Με την πανδημία έχουμε χάσει και τη διαδοχή των… εθίμων (εντός και εκτός εισαγωγικών) την οποία με την ευκαιρία να υπενθυμίσουμε. Φεύγουν οι καλικάντζαροι (…φεύγουν άραγε;), ακολουθεί η σφαγή της… πίτας που προηγείται (ενίοτε και έπεται) της σφαγής των χοιρινών, και ο κύκλος κλείνει με τα καρναβάλια. Τον πρώτο χρόνο της πανδημίας προλάβαμε τις… πίτες, το δεύτερο στον εγκλεισμό και τον τρίτο θα γίνουν καρναβάλια αλλά... δεν θα γίνουν. Γιατί αστικό καρναβάλι χωρίς παρέλαση είναι… ομελέτα χωρίς αυγό.
Η ζωή όμως συνεχίζεται, κάποια στιγμή θα επανέλθουμε στην “κανονικότητα”, άλλη λέξη και αυτή που εισέβαλε στη ζωή μας πολυσήμαντα καθόσον την καταλαβαίνει και την εννοεί ο καθένας με διαφορετικό τρόπο. Το βέβαιο όμως είναι ότι τα πράγματα έχουν και θα έχουν αλλάξει ριζικά, η πανδημία έχει επιφέρει βαθιές αλλαγές που θα γίνουν ορατές όταν θα δοθεί επισήμως το “ελεύθεροι” με το “φάντασμα” να πλανιέται. Τις οποίες θα εντείνουν οι γεωπολιτικές εξελίξεις που παίρνουν πλέον δραματικό χαρακτήρα. Για να το “δέσουμε” με το υπό συζήτηση θέμα του σημερινού σημειώματος, το ερώτημα είναι αν και πότε το σύνολο των εκδηλώσεων που περικλείει (ίσως και αδόκιμα) η λέξη “καρναβάλια”, θα αλλάξουν και θα προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που διαμορφώνει η ζωή.
Πριν από αρκετά χρόνια είχα γράψει ένα κείμενο «με αφορμή τον αναγκαίο προβληματισμό για το μέλλον των παραδοσιακών εκδηλώσεων. Οι υπόλοιπες δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί είτε συνεχίσουν είτε όχι με οποιονδήποτε τρόπο δεν θα χαθεί και τίποτε. Θα βρεθεί μια... έγχρωμη νύχτα για να τις αντικαταστήσει. Φέρνουν “πελάτες”, κάποιοι (ουκ ολίγοι) το διασκεδάζουν, οι πολλοί χαζεύουν τους (επιμελώς) καρναβαλικώς ενδεδυμένους, αλλά... μέχρι εκεί. Εκδηλώσεις όμως με προαιώνιες καταβολές ασφαλώς και ενδιαφέρουν ως στοιχείο τοπικού πολιτισμού, που δεν πρέπει να χαθεί ή για την ακρίβεια να μετατραπεί σε καρικατούρα αστικού καρναβαλιού χωρίς ταυτότητα». Η εισαγωγή είχε ως αφορμή και τη σχετική πρόσκληση συμπατριωτών να μιλήσω σε εκδήλωση η οποία έγινε στη Μεσσήνη με θέμα «Μιλώντας για την ιστορία ανοίγουμε τη συζήτηση για το μέλλον» και έγραφα:
«Πολύ απλά δεν μπορούμε να συζητήσουμε για το μέλλον μιας τέτοιας εκδήλωσης αν δεν ανατρέξουμε στο χρονικό βάθος προκειμένου να προσδιορίσουμε τα στοιχεία ταυτότητας, να τα αναδείξουμε και να θέσουμε στη βάσανο της συζήτησης τον τρόπο με τον οποίο θα προσαρμοστούν στις σημερινές συνθήκες. Ξεκαθαρίζοντας εξ αρχής ότι “αναβίωση” κατά τη γνώμη μου σημαίνει “νεκρανάσταση”, αλλά αυτό δεν γίνεται παρά μόνον στα θρησκευτικά αφηγήματα. Σημαίνει ότι κάτι που έχει σταματήσει και από μόνο του δεν λέει τίποτε πλέον στον κόσμο, να το επαναλάβουμε σήμερα προσπαθώντας να μιμηθούμε αυτό που γινόταν στο παρελθόν. Αν θέλουμε να βλέπουμε προς το μέλλον, από το παρελθόν κρατάμε τον πυρήνα και το πνεύμα, απορρίπτοντας τις φόρμες που αφήνουν παγερά αδιάφορους τους νέους ανθρώπους. Οι οποίοι βεβαίως είναι και εκείνοι που θα έπρεπε να έχουν τον πρώτο λόγο σχετικά με το μέλλον, γιατί πολύ απλά είναι δικό τους.
