Μια πόλη αναπτύσσεται γύρω από τον δημόσιο χώρο που διασφαλίζεται με βάση έναν ορισμένο σχεδιασμό, εφόσον υλοποιείται αυτός ο σχεδιασμός. Η προϋπόθεση έχει να κάνει με τις οικονομικές δυνατότητες, τις αντιδράσεις, τις σχέσεις ιδιοκτητών και τοπικής εξουσίας, το νομοθετικό πλαίσιο και άλλες παραμέτρους κατά περίπτωση. Από τα τέλη ήδη του 19ου αιώνα, στην πόλη είχε αρχίσει η συζήτηση για ένα σχέδιο που θα ενοποιούσε την παλιά πόλη με την Παραλία. Την εκπόνηση ανέλαβε ο νομομηχανικός Μοσχίδης και το 1903 έχουμε τις πρώτες πληροφορίες για το σχεδιασμό. Σύμφωνα με αυτές η “νέα πόλη”, δηλαδή το τμήμα από το ύψος της σημερινής κεντρικής πλατείας μέχρι και την Παραλία, θα διέθετε 10 πλατείες με διαφορετική έκταση η κάθε μια που κυμαίνονταν από 10 έως και 80 στρέμματα. Ο Μοσχίδης μάλιστα, γνωρίζοντας τις αντιδράσεις που θα προκληθούν, δήλωνε ότι οι ιδιοκτήτες των οποίων τα χωράφια (για τέτοιες εκτάσεις συζητούμε) καταλαμβάνονταν για να δημιουργηθούν πλατείες, θα είχαν το υπόλοιπο της ιδιοκτησίας τους σε σχέση με την πλατεία σε τέτοια θέση, ώστε από τη μελλοντική αξιοποίηση να αποζημιώνονται για τη “θυσία”.
Τελικά το σχέδιο με τροποποιήσεις εγκρίθηκε το 1905, αλλά με αλλεπάλληλες παρεμβάσεις στη συνέχεια δεν έμεινε παρά μόνον η κεντρική πλατεία. Η οποία μάλιστα κινδύνευσε να μην γίνει, καθώς υπήρχε πολύχρονη δικαστική διαμάχη με ιδιοκτήτες - οι οποίοι σε μια φάση, το 1924, όταν κέρδισαν το δικαστήριο για την ιδιοκτησία, περιέφραξαν με... φραγκοσυκιές την έκταση που κατείχαν μέσα στη σημερινή πλατεία. Και μόνο μετά από 6 χρόνια και μετά από συνεχείς διαμάχες (και εντός του δημοτικού συμβουλίου) έγινε η απαλλοτρίωση και σχηματίσθηκε ο χώρος που καταλαμβάνει η σημερινή πλατεία.
Δεν είναι “μυστικό” το γεγονός ότι οι πόλεις αναπτύσσονται δίπλα από μεγάλους δρόμους, είτε ως οικιστικά σύνολα είτε ως περιοχές μέσα στο σχέδιο πόλης. Και η λογική του σχεδίου πόλης δεν ήταν μόνον η “κίνηση” της πόλης προς την Παραλία, αλλά και η αναβάθμιση αυτής που υπήρχε. Ετσι υπήρχαν προβλέψεις για κατεδαφίσεις κτηρίων και παραπηγμάτων ώστε να δημιουργηθούν δρόμοι και πλατεία γύρω από τους Αγίους Αποστόλους και να ενοποιηθούν η Πάνω (Παπλωματάδικα) με την Κάτω (23ης Μαρτίου) πλατεία. Αλλά και για να διανοιγούν δρόμοι που θα ένωναν διάφορες περιοχές.
