Καθώς η ανασκαφή στην περιοχή της πλατείας Υπαπαντής συνεχίζεται και συγκεντρώνεται πολύτιμο υλικό προκειμένου να αξιολογηθεί, είναι χρήσιμο να δούμε κάποιες πλευρές που σχετίζονται με την υπόθεση. Επειδή οι εκτιμήσει των ανθρώπων που είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό το έργο έχουν ιδιαίτερη και καθολική αξία, σημειώνουμε εισαγωγικά ότι η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευαγγελία Μηλίτση-Κεχαγιά χαρακτήρισε τα ευρήματα ως “μία κατασκευή μνημειακού χαρακτήρα εξαιρετικά καλοδουλεμένη”. Και τόνισε ότι τα ευρήματα φαίνονται πολύ σημαντικά για να κατανοήσει κανείς πού ήταν η αρχαία πόλη και το πώς ήταν οργανωμένη, ενώ ο χώρος που θα αποκαλυφθεί “θα έχει πολλά να πει στους πολίτες και τους επισκέπτες για την ταυτότητα της αρχαίας πόλης”.
Κρατάμε αυτές τις εκτιμήσεις και σημειώνουμε ότι υπό προϋποθέσεις η κατασκευή που θα αποκαλυφθεί στο πλαίσιο των δυνατοτήτων και των περιορισμών που θέτει η απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου για την ανασκαφή, μπορεί να αποτελέσει την άκρη του νήματος για να προχωρήσουν οι έρευνες στην ευρύτερη περιοχή. Σε συνδυασμό με άλλες που είναι ήδη σε εξέλιξη και άλλες που θα γίνουν ενδεχομένως κάποια στιγμή υποχρεωτικές. Αναφερόμαστε στη συστηματική ανασκαφική έρευνα στο Κάστρο που ξεκίνησε φέτος ως τριετές ερευνητικό πρόγραμμα υπό τη διεύθυνση της αναπληρώτριας καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Ιωάννας Σπηλιωτοπούλου και της κ. Μηλίτση. Αλλά και στο ενδεχόμενο υλοποίησης του σχεδίου για εκτροπή του ρέματος Καλαμίτσι στο Νέδοντα, εργασίες οι οποίες ενδεχομένως “πέσουν” πάνω σε αρχαιότητες με δεδομένη τη σημασία του για την αρχαία πόλη. Αποτελεί την “άκρη του νήματος” επειδή είναι η πρώτη χειροπιαστή απόδειξη της θέσης στην οποία βρίσκονταν οι αρχαίες Φαραί που φυσικά δεν ήταν απλώς μια κατασκευή λίγων τετραγωνικών μέτρων η οποία πρόκειται να αποκαλυφθεί στο πλαίσιο της σωστικής ανασκαφής. Αλλά μέρος ενός οικιστικού συνόλου που εκτεινόταν γύρω από το κάστρο (και μέσα σε αυτό) και στο οποίο είχαν αναπτυχθεί αλλεπάλληλες κατασκευές και δράσεις στο πέρασμα του χρόνου. Παλαιότερα από αυτή τη στήλη είχα χρησιμοποιήσει τον χαρακτηρισμό “πόλη πάνω στην πόλη” για να χαρακτηρίσω αυτή τη διαδικασία η οποία ήταν ιδιαίτερη ορατή στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση. Οταν η περιοχή δεν ήταν πλατεία αλλά τόπος στον οποίο είχαν αναπτυχθεί οι περίφημοι “πύργοι” των προυχοντικών οικογενειών της τουρκοκρατίας και “δημόσια” κτήρια (στρατώνες) που είχαν εντοπισθεί στη θέση της σημερινής εκκλησίας της Υπαπαντής στις έρευνες που είχαν κάνει φιλίστορες συμπατριώτες μας.
