Μπορεί οι βροχές να πρασίνισαν τον τόπο, η υπόθεση όμως “πράσινο” για μια πόλη που διεκδικεί “κλιματική ουδετερότητα” είναι μεγάλο κεφάλαιο. Και δεν αναφέρομαι στα “πράσινα άλογα” της περιβαλλοντικής βιομηχανίας που “καίγεται” να πουλήσει ακόμη και “φύκια για μεταξωτές κορδέλες” (μεγάλη ιστορία αυτή) για να κερδίσει στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Πόλη, δημόσιος χώρο και πράσινο το θέμα, οι εισαγωγικοί “γρίφοι” φυσικά και δεν ερμηνεύονται στο πλαίσιο του τρέχοντος σχολιασμού.
Μια και η Ιστορία έχει πάντα ενδιαφέρον, είπα να αρχίσω από τα πολύ παλιά. Καλαματιανό χρονογράφημα πριν από 119 χρόνια στην εφημερίδα “Φως”: “Ελεγον εις τον ρομαντικόν φίλον μου, εάν φαντασθώμεν προς στιγμήν την πόλιν μας πυκνοδασωμένην με δένδρα εύμορφα και φυλλώματα αδρά, ώστε να ζει κανείς αμφίβιον συγχρόνως ζωήν, ζωήν αστικήν και ζωήν εξοχικήν, και εάν αναπολήσωμεν ακόμη ότι η σκηνογραφία αύτη των δενδροφυτειών θα συγκαλύψη τόσα αίσχη, και τόσας αηδίας, και την αποτρόπαιον εντύπωσιν που προξενούν τα κιόσκια και θα χύση χάριν περισσήν, οποία φαντασμαγορική εικών θα πρόκειται εις τα αδηφάγα βλέμματα. Να κάθεσαι κάτω από το δαψιλές φύλλωμα της νεραντζιάς και της πορτοκαλέας και της ακακίας τον ήμερον ίσκιον, και να ροφάς αίφνης το ηδύποτόν σου και συγχρόνως τόσην νέαν ζωήν που χύνει το δένδρον το συνεχώς ανανεώνον την ατμόσφαιραν και να καθηδύνης το άπληστον βλέμμα σου, είναι μικρόν πράγμα φίλε μου;”.
Και πάμε μετά από 10 χρόνια στο “Θάρρος”: “Τας ημέρας αυτάς της λαμπράς ανθήσεως των χρωμάτων και του ακμαιοτέρου βλαστήματος της φυτικής ζωής, ειμπορεί κανείς να σκεφθή τι θα ειμπορούσε να είναι η Καλαμάτα. Θεμελιωμένη επάνω εις υπόγεια ποτάμια νερών, με χώμα γόνιμον και μαλακότατον και κάτω από τον θερμότερον ελληνικόν ορίζοντα, θα ήτο απείρως εύκολον να παρουσιάζη τους δρόμους και τας πλατείας της ως πελώριους κήπους. Ειμπορούσε να είναι όλον άλσος πορτοκαλιών και χρυσών κίτρων, να αρωματίζη αιώνια τον αέρα από την άνθην των τριανταφυλλιών και να είναι όραμα απαραμίλλου καλλονής κάθε άνοιξιν. Εάν στο διάστημα αυτό της τελευταίας δεκαετίας εξωδεύοντο 20-30 χιλιάδες δραχμών και κατεβάλλετο επίσης ένα μικρόν ποσόν συντηρήσεως, η πόλις θα ήτο εξαίσιος κήπος”.
Κείμενα “υπεραιωνόβια” με βάση τη χρονολογία που γράφτηκαν, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί σήμερα... μεταφρασμένα στη δημοτική. Εννοείται πως όλα αυτά είχαν ως προϋπόθεση μεγάλους δημόσιους χώρους, πλατείες και πάρκα, μεγάλα πεζοδρόμια που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν εκείνες τις ιδέες που θα έδιναν άλλη όψη στην πόλη. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι πριν από 120 περίπου χρόνια έβλεπαν την αναγκαιότητα τα δέντρα να αντικαταστήσουν τα “κιόσκια” που χρησιμοποιούνταν για τη σκίαση των κέντρων αναψυχής και εστίασης. Εβλεπαν ότι τα δέντρα παίζουν ρόλο στον “καθαρισμό” της ατμόσφαιρας και προσφέρουν τη γαλήνη της απόλαυσης. Εβλεπαν τη σημασία που έχουν στην αισθητική της πόλης και ζητούσαν να γίνουν δρόμοι και πλατείες “πελώριοι κήποι”. Με αίσθηση ρομαντική που κυριαρχούσε στα στρώματα τα οποία “έσερναν το χορό” του αστικού μετασχηματισμού, και τα οποία είχαν το περιθώριο να ασχοληθούν εκτός από το “ζην” και με το “ευ ζην” στην πόλη.