Η παλιά πόλη όμως είχε ανάγκη από “ζωτικό χώρο” δίπλα από αυτή. Μια περιοχή στην οποία θα συγκεντρώνονταν διάφορες δραστηριότητες και θα υπήρχε περιθώριο οικιστικής επέκτασης. Το σχέδιο είχε πρόβλεψη για διάνοιξη της Σταδίου (Κρεσφόντου τότε) μέχρι την Πλατεία Ασκήσεων (παλιό στρατόπεδο). Ουσιαστικά διατηρούσε μια ισορροπία στην ανάπτυξη της πόλης με την ένταξη στο σχέδιο μιας μεγάλης περιοχής στα ανατολικά της και σε επαφή με την παλιά πόλη. Στην αρχή ιδιοκτήτες κτημάτων μόνοι τους το 1911 παρουσιάστηκαν στο δήμαρχο Π. Μπενάκη και του ζήτησαν να προχωρήσει στη διάνοιξη, προσφέροντας χωρίς αποζημίωση την εδαφική ζώνη ιδιοκτησίας τους. Αλλά διάνοιξη δεν έγινε, παρά μόνο μετά από συνεχείς πιέσεις - και ημιτελώς. Ετσι το 1929 στον απολογισμό του Δημάρχου Β. Κροντήρη πληροφορούμαστε ότι μεταξύ των άλλων διανοίχθηκε «η οδός Κρεσφόντου διά της ρυμοτομίας των οικιών από γραφείον “Θάρρους” μέχρις οδού Φαρών και εκείθεν τμήμα προς οδό Ακρίτα (Παλαιολόγου σήμερα)».
Παρ' όλα αυτά η ενοποίηση με την 23ης Μαρτίου δεν έγινε παρά μόνο τη δεκαετία του 1990, επί δημαρχίας Παν. Κουμάντου. Οταν πλέον η πόλη είχε... φθάσει Παραλία. Τη σημασία της δίνει μια επιστολή το 1938: «Επί της λεωφόρου ταύτης ασφαλώς θα εγίνοντο τα Δικαστήρια, το Δημαρχείον, τα σχολεία, το Στάδιον, το κέντρο παιδικής χαράς και η Καλαμάτα θα είχεν να επιδείξει μίαν των ωραιοτέρων λεωφόρων επαρχιακής πόλεως και δεν θα περιορίζετο εις το μονοπώλιον της οδού Αριστομένους».
Μαρτυρίες δεν έχουμε, αλλά και από τα συμφραζόμενα του επιστολογράφου και άλλα δημοσιεύματα γίνεται φανερό ότι η Σταδίου έπεσε θύμα αντίθετων συμφερόντων ιδιοκτητών οικοπέδων και χωραφιών στην πόλη. Δεν ήταν φυσικά και η μοναδική περίπτωση στην οποία εκδηλώθηκαν αντίθετα συμφέροντα για σοβαρά ζητήματα. Το 1933 για παράδειγμα, η πόλη χωρίστηκε στα δύο με αφορμή τον τόπο που θα κατασκευάζονταν τα δικαστήρια. Με συλλαλητήρια και επιτροπές “επωνύμων”, και με ομολογούμενο επιχείρημα τα συμφέροντα ιδιοκτητών και εμπόρων. Τότε είχε παρθεί απόφαση να κατασκευαστούν δικαστήρια στην περιοχή κοντά στο μηχανοστάσιο του τρένου (εκεί που έγιναν μετά από... 55 και βάλε χρόνια) αλλά ξεσηκώθηκαν στην παλιά πόλη ζητώντας να γίνουν στη Φραγκόλιμνα ή κοντά στην Υπαπαντή, γιατί διαφορετικά θα καταστραφεί η αγορά της πόλης. Νωρίτερα, το 1928, είχαν ξεσηκωθεί κάτοικοι και ιδιοκτήτες της περιοχής στο Νησάκι, καθώς το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε με συντριπτική πλειοψηφία να ορίσει την περιοχή ως “βιομηχανικό τομέα”. Ηδη είχαν κατασκευαστεί στην ευρύτερη περιοχή μια σειρά από επιχειρήσεις, όπως η εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων, οι μύλοι, η σαπωνοποιΐα-ελαιουργία Στρούμπου-Λιναρδάκη, και η γειτονία με το λιμάνι και τον σιδηροδρομικό σταθμό αποτελούσε πλεονέκτημα για εμπόρους και βιομηχάνους. Η πόλη και ο πολιτικός κόσμος χωρίστηκαν στα δύο, και οι ιδιοκτήτες στο Νησάκι τώρα πρόσφεραν οικόπεδα για τους... πρόσφυγες που δεν ήθελαν πριν από ένα χρόνο. Το ίδιο είχε συμβεί αυτή την περίοδο και με την υπόθεση του οικοπέδου της Εμπορικής Σχολής, που... πηγαινοερχόταν στις διάφορες περιοχές μέχρι να καταλήξει στη θέση που οι παλαιότεροι θυμούνται γήπεδο και οι νεότεροι γνωρίζουν ως 24ο Δημοτικό Σχολείο. Τελικά έμειναν οι αντιθέσεις: Ούτε Δικαστήρια έγιναν, ούτε βιομηχανική περιοχή, ούτε κτήριο της Εμπορικής Σχολής.
