Βεβαίως από την «παράδοση» κρατάμε… ό, τι μας συμφέρει γιατί η αυτή περιλάμβανε ένα σύνολο κανόνων κατανάλωσης τροφίμων το οποίο ήταν προσαρμοσμένο στις θρησκευτικές επιταγές και αυτές στα δεδομένα της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Η κατανάλωση κρέατος ήταν περιορισμένη και ιδιαίτερα την περίοδο αυτή εστιαζόταν στο οικόσιτο χοιρινό που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της οικογένειας για πολλούς μήνες καθώς εφαρμοζόταν μια διαδικασία συντήρησης. Ετσι και αλλιώς παστό ή λουκάνικο θα έβγαινε πάλι από το κιούπι μετά από 50 και βάλε ημέρες και θα καταναλωνόταν σε διάρκεια μηνών. Η κατανάλωση βακαλάου (ή νωπών ψαριών) ήταν προσαρμοσμένη στους κανόνες της νηστείας (δυό φορές την περίοδο της σαρακοστής, επιτρεπόταν του Ευαγγελισμού και των Βαΐων). Περιορισμένη την περίοδο ήταν και η κατανάλωση θαλασσινών (κατά βάση Καθαρά Δευτέρα, Μεγάλη Παρασκευή) περισσότερο για λόγους κόστους. Η «μετάβαση» στη νηστεία γινόταν σταδιακά (κρέας πρώτη και δεύτερη εβδομάδα, γαλακτοκομικά, αυγά και ψάρια την Τρίτη, είσοδος με θαλασσινά στη σαρακοστή, σαράντα ημέρες με χόρτα, όσπρια και περιορισμούς στο λάδι, έξοδος πάλι με θαλασσινά για… προετοιμασία). Σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία καταναλώνει χωρίς περιορισμούς με την προϋπόθεση… να έχει βεβαίως την οικονομική δυνατότητα.
Από την άλλη πλευρά οι αποκριές (από + κρέας) αποτελούσαν μια ευετηριακή γιορτή με ανατρεπτικό χαρακτήρα και φυσικά δεν είχαν διαφορά με τα… καρναβάλια (carne + vale). Η διαφορά έγκειται στη διαφορετική σηματοδοσία των… συνηθειών μασκαρέματος καθώς ταυτίζονταν οι μεν αποκριές τη λαϊκή παράδοση τα δε καρναβάλια με την εισαγωγή από την… Εσπερία. Μέχρι που… έγιναν ένα, καθώς το «αστικό καρναβάλι» και ο μιμητισμός οδήγησαν σε αλλοίωση του «αγροτικού καρναβαλιού» και ενσωμάτωση στη «θερμότερη» εκδοχή του… λάτιν καρναβαλιού. Ετσι σπανίως τα έθιμα άντεξαν στην πίεση (Νέδουσα), ορισμένα διατηρούν τη συνέχεια και ελάχιστα στοιχεία από τα παραδοσιακά (Νησί) και κάποια άλλα είναι απλώς ένας οργανωμένος γιορταστικός χαβαλές (Καλαμάτα). Και επειδή υπάρχει μια δεδομένη ροπή στο «χαβαλέ» αυτές τις ημέρες, το αυθόρμητο εντάχθηκε στο «σύστημα» και στήθηκε στην ουρά για την παρέλαση. Στην υπηρεσία του… τουρισμού ο οποίος κλίνεται σε όλες τις πτώσεις ως «σωτήρας» της τοπικής οικονομίας, καθώς οι «πολιτικοί σωτήρες» έχουν ουσιαστικά ξεγράψει κάθε άλλη οικονομική δραστηριότητα.
Και πολλές φορές στο παρελθόν έχω τονίσει πως «ό, τι δεν βιώνεται, δεν αναβιώνεται». Και ως εκ τούτου η «επιστροφή στο παρελθόν» αποτελεί καρικατούρα παράδοσης καθώς πέραν των άλλων δεν έχει να πει τίποτα στις νεότερες γενιές. Και η «δημιουργική προσαρμογή» της παράδοσης αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα το οποίο δεν αναλαμβάνει κανένας να υλοποιήσει. Αλλοτε από φόβο, άλλοτε από άγνοια και άλλοτε από συνήθεια. Γιορταστικό το σημερινό θέμα και βρίσκω την ευκαιρία να «μαζέψω» τα όσα προαναφέρθηκαν στην περιγραφή ενός εθίμου το οποίο κάποιες οικογένειες διατηρούσαν μέχρι πρόσφατα. Αυτό φυσικά δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι τόσο διαφορετική η σημερινή κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα, που η μοναδική του αξία έγκειται στη γνωριμία με το παρελθόν για εκείνους που δεν το έζησαν ή δεν το άκουσαν από κάποιους μεγαλύτερους. Στην εφημερίδα "Λαϊκή" της Καλαμάτας και στο φύλλο της 11/2/1895 υπάρχει μια αυθεντική περιγραφή των εθίμων σε λαϊκή γλώσσα. Εθιμο διαδεδομένο και στην Αρκαδία, από όπου το έφεραν κατά πάσα πιθανότητα οι χιλιάδες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στη Μεσσηνία μετά την απελευθέρωση:
"Εδώ και δυο χρόνια τώρα κάθε βράδυ της τυρινής Κυριακής συνειθίσαμε και κάνουμε σ' το σπήτι μας ένα είδος έθιμο, το οποίον εδώ έξω σ' τα περίχωρα της Μεσσηνίας πολύ συνειθίζεται.