Αυτή η αντίληψη για τον δημόσιο χώρο επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί με τις προβλέψεις του αρχικού σχεδίου που κατέληξε σε αυτό που έχει μείνει ιστορικά ως “σχέδιο πόλης του 1905”. Εγραφε τότε χαρακτηριστικά το “Θάρρος”: “Την νέαν πόλιν ήτοι από της Φυτειάς και του καπνοκοπτηρίου και κάτω κοσμούσι δέκα εν όλω πλατείαι διαφόρων μεγεθών, από δέκα έως ογδοήκοντα στρεμμάτων αν η μνήμη δεν μας απατά”. Ουσιαστικά δηλαδή από τη σημερινή Κροντήρη – Νικηταρά μέχρι την Παραλία τοποθετούνταν αυτές οι πλατείες στο αρχικό σχέδιο. Δεν χρειάζεται να γράψουμε ότι από όλες αυτές τις πλατείες δεν σώθηκε παρά μόνον η κεντρική και αυτή στο “και πέντε”, καθώς μεγάλο μέρος της διεκδικούσαν ιδιοκτήτες οι οποίοι μάλιστα στην κορύφωση της αντιπαράθεσης κατά την περίοδο του μεσοπολέμου την… έφραξαν. Με μύρια όσα και μάχες μεταξύ συμβούλων, τελικά αποζημιώθηκαν οι ιδιοκτήτες που κέρδισαν την υπόθεση στα δικαστήρια και διασώθηκε η πλατεία. Δεν διασώθηκε όμως η πλατεία της Παραλίας για παράδειγμα, επί της οποίας κατασκευάστηκε το κτήριο του Τελωνείου. Κάτοικοι και ιδιοκτήτες της περιοχής ξεσηκώθηκαν, πρόσφεραν ακόμη και οικοδομικά τετράγωνα στο τέρμα της Φαρών για να κατασκευαστεί πλατεία (μαζί το τμήμα της προβλήτας σε εκείνο το σημείο) αλλά τα σχέδια δεν τελεσφόρησαν ακόμη και όταν στην Παραλία εκδηλώθηκε κίνημα “αποσχιστικό” από την Καλαμάτα. Οι υπόλοιπες πλατείες του αρχικού σχεδίου έγιναν απλώς… μελλοντικά οικόπεδα καθώς ξεσηκώθηκαν οι ιδιοκτήτες, παρά το γεγονός ότι δίνονταν κάποια πλεονεκτήματα σε αυτούς.
Μια μεγάλη ευκαιρία χάθηκε όταν έκλεισε το εργοστάσιο οίνων και οινοπνευματοποιίας που εκτεινόταν από το σημερινό πάρκο μέχρι τη Φαρών και από τη Λέσχη Αξιωματικών μέχρι τις Σχολές Παπαφλέσσα. “Χοντρική” η τοποθέτηση για να γίνεται αντιληπτή η τάξη μεγέθους του οικοπέδου. Γράφει για αυτό το θέμα ο πρώτην δήμαρχος Παναγής Κουμάντος στο βιβλίο για εκείνη την εποχή στα 1960, που ήταν δήμαρχος ο πατέρας του: “Ο Δήμαρχος ανακοίνωσε στο δημοτικό συμβούλιο την πρόθεσή του να απαλλοτριώσει ολόκληρη την εδαφική έκταση που κάλυπταν οι εγκαταστάσεις του εργοστασίου. Ο σχεδιασμός του Κουμάντου διέρρευσε την επόμενη ημέρα σε ολόκληρη την πόλη και ενεργοποίησε τα ατομικά συμφέροντα. Για πρώτη φορά η δημοσιότητα δεν προστάτευσε τους σχεδιασμούς του Δημάρχου. Ο Δήμος δεν πρόλαβε να απαλλοτριώσει την εδαφική έκταση, την οποία προόριζε για δημοτικό άλσος, παρά την κυβερνητική δέσμευση. Γιατρός από την Καλαμάτα και όμιλος κεφαλαιούχων από το κέντρο κινήθηκαν αστραπιαία και πριν προλάβει η βραδυκίνητη κρατική γραφειοκρατία να αποφασίσει, ολοκλήρωσαν τις αγοραπωλησίες, οι οποίες προφανώς είχαν ξεκινήσει νωρίτερα. Ο Καραμανλής που ήταν ενήμερος των σχεδίων του δημάρχου και τα είχε εγκρίνει, άθελά του αθέτησε υπόσχεση προς τον Κουμάντο. Η υγεία του δημάρχου κλονίστηκε. Η Καλαμάτα στερήθηκε ενός πνεύμονα πρασίνου στο κέντρο της πόλης και ο δήμαρχος έχασε την υγεία του”.