Η “τουρκόπολη” όπως θα την χαρακτηρίζαμε όχι από τους κατοίκους αλλά από τα οικιστικά και πολεοδομικά χαρακτηριστικά της περιόδου, ήταν μια “συμπαγής” πόλη γύρω από το κάστρο με έναν και μοναδικό δρόμο: Αυτόν που ξεκινούσε από την είσοδο του κάστρου, κατέβαινε την “Μεσσηνιακής Γερουσίας”, περνούσε από το (σημερινό) ιερό της Υπαπαντής και κατέληγε στην Μπενάκη για να φθάσει μέχρι τους Αγίους Αποστόλους. Από εκεί και πέρα η περιοχή ήταν οικοδομημένη με πύργους, βοηθητικά κτίσματα, εργαστήρια και φυσικά εκκλησίες, ορισμένες από τις οποίες υπάρχουν μέχρι και σήμερα (Αγ. Νικόλαος Φραγκόλιμνας, Αγιος Γεώργιος, Αγιος Χαράλαμπος) και κάποιες άλλες σε διαφορετική θέση από εκείνη την εποχή (Αγιος Ιωάννης, Αγιος Αθανάσιος Τζάνε). Ετσι και αλλιώς μέχρι τους Αγίους Αποστόλους έφθανε νοτιοδυτικά, μέχρι το 2ο Δημοτικό Σχολείο νοτιοανατολικά, μέχρι την “Ηλεκτρα” νότια, μέχρι τον Αγιο Ιωάννη δυτικά και τον Αγιο Χαράλαμπο ανατολικά. “Σημάδια” ορατά σε ένα βαθμό σήμερα καθώς από εκεί και πέρα τον… πρώτο λόγο είχαν ο Νέδοντας και ο Βέλιουρας που περιόριζαν την αξιοποιήσιμη έκταση κατά μήκος της χαμηλής λοφοσειράς με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, η οποία “σβήνει” στην περιοχή των Ταξιαρχών (Στρατώνων). Θα είχε ενδιαφέρον η κατά προσέγγιση “αναπαράσταση” του ανάγλυφου χωρίς κτίσματα για να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε διαχρονικά η πόλη μέχρι και τα πρώτα χρόνια μετά την τουρκοκρατία. Η προσέγγιση αυτή είναι αναγκαία ώστε να υπάρχει μια εικόνα του χώρου και του τρόπου με τον οποίο αναπτύχθηκε διαχρονικά η “πόλη πάνω στην πόλη” όπως προαναφέρθηκε. Και ποία ήταν η τύχη της όταν αποφασίστηκε από την ανερχόμενη αστική τάξη της πόλης τα μεταπελευθερωτικά χρόνια, η δημιουργία μιας καινούργιας και μεγαλοπρεπούς που θα συναγωνιζόταν την… Πάτρα και σε πλούτο και σε έκταση.
Είναι κάτι περισσότερο από προφανές ότι οι διαφορετικοί πολιτισμοί χτίστηκαν με τα υλικά των προηγούμενων. Παρείχαν δομικά “πρώτη ύλη” που χρησιμοποιούσαν οι επόμενοι κάτι που είναι ορατό μέχρι σήμερα καθώς κοντά σε αρχαιολογικούς χώρους υπήρχαν τα μεταπολεμικά χρόνια δείγματα χρήσης υλικών από αυτούς για την κατασκευή ή διακόσμηση κατοικιών. Προσπερνώντας μια ιδεοληπτική ορισμένες φορές προσέγγιση περί καταστροφής αρχαίων ναών για την κατασκευή εκκλησιών ελλείψει στοιχείων, θα πρέπει να σταθούμε στην περίοδο της Φραγκοκρατίας κατά την οποία αλλάζει ο ρόλος της πόλης και αποκτά ξεχωριστή σημασία. Με δεδομένη την εγκατάσταση των Βιλεαρδουΐνων και της δυναστείας τους στην πόλη, δεν μπορεί παρά να κατασκευάστηκαν κτίρια ανάλογης μεγαλοπρέπειας. Πάνω σε ένα τέτοιο κτήριο ο Δουκάκης βεβαιώνει ότι είδε να κατασκευάζεται η Υπαπαντή που προοριζόταν ως σύμβολο του αστικού μετασχηματισμού της πόλης. Οπως αναφέρει ο Δημήτρης Δουκάκης το 1913 “ο ναός ωκοδομήθη κατά βυζαντινόν ρυθμόν, έχων σχήμα σταυρού. Επί της τοποθεσίας αυτής “έκειντο τα ερείπια των ανακτόρων του Βιλλαρδουΐνου του Καλαμάτα, άτινα και εγώ αυτός είδον”. Οι Κορύλλος-Θεοχάρης (Πατρινοί επιστήμονες-περιηγητές) στα τέλη του 19ου αιώνα όταν επισκέφθηκαν την Καλαμάτα έγραψαν ότι “το φρούριον των Καλαμών σύγκειται εκ δύο περιβόλων, εν οις εισίν εντειχισμένοι αρχαίοι ογκόλιθοι, προερχόμενοι πιθανώς εκ των ερειπίων της αρχαίας ομηρικής πόλεως των Φαρών”.
