Η οποία εκδηλώνει βία και αδιαφορία ακόμη και στα αυτονόητα. Αλλοτε εκνευριστική και άλλοτε επικίνδυνη. Μικρές και λίγες από τις πολλές ιστορίες προσπαθεί να αποτυπώσει το σημερινό σημείωμα.
Κυριακή μεσημέρι, το «έλα να δεις» στην παραλιακή ζώνη. Η στάθμευση και η ταλαιπωρία απερίγραπτη, δοκιμάζω από τα στενά να περάσω από την Αύρας στη Μεσογείων. Ισα που χωράει αυτοκίνητο, το υπόλοιπο πλάτος έχει καταληφθεί από σταθμευμένα. Σε ένα «Τ» που κάνει ο δρόμος διαπιστώνω ότι κάποιος επιχειρεί να έρθει κόντρα στο ρεύμα, αναβοσβήνω τα φώτα και συνεχίζω να το κάνω ακόμη και όταν έχει βγάλει τη μούρη του για να στρίψει. Απτόητος συνεχίζει, αντί να κάνει ένα μέτρο όπισθεν, πιάνει το ρεύμα που κινιόμουν (το δικό του είχε ήδη... καταργηθεί από σταθμευμένα αυτοκίνητα) και απαιτεί με χειρονομίες να κάνω έγώ καμιά πενηνταριά μέτρα όπισθεν. Του κάνω σήμα να κάνει όπισθεν για να στρίψω εγώ ανάποδα και να συνεχίσει, αλλά ο τύπος συνεχίζει να χειρονομεί ακίνητος. Οταν με τα πολλά κατάλαβε πως δεν γίνεται τίποτε -κάποιος με είχε μάλιστα ακολουθήσει και δεν μπορούσε πλέον ούτε... υποχώρηση να γίνει- έκανε επιτόπου μανούβρα και γύρισε ανάποδα για να φύγει από εκεί που ερχόταν, με κίνδυνο να κοπανήσει τα παρκαρισμένα. Βρίζοντας και μουντζώνοντας κατά το... νεοελληνικό έθιμο, αντί να κάνει 50 μέτρα μέχρι τη Μεσογείων και να πάει στο καλό, αφού ήταν το περισσότερο εύκολο και λιγότερο επικίνδυνο για όλους.
Θα μπορούσε βεβαίως να είναι κάποιος άλλος ο αντίπαλος, να βάλει χειρόφρενο, να κατέβει για εξηγήσεις και να φθάσουν τα περιπολικά να τους χωρίσουν. Οχι, δεν είμαι της άποψης ότι κάποιους τους βαράει στο κεφάλι η ζέστη και ξεσπάνε στο δρόμο, έτοιμοι να κοπανηθούν με το παραμικρό. Δυστυχώς κάποιοι βγάζουν στο δρόμο όλα τα απωθημένα τους, και το περιστατικό που προανέφερα είναι το ηπιότερο που μπορεί να σου τύχει αν πέσεις σε «φτιαγμένο» για καβγά. Η κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή που προανέφερα είναι πλέον ανεξέλεγκτη, η στάθμευση στους δρόμους του παραλόγου και η ιδέα της στοιχειώδους τάξης μοιάζει με κάτι το... εξωγήινο.
Χωρίς αμφισβήτηση υπάρχουν οικογένειες που δεν μπορούν να διαθέτουν αυτοκίνητο για τη μετακίνησή τους και έχουν την ίδια ανάγκη με άλλες για μια βόλτα στη θάλασσα για μπάνιο. Πρόκειται για οικογενειακή διασκέδαση η οποία μπορεί να αποβεί σε οικογενειακή τραγωδία όταν δεν τηρούνται στοιχειώδη πράγματα: Τρικάβαλο στην παραλιακή και μετά στους «πηγμένους» κάθετους δρόμους, η μάνα και τα δύο παιδάκια με τις σακούλες να κρέμονται δεξιά κι αριστερά από τα τιμόνια, έτοιμες με τη μετακίνηση να ανατρέψουν τον μαντρακά. Μέχρι εδώ το συζητάμε, τη συνέχεια καθόλου, τρελαίνεσαι με τη διαχείρηση της ζωής των ανθρώπων. Δεν χρειάζεται μάλλον πολλά για να καταλάβει κανένας πως ούτε η μητέρα ούτε τα παιδιά φορούσαν κράνος, σε μια διαδρομή που για εντελώς τυχαίους λόγους με τέτοιο φόρτωμα, μπορεί το μηχανάκι να ανατραπεί (και μάλιστα με την οδηγό να διευθύνει το δίκυκλο με... σαγιονάρα). Μια τυπική παράβαση που είναι καθημερινή στους δρόμους της πόλης, η οποία συνεχώς κοστίζει ζωές και το γνωρίζουν όλοι.
