Η “ανάγνωση” των αριθμών είναι πάντα πρόβλημα αλλά και πρόκληση, για να γίνει αντιληπτό εκείνο που μας δείχνουν στο βάθος. Η πρώτη ανάγνωση δηλώνει ότι “χάνονται” κάτοικοι, η ύπαιθρος ερημώνει όλο και περισσότερο σε αντίθεση με την πρωτεύουσα που “εισπράττει” μέρος της απώλειας. Είναι η συνέχεια της “κινητικότητας” που παρατηρήθηκε και τις προηγούμενες δεκαετίας. Και η οποία γίνεται όλο και περισσότερο “καταστροφική” για το μέλλον του τόπου.
Στην αρχή της κρίσης που γέννησαν τα μνημόνια πριν από 10+ χρόνια, ήταν πολλοί εκείνοι οι οποίοι μίλησαν για “επιστροφή στο χωριό”. Ακριβώς πριν από 8 χρόνια, λίγες ημέρες πριν τη συνταξιοδότηση, έγραφα τότε στην… πρόγονο στήλη “Καλημέρα Περιφέρεια” ένα κείμενο γι’ αυτό ακριβώς το θέμα, τα εξής: “Στην αρχή επικράτησε ένας ενθουσιασμός: Η κρίση σηματοδοτεί επιστροφή στη γεωργία και τα πλήθη των ανέργων θα αρχίσουν να καταφθάνουν στα χωριά. Ο μύθος γρήγορα κατέρρευσε και όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία της Στατιστικής, δεν υπάρχει μετρήσιμη τάση αυτής της επιστροφής. Βεβαίως υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι πήραν το δρόμο για το χωριό, αλλά αυτό δεν μεταφράζεται σε αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων. Εκείνο το οποίο φαίνεται όμως είναι πως σταθεροποιήθηκε από το 2012 ο αριθμός των απασχολουμένων στη γεωργία. Πράγμα που σημαίνει ότι έχει ανακοπεί σημαντικά ο ρυθμός εγκατάλειψης του πρωτογενούς τομέα και οι όποιες διαφορές καλύπτονται από έναν μικρό αριθμό ανθρώπων που επέστρεψε στην ενασχόληση με τη γη. Το ερωτηματικό που υπάρχει είναι αν η μικρή αυτή διαφοροποίηση σε σχέση με το παρελθόν συνιστά την αρχή μιας πορείας ή απλώς ένα παράπλευρο αποτέλεσμα της μνημονιακής πολιτικής που έχει οδηγήσει τη χώρα σε βαθύτατη οικονομική κρίση. Δεν θα μπορούσε να απαντήσει κάποιος μετά βεβαιότητας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που βλέπουν τη γεωργία ως έναν τρόπο αναπλήρωσης εισοδήματος, ειδικά αυτών που βρίσκονται κοντά στις ιδιοκτησίες τους και αυτή η δραστηριότητα είναι εφικτή χωρίς μεγάλο κόστος.
Και παλαιότερα έχουμε γράψει ότι η επιστροφή στο χωριό δεν είναι μια απλή μετακίνηση που λύνει τα ζητήματα, αντιθέτως τα περιπλέκει. Με τη μνημονιακή πολιτική ουσιαστικά έχει καταρρεύσει το "κοινωνικό κράτος", η ζωή στο χωριό δυσκολεύει όλο και περισσότερο για τον κόσμο της ανάγκης. Μια οικογένεια που θα μετακινηθεί για τέτοιους λόγους, καλείται να αντιμετωπίσει νέα προβλήματα και πολλές φορές από το μηδέν. Ουσιαστικά μέχρι σήμερα εκείνοι που επιστρέφουν είτε είναι νέοι άνθρωποι που διαθέτουν περιουσία και αποφασίζουν να ασχοληθούν με αυτή, είτε συνταξιούχοι που δυσκολεύονται στα αστικά κέντρα, διαθέτουν σπίτι στο χωριό και τη δυνατότητα να ασχοληθούν με την οικιακή οικονομία περιορίζοντας το κόστος ζωής. Η επιστροφή στο χωριό μόνο για λόγους επιβίωσης ασφαλώς και δεν συνιστά αλλαγή στην ίδια τη γεωργία. Αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο ενδεχομένως ενταθεί όσο βαθαίνει η κρίση και μεγαλώνουν τα αδιέξοδα, αλλά δεν αλλάζει τα πράγματα στη γεωργία και το χωριό γενικότερα. Από την άλλη πλευρά, η εντονότερη ενασχόληση με τη γεωργία ανθρώπων που διαθέτουν περιουσία και την αξιοποιούν ως συμπληρωματικό εισόδημα, επίσης δεν συνιστά αλλαγή στον πρωτογενή τομέα.