Το πρώτο κείνο το βράδυ της Κυριακής, ο πατέρας μου γελαστός και χαρούμενος ήρθε σπήτι. Μας είπε την καλησπέρα. Στο μαγειριό σπουδάζανε να ετοιμάσουν το μακαρόνι. Αφ’ ου ξαναπαύτηκε, μας λέει, πάντα με το γέλιο: «Απόψε θ' αξιώσουμε παιδιά το τραπέζι”. Η μητέρα μου με την ευφυΐα της πατρίδος της τ' απανταίνει “μ' άξιο και προκομένο δεν είναι;” και με τούτο ήθελε να δείξει τον πατέρα μου τάχα, που φέρνει τ' ό, τι γι' αυτό χρειάζεται. Οχι – Αποκρίνεται ο πατέρας μου “τώρα θα κάνωμε ένα συνήθειο, που είχαμε και ξακολουθούσαμε κάθε χρόνο σ' το χωριό όταν ήμουνα κει μικρό παιδάκι. Αρχίνησε λοιπόν να μας παρασταίνει τι θα γινώτανε άμα καθόμαστε σ' το τραπέζι για να φάμε. Και να τι μας είπε. “Κάθε τυρινό κυριακόβραδο, ολ' οι συγγενήδες αδερφοξαδέρφια, όσοι είναι μονιασμένοι και κάνουνε τις αποκριές μαζύ, μαζεύουνται σ’ του γεροντότερου συγγενή το σπήτι, όποιος ζη σ’ τους στενότερους. Ο σπητονοικοκύρης ατός τους μοιράζει τα μακαρόνια, π' αχνίζουνε ακόμη από το κάψιμο με προβατινό βούτυρο καλοφτιασμέναμ σ’ του καθενού το πινάκι, ύστερα παίρνει ο καθέκαστος μια περουνιά και πίνει κι' από τη φλάσκα ή το κανάτι και μια χαψιά γλυκόπιοτο άσπρο κρασί στην υγειά ολουνώνε. Τότε λοιπόν ο νοικοκύρης (ερωτά όλους) φάγατε; - φάγαμε λένε 'κείνοι. Ηπιατε, ήπιαμε λένε. - Χορτάσατε, χορτάσαμε. - “Πάντα χορτάται νάσαστε” ξαναπανταίνει ο σπητονοικοκύρης, και δυνατά ξαναλέει, άξιος, άξιος, άξιος, τότε ολ΄οι καθούμενοι συβοηθάνε με τα χέρια τους και αντισηκώνουν το σοφρά σιγά σιγά λέγοντας τρεις φορές άξιος, άξιος, άξιος, και του χρόνου. Τούτο το ξανακάνουν και το ξαναλένε τρεις φορές τ' όλον. Και μ' όρεξι ρίχνουνται τότε σ' το φαγοπότι και σ' το τραγούδι και γλεντούνε το τελευταίο της χρονιάς αποκηράτικο γλέντι.
Κείνο το βράδυ το κάναμε και μεις, θα πης λίγο διαφορετικό γιατί τώρα καθένας κι' έχει το ποτήρι του και το σοφρά του χωριού τον έδιωξε το ψηλό τραπέζι.
Από τότε μεις κάθε χρόνο το κάνουμε, κι' ο πατέρας με συγκίνηση και χαρά σιωπηλή θυμάται του χωριού του τ' αρρενωπά έθιμα, που λογάριαζαν της σαρακοστής τη νηστεία.
Τ' αυγά
Σ' των βουνών τα χωριά, δω γύρω σ'την Καλαμάτα, το ίδιο βράδυ της τυρινής, κάθε άτομο σπητικό κοντά σ' τη γωνιά βάνει ένα αυγό σ' τη σειρά και ψήνεται. Πρόληψη κι' από παράδοση λένε οτ' είναι, πως όποιου τ' αυγό ιδρώση, ψηθή και δεν σκάση, αυτός πάντοτε θα χαίρεται και γεροσύνη θε νάχει. Μα όποιου πάλι σπάση, τούτο 'ναι για κακό του και καμιά φορά του φέρνει και σάβανο. Λίγο και λίγο το πάψανε το έθιμο τούτο και μόνο οι γέροι το θέλουνε γιατί έχουν δώσει πολύ μπιστοσύνη έως τώρα στο τυρινό αυγό.
Το μακαρόνι
Κάθε νέος και νειά, π' αρχίζει του κόσμου τη γλύκα σ' την παντρειά να βρίσκη, κρύφτει το τυρινό βράδυ το μακαρόνι χωρίς μάτι να το 'δη, απ' την πρώτη πηρουνιά αφίνει ένα στην ποδιά του να πέση μακαρόνι και ξακολουθάει το φαγί του. Αμα το φαγί τελειώση, φυλάει το μακαρόνι χωρίς μάτι να το πάρη κι' άμα το τραγούδι σωπάση και ο ύπνος όλους τους πιάση τρέχει καθένας στο προσκεφάλι του από κάτω της πρώτης περουνιάς το μακαρόνι να βάλη. Παράδοση έχει ο λαός πως στ' όνειρό του 'κεινη τη νύχτα ο νειός τη νειά που θα πάρει θα διή με όποιο τρόπο. Αλλοι πάλι, λένε πως τον ποιόν πρώτονε νειό θ' απαντήσεις κείνον και ταίρι σου θα κάμης. Πιστεύουνε πολλοί σ' αυτό, και πολλοί τώχουν για βέβαιο. Εγώ όμως τέτοιο πράμα σ' τη ζήση μου δεν είδα και δεν είμαι σε θέσι να σας πως με βεβαιότητα γι' αλήθεια είναι ή όχι».
Αυτά για φέτος και καλά να περάσετε τις γιορταστικές ημέρες, μασκαρεμένοι και αμασκάρευτοι, καρναβαλιστές και θεατές των όσων εκτυλίσσονται αυτό τον καιρό…