Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1890 περιόδευσαν στη Μεσσηνία οι Κορύλλος και Θεοχάρης που περιέγραψαν αυτά τα οποία είχαν δει, στο βιβλίο "Πεζοπορία από Πατρών εις Καλάμας".
Αναφερόμενοι στη Μεσσήνη γράφουν ότι "αι οικίαι, πλην ολίγων εξαιρέσεων, είναι χθαμαλαί και ακανονίστως ωκοδομημέναι, οι δε οδοί, τα πλείστα και σκολιαί". Αυτή η μορφή των δρόμων διατηρήθηκε για δεκαετείς ολόκληρες, μέχρι να αρχίζουν οι… τετραγωνισμοί των σχεδίων. Η πόλη έχει χτιστεί πάνω σε χαμηλούς λόφους και με τις βροχές τα νερά κυλούσαν προς τον Πάμισο κυρίως, και δευτερευόντως σε χειμάρους όπως ο Ρυάκας βορείως της πόλης, που οδηγούσε στο ποτάμι ή άλλους που έπεφταν σε βάλτους νοτίως. Τα νερά της βροχής σχημάτιζαν ρέματα, σχεδόν ποτάμια σε ορισμένες περιπτώσεις, που χώριζαν την πόλη σε τομείς οι οποίοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους ακόμη και με γεφύρια. Ενα τέτοιο μεγάλο ρέμα ξεκινούσε από την Κρεμάλα, περνούσε νοτίως του Αγ. Ιωάννη και χυνόταν στο βάλτο, όπως αναφέρει ο Θοδ. Τσερπές.
Η λαϊκή πολεοδομία παίρνοντας υπόψη τη γεωμορφολογία της περιοχής άφηνε ελεύθερο το χώρο στον οποίο κυλούσαν νερά - και έτσι δημιουργήθηκε το αρχικό δίκτυο κοινόχρηστων χώρων. Ετσι εξηγείται και το γεγονός ότι οι δρόμοι ήταν ακανόνιστοι, αλλά και η δημιουργία του τεράστιου χώρου της πλατείας και του πάρκου, που πλημμύριζε το χειμώνα και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να οικοδομηθεί.
Λίγα χρόνια αργότερα κατασκευάστηκαν οι πρώτοι αγωγοί όμβριων και έκλεισαν τα ρέματα - όπως αυτό που κατέβαινε από την Κρεμάλα και δημιουργήθηκε ουσιαστικά η Κολοκοτρώνη, και το άλλο που ερχόταν από το υδραγωγείο και κατέληγε στην περιοχή της πλατείας. Πρόκειται για πετρόχτιστους αγωγούς και είναι γνωστοί δύο από αυτούς: Ο ένας κατέβαινε από την Ελευθερίας, έστριβε στην Οθωνος και περνούσε κάτω από κτήρια νοτίως της Αγοράς. Ο άλλος ξεκινούσε ανατολικά του μετέπειτα κτηρίου της Εθνικής Τράπεζας και ακολουθώντας την Τσούση έβγαινε προς το βάλτο.
Ευθείς δρόμοι κατασκευάστηκαν με οδηγό το πρώτο σχέδιο του 1875, περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Και από τότε εμφανίστηκαν καινούργια προβλήματα, καθώς πλέον άρχισε η οικοδόμηση και των φυσικών απορροών. Οι έχοντες μια ορισμένη ηλικία θυμούνται ότι κατά κανόνα τη νύφη την πλήρωναν οι οικοδομημένες περιοχές προς τον Πάμισο, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 που κατασκευάστηκαν νέοι αγωγοί όμβριων. Προσωπικά θυμάμαι τη Ζαΐμη και τη Μητροπολίτου Χρυστοστόμου να γίνονται ρέμα καθώς εκείνη την εποχή η βροχή… ξεχνούσε να σταματήσει.
Μικρές ιστορίες και μνήμες που συμπληρώνονται φυσικά με το ξεχείλισμα του Παμίσου (κάποιες φορές έφτανε μέχρι το παγοποιείο), του οποίου η φυσική ροή είχε τιθασευτεί σταδιακά με ανάμεσα στα προχώματα τα οποία άλλοτε έσπαγαν και άλλοτε υπερχείλιζαν - καθώς το ποτάμι τροφοδοτείται από δεκάδες μικρά και μεγάλα ρέματα.
Αν κάτι μένει από αυτές τις ιστορίες είναι ένα γενικότερο συμπέρασμα, ότι δηλαδή από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να τα προσπαθεί να φέρει στα μέτρα του τη φύση, πλήρωνε και θα πληρώνει την οργή της αν δεν δημιουργεί παράλληλα και αποτελεσματικές υποδομές.
Ηλίας Μπιτσάνης
Υ. Γ. Η φωτογραφία είναι από πλημμύρα στην είσοδο της Μεσσήνης μετά από υπερχείλιση του Παμίσου το 1990