιτευχθεί ο στόχος προσέλκυσης επισκεπτών.
Οχι, δεν είναι υπερβολικά πράγματα, μάλλον ένα μικρό μέρος των όσων συμβαίνουν στους δρόμους και πολλές φορές είναι ακόμη περισσότερο σοβαρά, καθώς οι παραβιάσεις είναι αλλεπάλληλες και ορισμένες φορές εξαιρετικά επικίνδυνες, από την παραβίαση του STOP μέχρι τις επιτόπιες αναστροφές σε κεντρικούς δρόμους. Και με θρασύτατο τρόπο καθώς δεν είναι λίγοι εκείνοι που ζητάνε και τα ρέστα από τους... νομοταγείς. Και να μην συζητήσουμε βεβαίως για τις κλειστές διαβάσεις και ράμπες που προορίζονται για την κίνηση ανθρώπων με ειδικές ανάγκες, για τα πεζοδρόμια – πάρκινγκ και τόσα άλλα που συναντά κάποιος στην καθημερινότητα. Τώρα θα μου πείτε... τόσο ανυπόφορη είναι η πόλη που την περιγράφεις με αυτά τα χρώματα; Θα απαντούσα ότι το ανυπόφορο είναι σχετικό και υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι τα θεωρούν όλα αυτά φυσιολογικά, ενδεχομένως και αναπότρεπτα ή ακραίως... αναγκαία. Δεν θα χρειαστεί να ψάξουμε να τους βρούμε, είναι όλοι αυτοί που περιγράφηκαν προηγουμένως και πολλοί ακόμη που... το έχουν πάρει απόφαση και το κυκλοφοριακό τουρλουμπούκι τούς είναι πλέον οικείο. Και αυτό το φαινόμενο έχει κοινωνιολογική ερμηνεία, τα περί κυκλοφοριακής αγωγής τα ακούω και λίγο βερεσέ γιατί όλη αυτή η φιλολογία των τελευταίων δεκαετιών ουσιαστικά, δεν έφερε χειροπιαστά αποτελέσματα. Απεναντίας όλα δείχνουν πως τα πράγματα χειροτερεύουν. Το έχω γράψει και άλλη φορά, στον πυρήνα αυτών των συμπεριφορών δεν μπορούμε παρά να διακρίνουμε τη διάρρηξη της (όποιας) κοινωνικής συνοχής και την κυριαρχία του “εγώ” επί του “εμείς”, δομικό στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας και πολιτικής. Σε μια τέτοια ανάγνωση της υπόθεσης ασφαλώς θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι αυτή η ιδεολογία είναι κυρίαρχη σε όλη την Ευρώπη, αλλά δεν υπάρχουν ανάλογα φαινόμενα ή εν πάση περιπτώσει είναι περιορισμένα. Είναι μια βάσιμη ένσταση, για την οποία νομίζω ότι υπάρχουν οι απαντήσεις.
Η πρώτη έχει να κάνει με τους κανόνες και τον τρόπο ελέγχου της τήρησης αυτών. Εδώ διαπιστώνουμε ότι οι όποιοι κανόνες υπάρχουν δεν τηρούνται και δεν υπάρχει κανένας να ελέγξει την τήρηση. Στην πόλη η Δημοτική Αστυνομία ουσιαστικά ενδιαφέρεται για να γράφει κλήσεις σε όσους παρκάρουν παρανόμως σε περιοχές ελεγχόμενης στάθμευσης. Και κατά καιρούς πρόστιμα για τα τραπεζοκαθίσματα και τις παραβιάσεις της κίτρινης γραμμής στους ανοιχτούς χώρους. Την ώρα που υπάρχουν πεζοδρόμια που θα πρέπει να... πηδήσεις πάνω από αυτά για να περάσεις, αλλά... έχουν άδεια. Κοντολογίς η Δημοτική Αστυνομία λειτουργεί ως εισπρακτικός μηχανισμός και όχι ως μια υπηρεσία που επιχειρεί να ρυθμίσει στη βάση κανόνων την κυκλοφορία και την “ευταξία” στην πόλη. Τροχαία δεν υπάρχει και εμφανίζεται μετά από ατυχήματα για να επιτελέσει το έργο της καταγραφής και της απόδοσης ευθυνών. Και μένουν οι μηχανοκίνητοι αστυνομικοί που κατά καιρούς κάνουν ελέγχους για κράνη στα μηχανάκια και ενδεχομένως άλλες παραβάσεις. Αποκορύφωμα αυτής της απουσίας μέτρων αποτροπής των παραβάσεων και ρύθμισης της κυκλοφορίας είναι η κατάσταση που επικρατεί ορισμένες φορές στους δρόμους όταν παρουσιάζονται αυξημένοι κυκλοφοριακοί φόρτοι. Δεν υπάρχει κανένας με μια... σφυρίχτρα να ξεμπλοκάρει την κατάσταση ακόμη και όταν είναι... αναμενόμενο αυτό που θα συμβεί. Η αυτορρύθμιση με σήματα και φανάρια γίνεται σε φυσιολογικές συνθήκες, αλλά μόνον ο άνθρωπος μπορεί να επέμβει όταν αυτή καταστεί αδύνατη, είτε εκτάκτως, είτε αναμενόμενα. Ας μην συζητούμε βεβαίως για την επάρκεια τεχνικών μέσων καθώς είναι απλώς ανύπαρκτα: Πουθενά ραντάρ σε αρτηριακούς δρόμους όπου γίνεται το έλα να δεις, ο γερανός άγνωστο μέσο συμμόρφωσης των προκλητικά παραβατών. Γενικώς όλα επαφίενται “στον πατριωτισμό των Ελλήνων” και με λογικοφανές πρόσχημα ότι δεν υπάρχουν χρήματα για προσωπικό και μέσα.