Το παραδοσιακό καρναβάλι δεν είναι κονσέρβα με στολή και ομοιομορφία, αλλά μια λαϊκή ανατρεπτική γιορτή στην οποία έρχονται τα πάνω-κάτω και αυτό εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, από την αμφίεση και τη συμπεριφορά μέχρι το θέατρο δρόμου ως απαραίτητο οργανικό του στοιχείο. Η “πολιτική ορθότητα” και ο καθωσπρεπισμός δεν έχουν θέση σε αυτό, δεν αποτελεί εφαλτήριο πολιτικό για κανέναν και απαιτεί να κάνουν πολλά βήματα πίσω και να χαθούν στο πλήθος μια ημέρα “ανώνυμοι” οι παράγοντες».
Ανατρεπτικά λοιπόν και εξ αρχής στη συζήτηση που προανέφερα, ξεκαθάρισα ότι η αρίθμηση των χρόνων του καρναβαλιού το αδικεί και δεν υπάρχει καμία αποδεικτική βάση σε οποιονδήποτε ισχυρισμό. Το Νησιώτικο Καρναβάλι τελείται “από κτίσεως” της πόλης όταν οι Αρκάδες κτηνοτρόφοι πανωκατεβάτες εγκαταστάθηκαν στο Λειμω(ν)χώρι όπου υπήρχε αραιή κατοίκηση από τους βυζαντινούς χρόνους. Η αντίληψη σχετικά με το ιστορικό βάθος των καρναβαλικών εθίμων αποτυπώνεται στη λαϊκή συνείδηση σε ένα κείμενο του ανταποκριτή της “Σημαίας” από τη Μεσσήνη το 1929, όταν γράφει: «Η ιστορική και αλησμόνητος κρεμάλα από την οποία επέρασαν και εκρεμάσθησαν κόσμος και κοσμάκης από κτίσεως της Μεσσήνης δικασθέντες, διότι ως γνωστόν συνίσταται πρόχειρον και επιτόπιον δικαστήριον».
Το Νησιώτικο Καρναβάλι είναι καθαρά αγροτικής προέλευσης και ως εκ τούτου προαιώνιο, έχει φθάσει στις ημέρες μας ατελές και υπό την παραμορφωτική επίδραση της επιδίωξης να γίνει θέαμα για την προσέλκυση ανθρώπων στην πόλη, οι οποίοι εκτός από τη ζωντάνια... κινούν και την τοπική αγορά. Η προσπάθεια αυτή άρχισε με την έναρξη λειτουργίας του σιδηροδρόμου (Οκτώβριος 1891) καθώς η κοινή λογική λέει πως δεν είναι δυνατόν να ξεκινούσαν με τα... κάρα οι Καλαματιανοί (και όχι μόνον) μέσα από τους βάλτους να πάνε στο Νησιώτικο Καρναβάλι και να ξαναγυρίσουν, την εποχή που ο Αγιάννης χαρακτηριζόταν εξοχή της Καλαμάτας και τα Καλύβια προάστιό της. Η αναφορά αυτή είναι αναγκαία για να γίνουν αντιληπτές οι αποστάσεις και ο τρόπος ψυχαγωγίας μιας πολύ μακρινής εποχής. Με το σιδηρόδρομο ο χρόνος μετακίνησης μειώθηκε ασύλληπτα για την εποχή και εκτός των άλλων έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς Μεσσήνιους που είχαν την οικονομική δυνατότητα, να έρθουν σε επαφή με το Νησιώτικο Καρναβάλι. Το οποίο πλέον αποκτά μια εξωστρέφεια και προσαρμόζει το άναρχο του αγροτικού του χαρακτήρα στις ανάγκες του θεάματος της εποχής.