Η ενασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία από την αρχή απαιτεί ασφαλώς κεφάλαια και ρίσκο, καθώς η κερδοφορία ούτε εξασφαλισμένη είναι ούτε και σταθερή, καθώς πολλά πράγματα εξαρτώνται τόσο από τον καιρό και τις συνθήκες καλλιέργειας όσο και από την κατάσταση που διαμορφώνεται κάθε φορά στην αγορά. Χωρίς καμία αμφιβολία υπάρχουν περιπτώσεις επιτυχημένης ενασχόλησης με τη γεωργία, αλλά αυτό δεν αποτελεί τον κανόνα. Η υπερπροβολή τέτοιων περιπτώσεων βοηθά στην ενθάρρυνση ορισμένων νέων ανθρώπων για την ενασχόληση με καινοτόμες δράσεις στο χώρο της γεωργίας, ταυτόχρονα όμως δημιουργεί και πλασματική εικόνα αλλά και ψευδαισθήσεις σε εκείνους οι οποίοι δεν έχουν επίγνωση των πραγμάτων. Με μια γρήγορη "επισκόπηση" κάποιων προγραμμάτων που μπορεί να έχουν σχέση με τη γεωργία εύκολα μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να περιμένει κανένας πολλά από αυτά. Το ΕΣΠΑ για παράδειγμα απαιτεί ίδια συμμετοχή, το Ταμείο Αγροτικής Επιχειρηματικότητας είναι στα ζητούμενα, το κεφάλαιο "νέοι αγρότες" δεν αφορά όλους. Ως εκ τούτου η υπόθεση (επι)στροφή στη γεωργία αποτελεί κενό γράμμα εφόσον δεν υποστηρίζεται από ένα γενναία χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα ανασυγκρότησης της πρωτογενούς παραγωγής, ένα σχέδιο ενίσχυσης της οικογενειακής γεωργίας που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής (και όχι μόνο) γεωργίας και κίνητρα για την οργάνωση συνεταιρισμών σε όλα τα επίπεδα. Μόνο σε μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να υπάρξει ουσιαστική αύξηση της απασχόλησης στη γεωργία και στήριξη της κοινωνίας στην ύπαιθρο.
Στον αντίποδα μιας τέτοιας πολιτικής υπάρχει η "επιχειρηματική γεωργία". Το ενδιαφέρον τόσο των τραπεζών όσο και επενδυτών για τη γεωργία είναι κάτι παραπάνω από εμφανές σε τομείς που απαιτούν ένταση κεφαλαίου και διασφαλίζουν κέρδη μέσα από μεγάλες συμφωνίες. Το ενδιαφέρον είναι εμφανές στον τομέα των θερμοκηπιακών καλλιεργειών μεγάλης κλίμακας, αν και εκφράζονται πολλές ενστάσεις από ειδικούς για το μέλλον τέτοιων εγχειρημάτων. Ενώ είναι βέβαιο ότι θα ενταθούν το ενδιαφέρον και οι πρωτοβουλίες για παραδοσιακά προϊόντα που μπορούν να "σταδιοδρομήσουν" στις διεθνείς αγορές, όπως είναι το ελαιόλαδο και οι ελιές. Η συζήτηση είναι μόλις στην αρχή, το πρόβλημα είναι μεγάλο και πολύπλευρο, πέρα από τις διακηρύξεις και τις υποσχέσεις όλα θα κριθούν στην πράξη. Με κρίσιμο ζήτημα την ενεργοποίηση των αγροτών και των οργανώσεών τους, καθώς οι "από μηχανής θεοί" μάς έχουν τελειώσει και τίποτε δεν μπορεί πλέον να αφεθεί στην τύχη του. Γιατί τότε θα έχει τη χειρότερη”.