Ο Δ. Δουκάκης συνεχίζοντας το έργο του Αθ. Πετρίδη γράφει για τα ευρήματα-πινακίδες στην περιοχή γύρω από το κάστρο: “Εν τη περιοχή της οικίας Δ. Α. Κυριακού ανεσκάφη και στηλίδιον ενεπίγραφον, κοσμούν νυν το υπέρθυρον της αυλείου θύρας της αυτής οικίας, έχον ως εξής
“Κλεονίκης ευδαι(μονία)ν πλείστοι χαίρεται” (ιδ. Παυσανίας 3,17, 7-9). Και η επιγραφή αύτη μετά των άλλων, υποδηλοί ότι ο τόπος ούτος της αναθέσεως ήτο ου μόνον ιερός, αλλά και επισημότατος και επιφανέστατος, οίν λητο το ιερόν της Νεδουσίας Αθηνάς, εν ώ έθυον πλείστοι, ούς η επιγραφή υπαινίσσεται”. Πολύ κοντά “εν τη αρκτική πλευρά της οικίας Γ. Βολανόπουλου ανευρέθη η εξής επιτύμβιος επιγραφή, ούσα δ’ εγχαραγμένη επί κοινού λίθου έχει μήκος μεν 0,40 Γαλλ. Μέτρου, πλάτος δε 0,30. Είναι δ’ αύτη “Ζητών μοι την ψήφον παροδ(ε)ίτα γνώση τον κείμενον ενθάδ’ εμέ. Κείμαι δ’ εν γαίη τη με αναθρεψαμένη. Α. Τ. Ν. Δ (1354). Η επιγραφή ταύτη προήχθη εις φως το πρώτον υπό του Αθ. Πετρίδου μετά τινων όμως αβλεπτημάτων. Και εκ της επιγραφής αυτής εξάγεται ότι το ιερόν της Νεδουσίας διεδέξατο χριστιανικός τις ναός, οίος ο Αγίου Αθανασίου, ένθα υπήρχε και χριστιανικόν νεκροταφείον”. Αλλά και το “Κορφιωτάκειο” ακριβώς δίπλα είχε τη δική του επιγραφή: “Και εν τη οικία των κληρονόμων Βασιλείου Κορφιωτάκη ευρίσκεται εντετοιχισμένη επί στήλης τινός άνωθεν της κλίμακος της οικίας η εξής επιγραφή “Αιλίου Αριστοβούλου γυνή ΞΖ Ευσεβής χαίρε”. Υπάρχει δ΄εν τω λίθω ανάγλυφον γυνακείον καλής τέχνης ύψος 11 Γαλλ. Μετρ. και πλάτος 0,44 συμπεριλαμβανομένης και της του ιματίου προεκτάσεως εν τω αναγλύφω παριστωμένη. Φαίνεται ότι ανήκει εις τον Α΄μ. Χ. Αιώνα. Η δ’ επιγραφή αύτη εδημοσιεύθη εν τω περιοδικώ “Βύρωνι” Τομ. Α΄ σελ. 350 υπό Αθ. Πετρίδου σχολάρχου”. Αφού αναφέρει ότι οι ηλικιωμένοι αφηγούνται πως υπήρχαν και σε άλλα σημεία, ιδίως σε ναούς, επιγραφές που χάθηκαν δίνει την πληροφορία ότι “ο μακαρίτης θείος μου Αλέξανδρος Γ. Κυριακός μοι διηγείτο προ ετών ότι και εν τω νυν ηρειπωμένο ναώ του Αγίου Γεωργίου (άλλοτε καθεδρικώ και καταστραφέντα υπό σεισμού εν έτει 1843). Επί της θέσεως, όπου ίσταται ο ιερεύς αναγιγνώσκων το ιερόν Ευαγγέλιον (προς της ωραίας Πύλης) υπήρχεν επιγραφή, αλλά και αύτη φαίνεται ότι κατεστράφη. Υπήρχε δε και άλλη εν τω τοίχω της Σάλβαινας επί της στενής οδού, ήτις άγει προς τα κάτω εις το κτήμα του κ. Ηλ. Α. Αλεξάκη, και αύτη όμως, πιθανώς απωλέσθη”.
Αν κάποιος “αποδελτιώσει” όσα κατά καιρούς έχουν γραφτεί θα διαπιστώσει ότι αρχαία ευρήματα διαφόρων εποχών έχουν εντοπισθεί στη Μονή Καλογραιών κοντά στον Αγιο Κωνσταντίνο, στον περίβολο νότια από αυτή, σε σημεία κοντά στη Μονή Παναγουλάκη, στο χώρο ανάμεσα στο Επισκοπείο και το Κορφιωτάκειο, πάνω στην πλατεία Υπαπαντής. Υπάρχουν μαρτυρίες για την καταστροφή δομικών υλικών σαν αυτά που αποκαλύπτονται σε σημεία δυτικά της σημερινής πλατείας όταν αυτή δεν υπήρχε, ευρήματα στην Φάριος σε εργασίες της ΔΕΥΑΚ που ενδεχομένως υποτιμήθηκαν (σε σύνδεση με την ανασκαφή που γίνεται σήμερα). Μετά από όλα αυτά νομίζω πως μπορεί να πεισθούν πολλοί πως η ανασκαφή που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι η “άκρη του νήματος”. Η οποία θα είχε ξετυλιχτεί αν δεν αδιαφορούσαν πλήρως όλες οι δημοτικές αρχές που έθεταν ως προτεραιότητα την ανάπλαση. Η οποία στοιχίζει ένα τεράστιο συγκριτικά ποσό σε σχέση με αυτό της ανασκαφής, χωρίς να προσφέρει τίποτε στις λειτουργίες της πόλης. Αναγκαίες επισημάνσεις για εκείνους που στη θέση των αρχαίων Φαρών βλέπουν… πέτρες και έτσι αξιολογούν μια ανασκαφή τεράστιας σημασίας για την ιστορική μνήμη της πόλης. Σημεία των καιρών και των “εκπτώσεων” στις αξιολογήσεις. Ωρα λοιπόν να σχεδιαστεί το “ξετύλιγμα του κουβαριού” γιατί έχει πολλά να προσφέρει στην ιστορική γνώση, στην πόλη και τους ανθρώπους της. Και αν αυτό δεν το κάνει ο δήμος, ποιός μπορεί να το κάνει;