Αλλά οι μεγάλες αντιθέσεις με αφορμή το δημόσιο χώρο δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του 1930 ανάμεσα στην Παραλία και τη διοίκηση της πόλης. Κατηγορώντας τη δημοτική αρχή για εγκατάλειψη της περιοχής, οι Παραλιώτες ξεσηκώθηκαν διεκδικώντας να γίνουν χωριστή κοινότητα για να διαχειρίζονται τις υποθέσεις που τους αφορούσαν. Ολα σχεδόν τα ζητήματα που έθεταν είχαν ως επίκεντρο τον δημόσιο χώρο και μεταξύ των άλλων το θέμα της πλατείας. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε πλατεία στο χώρο όπου κατασκευάστηκε το Τελωνείο, και έτσι η περιοχή έμεινε χωρίς “κέντρο” - κάτι το οποίο της στερούσε τη δυνατότητα ανάπτυξης αγοράς και τη μετέτρεπε σε επίνειο, εξαρτώμενο από την πόλη. Ο Γιώργος Κορφιωτάκης, εκ των πρωταγωνιστών σε όλες τις κινήσεις σχετικά με την Παραλία, έγραφε τότε: «Οι άρχοντες αναγνώρισαν την ανάγκην και εψήφισαν κατά το έτος 1917 τον σχηματισμόν πλατείας εις το τέρμα της οδού Φαρών, με εκατέρωθεν των πλευρών αυτής δύο τετράγωνα τα οποία ενούμενα με την έμπροσθέν των προκυμαίαν συμποσούνται εις τετράγωνον εκ 11.140 τετραγωνικών μέτρων, εντός του οποίου δύναται να σχηματισθή εξαίρετον ωραίον πάρκον, το οποίον ως κείμενον εις το μέτωπον του λιμένος και τη πόλεως Παραλίας θα γίνει στολισμός ου μόνον της Παραλίας, αλλά και της Καλαμάτας, αφ' ου δεχθώμεν ότι αι Καλάμαι άνευ της Παραλίας είναι απλούν χωρίον αντλούσα παρ' αυτής την μείζονα αξίαν της».
Ο Κορφιωτάκης από το 1917 έθετε το ζήτημα της πλατείας αλλά και της διαμόρφωσης πεζοδρομίων στη Ναυαρίνου και τους άλλους δρόμους της Παραλίας, όπως προέβλεπε το σχέδιο: «Είχεν εκδοθεί παρά του τότε Νομάρχου κ. Κονδάκη εις τας 4 Ιουνίου 1902 εγκύκλιος διακανονίζουσα το πλάτος των πεζοδρομίων της Παραλίας της προκυμαιακής λεωφόρου, νυν Ναυαρίνου εις 10 μέτρα, ως και των καθέτων επί ταύτης οδών μέχρι 10 μέτρων, των μεν εξ 20 μέτρων (ως η Φαρών) εις 5 μέτρα, των δε εκ 12 μέτρων (ως η Κανάρη) εις 2,5 μέτρα. Και των εκ 10 μέτρων εις 2 μέτρα». Ούτε πλατεία έγινε, ούτε τα πεζοδρόμια και οι δρόμοι διαμορφώθηκαν με βάση τα όσα είχαν θεσμοθετηθεί. Και πολλά από τα σημερινά προβλήματα της Παραλίας ξεκινούν από αυτά.
Μια σύντομη αναδρομή σε διάφορα σημεία και διάφορες εποχές για την πόλη δεν έχει μόνον ιστορικό ενδιαφέρον: Αποτυπώνει τη σημασία που έχει ο σχεδιασμός για την ανάπτυξη, η ιεράρχηση των στόχων μέσα από αυτόν, καθώς και η ανάγκη η εκάστοτε δημοτική αρχή να ενεργεί σε σχέση με τον δημόσιο χώρο με βάση των συμφέρον της πόλης, κόντρα, πάνω και πέρα από επιδιώξεις “ομάδων πίεσης” κατά την... επιεική έκφραση.
[Οι πληροφορίες προέρχονται από δημοσιεύματα στις εφημερίδες "Θάρρος” και “Σημαία” – Η αεροφωτογραφία της Καλαμάτας του 1960 από το λεύκωμα των ΓΑΚ Μεσσηνίας]