Η πρώτη περιγραφή που έχουμε στην “Μεσσηνιακή” το 1893 μας δίνει την εικόνα αυτής της μετάβασης, από το αγροτικό καρναβάλι ως προαιώνια εκδήλωση της τοπικής κοινωνίας, στην εξωστρεφή του προσαρμογή (και) ως θέαμα για τους επισκέπτες: «Εν Μεσσήνη, κατ’ έθιμον παλαιόν, τελείται αληθής πανήγυρις κατά την ημέραν ταύτην, αρκετά περίεργος και πρωτότυπος. Αι οικίαι κυριολεκτικώς κενούνται, αι οδοί εισί πλήρεις ανδρών και γυναικών πάσης τάξεως. Δέσποιναι και δεσποινίδες, μεταξύ των οποίων εκ των καλλιτέρων οικογενειών της πόλεως, μετημφιεσμένοι ποικιλώτατα χορεύουσι τον συρτόν εν μεγίστη συρροή πλήθους θεατών. Πρόγραμμα ειδικόν κανονίζει τα της πανηγύρεως ήτις μετ’ ολίγον μεταβάλλεται εις αληθές πανδαιμόνιον. Αλλά το περιεργότερον και πρωτοτυπώτερον κατά την ημέραν των κουλούμων εν Μεσσήνη είναι η κρεμάλα. Η κρεμάλα έχει καθιερωθεί διά παλαιοτάτου εθίμου ούτινος την αρχήν μάτην ανεζητήσαμεν. Είναι παιγνίδιον όλως ιδιόρρυθμον προκαλούν τους γέλωτας και τον ενθουσιασμόν των παρεστώντων, πολλά δε επεισόδια αστειότατα γεννήσαν πολλάκις. Εν κεντρικώ μέρει της πόλεως έχει στηθεί ικρίον εφ’ ου αναρτάται σχοινίον φέρον εις το άκρον σιδηρούν κρίκον. Εν ευρυτάτω κύκλω περιπολούντες επίτηδες ωρισμένα άτομα, άτινα συλλαμβάνουν πάντα -αδιακρίτως- όστις ήθελε εισέλθη εν τω κύκλω, ον φέρουσιν είτα θριαμβευτικώς εις την κρεμάλαν, τω φορούσι τον κρίκον και τον αιωρούσιν μέχρι του ύψους αυτής υπό τους παταγώδεις γέλωτας του παρισταμένου πλήθους. Εννοείται ότι το παιγνίδιον εις τους αγνοούντες αυτό καταντά τραγικώς κωμικόν εξ ου πολλάκις, ως είπομεν, αστειότατα επεισόδια συνέβησαν».
Στο κείμενο δεν υπάρχει αναφορά στις φωτιές, όχι μόνον γιατί αναφέρεται στα έθιμα της Καθαροδευτέρας, αλλά και γιατί δεν έκαναν καμία εντύπωση καθώς πρόκειται για ένα έθιμο ευρύτατα διαδεδομένο στον βαλκανικό χώρο αλλά και στην Κεντρική Ευρώπη.
Από την πρώτη περιγραφή και την... απαραίτητη προσθήκη έχουμε τρία χαρακτηριστικά του αγροτικού καρναβαλιού που το έκαναν ξεχωριστό σε αντιδιαστολή με τις προσπάθειες των ανερχόμενων οικονομικά και κοινωνικά στρωμάτων για καθωσπρέπει αστικό καρναβάλι: Φωτιές, κρεμάλα, χοροί. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1900, ήρθαν οι όμιλοι μεταμφιεσμένων με εξαιρετική πολιτική και κοινωνική σάτιρα. Ακολούθησε ο καρνάβαλος το 1910 και ένα χρόνο αργότερα ο αιχμηρός σατιρικός λόγος του. Και έτσι “εμπλουτίστηκε” το αγροτικό καρναβάλι με στοιχεία του αστικού σε μια αρμονική ισορροπία για την εποχή.