Ελάχιστοι -τολμώ να γράψω από την πείρα ότι ούτε το 10%- είναι εκείνοι οι οποίοι κυκλοφορούν με κράνος, και μάλιστα το καλοκαίρι που είναι εύκολη η δικαιολογία ότι... ζεσταίνονται. Πετάγονται από τα στενά, κυκλοφορούν ανάποδα στους δρόμους, διασχίζουν κάθετα νησίδες, άλλοτε μόνοι και επαγγελματίες, άλλοτε με συνοδηγό και βολτάροντες ενίοτε με ταχύτητα... πίστας ή καγκουριές και σούζες. Και δεν είναι πάντα η «αδρεναλίνη» του ρίσκου κατά πώς λένε κάποιοι ως δικαιολογητική βάση, αλλά και η βλακεία εκείνου που στην ακραία περίπτωση κρατάει το κράνος περασμένο στο χέρι γιατί δεν ανησυχεί μήπως οδεύσει για τα θυμαράκια, αλλά μήπως τον γράψει ο... τροχονόμος. Με το χρόνο η κατάσταση όχι μόνον δεν βελτιώνεται, αλλά τα πράγματα αγριεύουν όλο και περισσότερο.
Η ανοησία βεβαίως μπορεί να στοιχίσει όχι μόνον στους ίδιους αλλά και στην κοινωνία. Ζευγάρι νεαρών με παπάκι που βγάζει... καπνούς, χωρίς κράνος και με... παντόφλες, τρέχει στον αυτοκινητόδρομο λίγο πριν την είσοδο της Καλαμάτας. Προσπερνώ σε απόσταση για να μην γίνει καμία στραβή και βλέπω ότι η κοπέλα που κάθεται... πισοκάπουλα έχει στο ένα χέρι καφέ με καλαμάκι στο πλαστικό, ενώ με το άλλο καπνίζει. Σκέφτομαι το βλακώδες του πράγματος, και όταν μετά από μισό λεπτό κόβω ταχύτητα καθώς στρίβω προς την πόλη με το προπορευόμενο αυτοκίνητο να πηγαίνει αργά, το μηχανάκι προσπερνάει με ταχύτητα. Αλλά υπάρχει μια αλλαγή: Στο χέρι που η κοπέλα κρατούσε το τσιγάρο, τώρα κρατούσε το κινητό και υποτίθεται ότι μιλούσε. Προφανώς δεν σταμάτησε να... σβήσει το τσιγάρο, το πέταξε στην άκρη του αυτοκινητόδρομου και πήρε στο χέρι της το κινητό. Σε ένα σημείο που υπάρχουν άφθονα ξερόχορτα σε επαφή με το δρόμο, μια ημέρα πριν τις μεγάλες πυρκαγιές στην Αττική, με τον αέρα να πηγαίνει πέρα δώθε το μηχανάκι. Και σε μια περιοχή όπου τα σπίτια απέχουν ελάχιστα, ώστε τυχόν πυρκαγιά μπορεί να φθάσει σε πολύ μικρό χρόνο σε αυτά και να «κατηφορίσει» κατά την πόλη.
Και φυσικά μπορεί ο τρόπος με τον οποίο έγινε η επικίνδυνη κίνηση να είναι... πρωτότυπος, δεν είναι όμως καθόλου πρωτότυπο το θέαμα οδηγών και συνοδηγών οι οποίοι ξεφορτώνονται τσιγάρα και άλλα αντικείμενα στο δρόμο. Και μπορεί να φαίνεται το ένα κουτάκι αναψυκτικού, για παράδειγμα, που πετάει κάποιος στο δρόμο γιατί τα υπόλοιπα κρύβονται. Οταν όμως περνάει το χορτοκοπτικό στην άκρη του δρόμου, αποκαλύπτεται σε όλο το μέγεθος η απίστευτη αδιαφορία οδηγών και επιβατών για τη ρύπανση που προκαλούν με τους συνεπαγόμενους κινδύνους: Κουτάκια, μπουκάλια, πακέτα, συσκευασίες, πάνες, γόπες και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο καθένας φιλοξενείται κάτω από τη βλάστηση.
