Θεωρητικό, γιατί κανέναν δεν απασχολεί αυτό το ζήτημα και όλοι προσπαθούν να… τετραγωνίσουν τον κύκλο. Αλλά και γιατί απαιτεί γενναίες χρηματοδοτήσεις σε εποχές «δημοσιονομικού βρόχου», με τα ευρωπαϊκά κονδύλια να κατευθύνονται σε «αναπλάσεις» ώστε να κυλάει το χρήμα (για τους ολίγους) και να πέφτει κανένα μεροκάματο (για τους πολλούς). Υπάρχει βεβαίως και η πλευρά του «πολιτικού κόστους», το οποίο όμως απόντων των προηγούμενων παραγόντων δεν επηρεάζει το θεωρητικό του πράγματος.
«Κλιματικά ουδέτερη» διεκδικεί και θέλει να είναι η Καλαμάτα, προς το παρόν συζητούμε για σχέδια επί χάρτου, καθώς δεν διαφαίνεται κάτι το συγκεκριμένο και όλοι δεν μπορούν παρά να εύχονται ώστε να μεταφραστεί και σε έργα επί του εδάφους. Η κλιματική ουδετερότητα δεν μπορεί παρά να ξεκινά από την… κυκλοφορία. Το «γιατί» ασφαλώς κινείται στο χώρο του αυτονόητου, αλλά η λύση του προβλήματος στη σφαίρα της… φαντασίας. Είναι ένα θέμα που συζητείται εδώ και 30 χρόνια, αλλά αντί για λύσεις η κατάσταση απλώς επιδεινώνεται. Και αυτό γιατί δεν αντιμετωπίζεται ούτε με εξαγγελίες ούτε με… μαγικά κόλπα δημάρχων, που αποδεικνύονται πομφόλυγες όταν οι «σωτήρες» της πόλης πιάσουν καρέκλα. Μοιάζει υποτιμητική η έκφραση, αλλά δεν είναι αυτή η πρόθεση. Γιατί απλούστατα αυτό αποδεικνύει η ζωή εδώ και πολλά χρόνια. Παχιά λόγια, μηδέν έργα, αναποτελεσματικά ή περιορισμένης αποτελεσματικότητας μπαλώματα. Γιατί κανένας δεν θέλει ή δεν τολμά να θίξει την καρδιά του προβλήματος. Αν δεν απομακρυνθούν λειτουργίες από το κέντρο της πόλης ώστε να μειωθεί θεαματικά η ροή αυτοκινήτων και δεν αλλάξει ριζικά το σύστημα μετακινήσεων, το πρόβλημα θα παρουσιάζει διαρκή επιδείνωση. Ούτε θέσεις πάρκινγκ μπορούν να εξασφαλιστούν, ούτε ο αριθμός των αυτοκινήτων που κινούνται (κάνοντας μάλιστα επιπλέον χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων για να πετύχουν μία θέση στάθμευσης) μπορεί να μειωθεί.
Βαθιές ανάσες και λύσεις μπορούν να δοθούν μόνο με την αποκέντρωση και τη μετακίνηση υπηρεσιών, που λειτουργούν εκ των πραγμάτων ως μαγνήτης στο κέντρο και σε βασικές αρτηρίες της πόλης επιβαρύνοντας την κυκλοφορία στο σύνολό της. Να δούμε ορισμένες κινήσεις: Όταν γινόταν συζήτηση για την κατασκευή δικαστικού μεγάρου, είχαν διατυπωθεί προτάσεις αυτό να γίνει στο παλιό στρατόπεδο σε μια προσπάθεια λειτουργικής αποκέντρωσης, καθώς το κέντρο θα ανακουφιζόταν όχι μόνο από την πολύ μεγάλη συγκριτικά κίνηση που φέρνουν τα δικαστήρια, αλλά και από εκείνην που έλκει η στεφάνη επαγγελμάτων που σχετίζεται με τη λειτουργία τους. Όταν αποφασίστηκε η ανακατασκευή του παλιού νοσοκομείου έναντι σημαντικού ποσού, που φέρνει ακόμη μεγαλύτερη κίνηση στην πολύπαθη Αθηνών, είχαν προταθεί λύσεις, όπως αυτή της δημιουργίας δημοτικού καταστήματος στην περιοχή του Ασπροχώματος κοντά στον αυτοκινητόδρομο, θέση που εκτός των άλλων θα ήταν κεντροβαρική σε σχέση με τους οικισμούς που εξυπηρετεί. Δαπανάται ένα τεράστιο ποσό για την ανακατασκευή του Διοικητηρίου, ενώ θα έπρεπε αυτό να μετακινηθεί έξω από την πόλη και σε σημείο με εύκολη προσβασιμότητα από όλη τη Μεσσηνία.