Μετά από 8 χρόνια μπορούμε να διαπιστώσουμε πλέον ότι ούτε η επιστροφή έγινε, ούτε μέτρα χάραξης εθνικής πολιτικής λήφθηκαν, ούτε και το επιχειρηματικό ενδιαφέρον εκδηλώθηκε. Και το αποτέλεσμα αποτυπώνεται με πολύ καθαρό τρόπο στην τελευταία απογραφή. Περισσότερο όμως από τους αριθμούς μιλάει η πραγματικότητα, που δείχνει ότι η κατάσταση στον αγροτικό χώρο χειροτερεύει διαρκώς. Υψηλό κόστος παραγωγής, καθήλωση των τιμών, ανεπάρκεια μέτρων πολιτικής στον αγροτικό τομέα, υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής, υποτυπώδεις κοινωνικές πολιτικές, διάλυση και χρεοκοπία αγροτικών συλλογικοτήτων. Το κεντρικό κράτος έχει εναποθέσει το μέλλον της αγροτικής οικονομίας στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απουσιάζει η εθνική πολιτική σε κρίσιμους τομείς, η αυτοδιοίκηση “περί άλλα τυρβάζει” περιμένοντας τα… κύματα τουριστών για την “ανάπτυξη” που δεν φαίνονται στον ορίζοντα. Οι βουλευτές κόβουν βόλτες μοιράζοντας υποσχέσεις και… μαζεύοντας ψήφους, αλλά δεν υπάρχουν πλέον ούτε εργάτες για να μαζέψουν τις ελιές. Δυστυχώς φοβάμαι ότι είμαστε μόνο στην αρχή της πλήρους αποδιοργάνωσης της αγροτικής παραγωγής. Το κόστος πλέον έχει εκτιναχθεί, ένας καλλιεργητής “συνεπής” με τις οδηγίες δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα οικονομικά, τα αδιέξοδα πολλαπλά στην ύπαιθρο. Το σκέφτεται να λιπάνει, το σκέφτεται να μετακινηθεί, το σκέφτεται να καλλιεργήσει σε ορισμένες περιπτώσεις. Στο χωριό δεν μένουν πλέον ούτε τα παιδιά των οικονομικών μεταναστών γιατί βλέπουν ότι δεν υπάρχει μέλλον, κτήματα και καλλιέργειες σταδιακά θα εγκαταλειφθούν και δεν υπάρχουν ούτε ενδιαφερόμενοι να μπουν στην παραγωγή.
Η αυτοδιοίκηση μπορεί να έχει τη μικρότερη ευθύνη, έχει όμως τη μεγαλύτερη υποχρέωση να αφυπνιστεί και να αφυπνίσει. Με πλακοστρώσεις, με έγχρωμες νύχτες, με δεκάρικους με το κιλό, με έρωτες για τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, με “ευτυχισμένες” φωτογραφίες σε κάθε ευκαιρία, με πολιτικά φληναφήματα και εξυπνακισμούς, με άφθονη “διαφήμιση” για το ενδιαφέρον και το ελάχιστης αξίας “έργο” στην επόμενη απογραφή θα καταγράψουμε ακόμη μεγαλύτερη μείωση πληθυσμού. Και ο αριθμός δεν είναι το πραγματικό πρόβλημα αλλά η ζωή των ανθρώπων. Αν οι αντιδράσεις που σημειώθηκαν για την ιστορία της ΠΟΠ Καλαμάτας αντανακλούσαν το πραγματικό ενδιαφέρον και όχι την ενασχόληση με ένα “πιασάρικο” θέμα, θα έπρεπε να έχουν γυρίσει τον τόπο ανάποδα βάζοντας το θέμα της αγροτικής οικονομίας στην κορυφή του ενδιαφέροντος στη δημοτική και περιφερειακή δραστηριότητα. Ο ακαλλιέργητος ουσιαστικά μεσσηνιακός κάμπος είναι μια ηχηρή απόδειξη της απουσίας ενδιαφέροντος από δήμους και Περιφέρεια. Η απουσία δραστήριων και αποτελεσματικών Γραφείων Αγροτικής Ανάπτυξης στους δήμους με εξειδικευμένο προσωπικό και μελέτες για τη γεωργία στην περιοχή τους, μιλάει από μόνη της για την απουσία ενδιαφέροντος. Η θεματολογία των συζητήσεων στα βουλευόμενα έργα σπανίως περιλαμβάνει προβλήματα των αγροτών. Οταν αυτά συμβαίνουν σε μια περιοχή στην οποία η αγροτική οικονομία είναι ουσιαστικά η μόνη παραγωγική δραστηριότητα, όταν σε αυτό τον τομέα απασχολείται ο μεγάλος όγκος του παραγωγικού δυναμικού, όταν οι… ψηφοφόροι είναι στη μεγάλη πλειοψηφία αγρότες, τότε μπορούμε να μιλάμε για παράδοξο. Και μάλιστα επικίνδυνο για το μέλλον του τόπου.
Ο τόπος “αναπνέει” χάρη στην αγροτική οικονομία, τα περιθώρια στενεύουν όλο και περισσότερο, οι εκλογές πλησιάζουν και οι υποψήφιοι θα πάνε στο χωριό, κάποτε θα πρέπει να ξεκινήσει μια σοβαρή συζήτηση ως αφετηρία για να αναστραφεί μια κατάσταση, η οποία παίρνει όλο και πιο δραματικά χαρακτηριστικά.