Αντε τώρα να ξαναμπούμε στην πόλη και να σεβαστούμε τον πεζό. Προς τούτο υπάρχουν οι διαγραμμίσεις των διαβάσεων, όπου φαίνονται, αν και πολλές φορές οι πεζοί επιχειρούν να περάσουν και πέρα από αυτές καθόσον και οι ίδιοι μάλλον τις θεωρούν άχρηστες. Υπάρχουν όμως διαβάσεις τις οποίες θέλεις δεν θέλεις θα πρέπει να τις δεις. Ας πούμε η διάβαση στο ύψος της ΔΕΗ, στην οποία σχεδόν πάντα περιμένει κόσμος για να περάσει απέναντι. Και πρέπει να περιμένει υπομονετικά, γιατί μικρό ποσοστό οδηγών σταματά αν δεν έχει αρχίσει ο πεζός να περπατάει... με δική του ευθύνη. Οταν πλησιάζεις λοιπόν σκέφτεσαι «σταματάω ή όχι;». Ο νόμος και η λογική λένε «ναι» αλλά υπάρχει και μια εμπειρική αίρεση: Κοιτάζεις πίσω σου και διασφαλίζεις πρώτα ότι δεν θα σε κοπανήσει αυτός που έρχεται, με κίνδυνο να πάρεις μπάλα και τον πεζό που... ώθησες να διαβεί το δρόμο τηρώντας το νόμο. Στη διάβαση αυτή πριν από λίγο καιρό με έστειλε συνεργείο νεαρός που, παρότι σε απόσταση 50 μέτρων, δεν έκοψε και δεν σταμάτησε όταν είδε να σταματώ εγώ. Και σε άλλες διαβάσεις κινδυνεύεις να στείλεις τον πεζό στο νοσοκομείο προσπαθώντας να τηρήσεις... απρόσεκτα το νόμο. Σταματάς για παράδειγμα στη μεγάλη διάβαση της 23ης Μαρτίου και στη συμβολή με την Αριστομένους. Κόσμος πάει και έρχεται, υπερυψωμένο οδόστρωμα με μικρούς κυβόλιθους υπάρχει, κάτι στοπ σαν ταψιά και σήματα διάβασης υπάρχουν, αλλά οι βιαστικοί το χαβά τους. Συνήθως μηχανάκια. Και συμβαίνει το τραγικό, να σταματάς για να περάσει ο γέροντας ή η μητέρα με το καροτσάκι, και να σε προσπερνάει το μηχανάκι έτοιμο να τους κοπανήσει ή κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα στους πεζούς. Από τα αυτοκίνητα δε, καμιά φορά ορισμένοι κακότροποι σου αναβοσβήνουν τα φώτα, αφού μπορεί να σταματήσεις και σε μια διάβαση πριν κι άλλες δύο που ακολουθούν, μέχρι να τελειώσει ο δρόμος. Και αυτό... δεν αντέχεται. Φυσικά, ανάλογα φαινόμενα παρατηρεί κάποιος και σε άλλες διαβάσεις, με αποτέλεσμα να γίνεται επιφυλακτικός στην... ευρωπαϊκή εκδοχή τήρησης του νόμου.
Μικρές ιστορίες κυκλοφοριακής τρέλας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, αλλά δεν αποτυπώνουν τίποτε λιγότερο από την έλλειψη σεβασμού στον άνθρωπο, τον οποίο μπορείς σε ορισμένες περιπτώσεις να τραυματίσεις ή να καταστρέψεις. Χρειάζονται μέτρα, χρειάζεται αστυνόμευση, χρειάζεται όμως και διαφορετική αντίληψη για τον άνθρωπο και την αξία της ζωής. Και αυτό δυστυχώς δεν επιβάλλεται, αλλά κατακτιέται σε μια κοινωνία που καλλιεργεί αυτή την αντίληψη. Στην κοινωνία της «ανθρωποφαγίας» αυτά τα φαινόμενα απλώς αποτελούν καθημερινότητα.