Θεωρητικά λοιπόν μία λύση για τη ριζική βελτίωση του κυκλοφοριακού στην πόλη και τη συνακόλουθη περιβαλλοντική αναβάθμιση, θα ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου «διοικητικού πάρκου» κοντά στον αυτοκινητόδρομο και τις γραμμές του τρένου, κάπου ανάμεσα στο Ασπρόχωμα και τη Μεσσήνη. Ενός «πάρκου» στο οποίο θα μπορούσαν να εγκατασταθούν ενδεχομένως και άλλες υπηρεσίες, οι οποίες θα μπορούσαν να εξυπηρετούνται ή να εξυπηρετούν από τη γειτνίαση με τον αυτοκινητόδρομο και τις γραμμές του τρένου. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι προφανές ότι θα ενισχύονταν οι δραστηριότητες σε όλη την οικιστική περιοχή που θα βρισκόταν στη «σφαίρα επιρροής» αυτού του κέντρου, καθώς θα ήταν πολύ πιο γρήγορη η πρόσβαση και η εξυπηρέτηση των κατοίκων και αυτών που θα ασκούσαν επαγγελματική δραστηριότητα και θα έπρεπε να συναλλαγούν με τις υπηρεσίες. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα προκαλούσε συνολικά μία χωροταξική αναδιάρθρωση που θα έφερνε μία ισορροπία με τον εντεινόμενο «υδροκεφαλισμό» της πρωτεύουσας. Και θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα λειτουργίας ισχυρού προαστιακού δικτύου σιδηροδρόμου περιορίζοντας δραστικά τις μετακινήσεις με αυτοκίνητα (και το βαρύ περιβαλλοντικό αποτύπωμα). Ενώ ταυτοχρόνως θα εξυπηρετούσε έναν σημαντικό αριθμό οικισμών, που έχουν αναπτυχθεί κατά μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου εξασφαλίζοντας τη μετακίνηση.
Η δυνατότητα γρήγορης και ευχερούς πρόσβασης σε αυτές τις υπηρεσίες από τη μια πλευρά θα ανακούφιζε αποτελεσματικά την Καλαμάτα από το βάρος του κυκλοφοριακού, που συνεπάγεται η λειτουργία των υπηρεσιών στο κέντρο της, ενώ θα έβαζε τη βάση για την αναδιάρθρωση του τρόπου μετακίνησης και στο εσωτερικό της. Με τη λειτουργία του τραμ σε συναρμογή με τον προαστιακό, που θα ανακούφιζε και την κίνηση στην παραλιακή περιοχή. Στην οποία οι δυνατότητες στάθμευσης περιορίζονται σε ελάχιστους μικρούς χώρους και τους… δρόμους που πήζουν από αυτοκίνητα, πολλές φορές καβαλημένα στα πεζοδρόμια. Πρόκειται για μία περιοχή, στην οποία δεν προβλέπεται υποδομή στάθμευσης και ο μόνος κοινόχρηστος χώρος που διαθέτει είναι το… δημοτικό στάδιο. Και η μόνη δυνατότητα που θα υπήρχε πρακτικά θα ήταν η μετακίνησή του σε άλλη περιοχή εκτός της πόλης και κοντά στον αυτοκινητόδρομο, με σκοπό ο χώρος να χρησιμοποιηθεί ως χώρος στάθμευσης, με όποιον τρόπο κατασκευαστικά και κοινωνικά θα μπορούσε να κριθεί πρόσφορος. Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί τι θα μπορούσε να σημαίνει για την πόλη η πρόσβαση και η κυκλοφορία σε αυτή με μέσα σταθερής τροχιάς, γεγονός που θα έδινε τη δυνατότητα εκτεταμένων επεμβάσεων στο κέντρο και την παραλιακή ζώνη, που θα έδιναν ζωτικό χώρο στον πεζό και τις ανάγκες του.
Εννοείται ότι όλα αυτά δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από «γυμνάσματα», που δίνουν μια εικόνα για το τι θα μπορούσε να «χτίζεται» όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, αλλά και τι θα μπορούσε να γίνει κάποια στιγμή στο μέλλον. Όχι «αναίμακτα» βεβαίως, γιατί κάθε χωροταξική αλλαγή κάποιους ωφελεί και κάποιους ζημιώνει. Κατά κανόνα το «πολιτικό κόστος» φέρουν ως φορτίο οι θιγόμενοι, όπως έχει αποδείξει η ιστορία. Και δεν κάνουν πίσω από τη χρησιμοποίηση όλων των μέσων, για να αποτρέψουν ριζικές αλλαγές. Αλλά περί αυτού δεν έχει νόημα η συζήτηση από τη στιγμή που δεν υπάρχουν τέτοιες σκέψεις. Οι μόνες που υπάρχουν βασίζονται στη «ρεαλιστική» λογική αποδοχής μίας πραγματικότητας, η οποία δεν πρόκειται να αλλάξει όσες περιβαλλοντικές κορώνες και αν εκφέρονται επισήμως και ανεπισήμως. Η πόλη έχει γίνει πλέον συμπαγής και το «κέντρο» δεν είναι τίποτε περισσότερο από μέρος ενός «ευρύτερου κέντρου» σε μεγάλη… τοπογραφική απόσταση. Όσο απλώνει τόσο θα ζορίζονται το κέντρο και η κυκλοφορία, όσο περισσότερο έλκει επισκέπτες τόσο περισσότερο θα ζορίζονται το κέντρο και η κυκλοφορία. Η τάση είναι ορατή: Και απλώνεται η πόλη και όλο και περισσότερους επισκέπτες έλκει και γίνεται ακόμη πιο συμπαγής όσο αλληλεπιδρούν αυτοί οι παράγοντες. Όσες λύσεις και αν αναζητηθούν, δεν πρόκειται να τελεσφορήσουν αν δεν ανατρέπουν ριζικά τη σημερινή πραγματικότητα, η οποία γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολη. Και να ζητήσεις από τους υποψηφίους ενόψει των εκλογών να σου απαντήσουν δεν έχει νόημα. Θα τάξουν κάτι το οποίο δεν μπορούν να κάνουν, γιατί δεν μπορεί να γίνει αν «δεν σπάσεις αυγά» με αυτό που υπάρχει. Γυμνάσματα του μέλλοντος…