Και μετά ήρθε το Πάρκο Σιδηροδρόμων. Η ιδέα να γίνει ο χώρος πάρκο είχε ξεκινήσει από την εποχή της δημαρχοντίας του Κουτουμάνου και υλοποιήθηκε με τη συγκεκριμένη μορφή την εποχή της δημαρχοντίας του Μπένου. Πήρε ευρωπαϊκό βραβείο αλλά δυστυχώς λεηλατήθηκαν (μεταφορικά και κυριολεκτικά) τα σιδηροδρομικά οχήματα, στο όνομα της “προστασίας περιφράχθηκε με κάγκελα (από τα οποία περνάει όποιος θέλει) και απέκτησε αισθητική… ράντσου έτοιμου να υποδεχθεί… γουέστερν. Παρ’ όλα αυτά παραμένει ο μοναδικός πνεύμονας πρασίνου στην πόλη, καθώς με ευθύνη όλων μας ο χώρος του παλιού στρατοπέδου ουσιαστικά οικοπεδοποιήθηκε για να φιλοξενήσει διάφορες χρήσεις αλλά και κατοικίες, γιατί βρέθηκε ως η εύκολη λύση σε μια δύσκολη στιγμή.
Στο μεταξύ όμως υπήρξαν και δυσμενέστερες εξελίξεις: Οι ανθώνες που είχαν “ονειρευτεί” κάποιοι Καλαματιανοί στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα έγιναν προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930 αλλά ξηλώθηκαν μερικές δεκαετίες αργότερα, για να διαμορφωθούν πλατείες και πλατώματα με τσιμέντα και πλάκες από “μάρμαρα πολυτελείας” μέχρι κινέζικες (και κολλημένες ανάποδα). Το χαμηλό πράσινο περιορίστηκε σε εποχιακά είδη (δουλειές για να έχουμε, λεφτά να χαλάμε δηλαδή), το υψηλό εξαφανίστηκε ή τοποθετήθηκε με τον πλέον ακατάλληλο τρόπο, το περιαστικό “εξορίστηκε” στη “ζώνη της ελιάς” με τις αλλεπάλληλες επεκτάσεις του σχεδίου.
Το υπεραιωνόβιο “όνειρο” άλλαξε πλέον μορφή και το πράσινο είναι ζητούμενο κυρίως εκτός πόλης, αλλά και σε ζώνες μέσα σε αυτή. Και φυσικά στην προβληματική δεν συμπεριλαμβάνω την “άρπα κόλλα” κατασκευή “πάρκων τσέπης” με την καρμπόν μέθοδο “πλακόστρωση και παγκάκι”. Οι δυο μεγάλες προκλήσεις στις οποίες οι “άρχοντες” μονίμως συλλαμβάνονται αδιαφορούντες είναι η βόρεια και η νότια πλευρά της πόλης: Το περιαστικό άλσος που έχει πάει στα αζήτητα με την κοίτη του Νέδοντα να υποδέχεται… ό,τι δεν υπάρχει αλλού χώρος να πάει, και το δάσος με ομπρέλες στην παραλιακή ζώνη όπου η φυσική σκίαση -που θα έπρεπε να έχει εξασφαλιστεί εδώ και πάρα πολύ καιρό- δεν είναι συμβατή με τα φρεντοκαπουτσίνα.
Το πράσινο ως στοιχείο “ποιότητας ζωής” είναι απαραίτητο πρωτίστως για τους ανθρώπους που ζουν και εργάζονται στην πόλη. Είναι όμως και “εκ των ων ουκ άνευ” προϋπόθεση για την “ταυτότητά της” στην επιδίωξη προσέλκυσης επισκεπτών. Κινέζικα πλακόστρωτα και ομπρέλες έχουν όλοι, η απουσία αισθητικής άλλωστε δεν είναι “προνόμιο” της πόλης. Και είπαμε, διακηρύξεις ως “κλιματικά ουδέτεροι” αλλά με το πράσινο κουκίδα στο τσιμέντο, είναι κάτι σαν εκείνο που περηφανεύεται κάποιος για το “γάιδαρο με σέλα”...