Αυτή θα έπρεπε να είναι και η “ταυτότητα” του Νησιώτικου Καρναβαλιού που χαρακτηρίζεται όχι μόνον από την ελευθεριότητα, την οποία κατά καιρούς εκθειάζουν οι επισκέπτες, αλλά και την ανατρεπτική σάτιρα. Το τι γίνεται σήμερα από όλα αυτά, πώς γίνεται, αν πρέπει κάτι να αλλάξει και πώς θα γίνει αυτό, είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να αποφασίσουν οι άνθρωποι που μένουν στην πόλη, οι συλλογικότητες της πόλης και των απανταχού Νησιωτών. Προσωπικά θεωρώ ότι θα πρέπει να αλλάξουν όλα, να καθαριστούν από τους “σοβάδες” τα παραδοσιακά του στοιχεία ώστε να αποτυπώνουν με σύγχρονο τρόπο το πνεύμα του αρχέγονου καρναβαλιού. Αλλά επαναλαμβάνω πως οποιαδήποτε συζήτηση είναι υπόθεση εκείνων που το κρατούν και το οργανώνουν, των καρναβαλιστών και των νέων ανθρώπων της πόλης. Με την υπενθύμιση της παρακαταθήκης που άφησε ο σπουδαίος δημοσιογράφος Γιώργος Αποστολόπουλος για το Νησιώτικο Καρναβάλι που το ζούσε από τα μικρά του χρόνια: «Πάντοτε δίπλα από την αιώνια κρεμάλα του Αργαστηρακιού και δίπλα από τα πατροπαράδοτα ξυλοπόδαρα, θα στέκεται ζωντανό, ζωηρό, σπινθηροβόλο το πνεύμα της Νησιώτικης Αποκριάς, έτοιμο να χαρίσει στους πολυπληθείς του θαυμαστάς πότε την έκπληξη, πότε το ξάφνιασμα και πάντοτε την ευχαρίστησιν, την ευθυμία και τη χαρά. Γι’ αυτό η Νησιώτικη Καθαρά Δευτέρα, οπωσδήποτε και αν εξελιχθούν οι καιροί, φαντάζομαι πως δεν θα υπάρξει ποτέ εποχή που θα χάσει τη γοητεία της και θα παύσει να στέλνει το χαρούμενο προσκλητήριό της προς τα πέρατα της Μεσσηνιακής γης».
Υ. Γ: Σκέψεις διατυπωμένες πριν από χρόνια αλλά θεωρώ πάντα επίκαιρες καθώς τα πάντα κινούνται με τη “δύναμη αδρανείας” της νοσταλγίας ενός παρελθόντος το οποίο “στην ακμή του” που προλάβαμε οι μεγαλύτεροι, κρατούσε τα στοιχεία της παράδοσης και καθόλου τυχαία: Μέχρι και τις δεκαετίες 1950-1960 ο “τυρής” πολεμούσε με τον “ταραμά” γιατί η νηστεία ήταν δεδομένο διατροφικό στοιχείο. Η φωτιά αποτελούσε το τελευταίο “ίχνος” γειτονιάς που διασκέδαζε από κοινού. Το καρναβάλι μαζί με το πανηγύρι αποτελούσαν δυο μεγάλα γεγονότα κοινωνικής εξόδου και διασκέδασης με ένα τεράστιο κενό στα ενδιάμεσα. Οι μπαρμπούτες εξέφραζαν το ανατρεπτικό πνεύμα του καρναβαλιού και αποτύπωναν τη λαϊκή φαντασία και ευρηματικότητα του ανεπιτήδευτου μασκαρέματος. Οι προβιές, οι μουτζούρες, το λουλάκι, οι πορτοκαλόκουπες και οι “εισβολές” στα σπίτια ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Εχοντας εκλείψει αυτά τα στοιχεία γιατί πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή τους, η συνέχεια του λαϊκού καρναβαλιού δεν μπορεί παρά να είναι η επανεφεύρεση του θεάτρου δρόμου με στοιχεία της σημερινής ζωής, ο αριστοφανικός χαρακτήρας της σάτιρας από όπου και αν εκφέρεται, η ενσάρκωση του ανατρεπτικού χαρακτήρα της γιορτής, το κοινό πανηγύρι της πόλης ως μιας μεγάλης “γειτονιάς” και άλλοι “νεωτερισμοί” που μπορεί να αδικηθούν στην αναφορά τους με μια φράση. Το ζήτημα τελικά είναι ο άνθρωπος δημιουργός και όχι θεατής, η απαλλαγή από τη δύναμη της νοσταλγίας και το βήμα μπροστά με πρωταγωνιστές τους νέους ανθρώπους, οι “τύποι” που μπορούν να ενσαρκώσουν αυθεντικά την εποχή τους και θα αφήσουν “αποτύπωμα” όπως και τόσοι άλλοι στο παρελθόν.