Η δεύτερη απάντηση έχει να κάνει με τις υποδομές περιορισμού του χάους. Φυσικά το πρώτο ζήτημα είναι οι θέσεις στάθμευσης αλλά περί αυτού ουδεμία συζήτηση πλην της ελεγχόμενης η οποία μετατοπίζει το πρόβλημα στους παρακείμενους δρόμους. Η πόλη περί τα πάρκινγκ παρουσιάζει άθλια εικόνα, ακόμη και όταν αυτά είναι άδεια. Ακόμη και στις γέφυρες υπάρχουν παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Στρατηγική για το ζήτημα της στάθμευσης δεν υπάρχει ούτε καν μακροπρόθεσμη, απλώς είναι μια συζήτηση η οποία δεν γίνεται καθώς οι δημοτικοί άρχοντες την έχουν σφραγίσει. Για την αστική συγκοινωνία δεν το συζητούμε, “ιερόν και άβατον” για τους διαχειριζόμενους τις τύχες της πόλης. Χωρίς αυτές τις δύο βασικές υποδομές, η περί κυκλοφοριακού φιλολογία θα μοιάζει με τον τροχό που γυρίζει στον αέρα και δεν μπορεί να δώσει ώθηση σε τίποτε. Φυσικά οι “Ευρωπαίοι” άρχοντες δεν θα αγνοούν ότι σχεδόν σε όλες τις πόλεις του μεγέθους της Καλαμάτας, τα ζητήματα αυτά αποτελούν προτεραιότητες και εν πολλοίς αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά. Οπως επίσης αντιμετωπίζονται τολμηρά τα ζητήματα των πεζοδρομήσεων στις περιοχές των κέντρων (ιστορικών και νεότερων), στα οποία η προσέγγιση επιτρέπεται είτε περιμετρικά σε χώρους στάθμευσης, είτε με υπόγεια κάτω από πλατείες και μεγάλης επιφάνειας κτίσματα. Αλλά και εκεί που επιτρέπεται η κυκλοφορία, οι ταχύτητες είναι εξαιρετικά μικρές, σε περιοχές όμως η Παραλία για παράδειγμα το όριο δεν υπερβαίνει τα 30 χιλιόμετρα. Και για να επιτευχθεί αυτό υπάρχουν πολλοί τρόποι από τους οποίους οι δημοτικοί άρχοντες επιλέγουν τους περισσότερο πρόσφορους κατά την κρίση των τεχνικών. Υπάρχουν δίκτυα ποδηλατοδρόμων διαφόρων τύπων και κανόνες που ισχύουν για όλους. Θα μπορούσαν να καταγραφούν και άλλα ζητήματα που έχουν σχέση με τις υποδομές οι οποίες παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ομαλή ρύθμιση της κυκλοφορίας, αλλά σημασία έχει αν και πότε θα ανοίξει ουσιαστικά αυτή η συζήτηση στην πόλη.
Είναι μια συζήτηση που θα πρέπει να αγκαλιάσει το όλον ως στρατηγικό στόχο και τα επιμέρους στοιχεία ως αυτοτελείς στόχους που μπορούν να υλοποιηθούν σταδιακά, αλλά και σε συναρμογή με αυτόν. Η ειλικρίνεια και το βάθος της είναι τα στοιχεία που θα κρίνουν και την αξία της. Διαφορετικά κάθε τρεις και λίγο θα “διαβουλεύονται” οι άρχοντες και θα φτιάχνουν “τριμελείς επιτροπές από πέντε-έξι άτομα” για να λύσουν τα προβλήματα.
Υ.Γ.: Φυσικά και η Καλαμάτα δεν είναι η... εξαίρεση στην οδική συμπεριφορά και βεβαίως δεν είναι όλοι οι οδηγοί... κάγκουρες. Πλην όμως την κυκλοφορία ρυθμίζουν εκείνοι που παραβιάζουν τους κανόνες...