Από την ίδια εργασία αντιγράφουμε: «Στο μοναστήρι τα ορφανά και απροστάτευτα κορίτσια διδάσκονταν τα ελληνικά γράμματα και τη μεταξοϋφαντική τέχνη. Δεν τους έκαναν προσηλυτισμό για μοναχικό βίο. Από τα ειδικευμένα κορίτσια στη μεταξοϋφαντική τέχνη δεν αναπτύχθηκε η μεταξοβιομηχανία μόνο στην Καλαμάτα, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Αθήνα. Το πρώτο εργοστάσιο μετάξης στην Αθήνα ήταν του Καλαματιανού Ναθαναήλ και οι εργάτριές του είχαν διδαχθεί την τέχνη στη Μονή. Το 1853 η κυβέρνηση ζήτησε από τον τότε Μητροπολίτη Μεσσηνίας να σταλούν δύο καλόγριες στη Μονή της Τήνου, για να εκπαιδεύσουν τις εκεί καλόγριες στη μεταξοϋφαντική τέχνη. Σε πολλές πόλεις της Ελλάδας πήγαιναν οι καλόγριες, για να διδάξουν την τέχνη σε Οικοκυρικές σχολές (π.χ. Ληξούρι, Εδεσσα)». Αυτό το απόσπασμα έχει ιδιαίτερη αξία, όχι μόνον ιστορική αλλά και κοινωνική. Γιατί κάνει ακόμη περισσότερο ακατανόητη την εγκατάλειψη της μεγάλης παράδοσης με την οποία είναι συνδεδεμένο το όνομα της πόλης, αλλά και την αδιαφορία που επιδείχθηκε από όλους για το θέμα αυτό. Μπορεί η βιομηχανία του μεταξιού να έπεσε θύμα των οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων, η παράδοση όμως την ακολούθησε χωρίς να γίνει κάποια προσπάθεια για μια συνέχεια προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες.
Ζήτημα πρώτο, η τέχνη και η τεχνογνωσία. Τα χρόνια που πέρασαν δαπανήθηκαν απίστευτα ποσά για «προγράμματα εκπαίδευσης» με ελάχιστα αποτελέσματα. Μόνοι κερδισμένοι όσοι ασχολήθηκαν επαγγελματικά με αυτά εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία και την ανοχή των εκάστοτε αρμοδίων για τα προγράμματα. Ολοι ήθελαν να γίνουν ειδικοί στους υπολογιστές, στη δημοσιογραφία, στα οικονομικά και γενικώς σε γνωστικά αντικείμενα τα οποία «γυάλιζαν», αλλά είχαν επαγγελματική προοπτική σχεδόν μηδενική. Γενικώς οτιδήποτε είχε σχέση με την παραγωγή θεωρήθηκε από αρμοδίους και επιτήδειους ως «ανεπιθύμητο» και παραγκωνίστηκε με τις ευλογίες της κοινωνίας. Παρά τις κατά καιρούς παραινέσεις, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για παράδειγμα να εκπαιδευτούν νέοι άνθρωποι σε παραδοσιακές τέχνες, όπως είναι αυτή της μεταξοϋφαντουργίας. Το γνωστό «μάθε τέχνη και άστηνε» κρίθηκε ως αναχρονιστικό την εποχή της γενικής αφασίας και χάθηκαν αμέτρητες ευκαιρίες. Τα έφερε έτσι όμως η ζωή και η χρησιμότητα της οικοτεχνίας ήρθε πάλι στο προσκήνιο ως ένας τρόπος απασχόλησης και εξασφάλισης κάποιου εισοδήματος, έστω και συμπληρωματικού ή δευτερεύοντος. Και θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα «κοινωνικής οικονομίας» εφόσον υπήρχε και η τεχνογνωσία αλλά και η ενθάρρυνση με ουσιαστικά κίνητρα από τους εκάστοτε κυβερνώντες.
Και αναφέρομαι σε οικοτεχνία γιατί είναι προφανές ότι σε βιοτεχνική-βιομηχανική κλίμακα το ζήτημα έχει πολλές παραμέτρους και ενδεχομένως θα αποτελούσε μαξιμαλιστική προσέγγιση της πραγματικότητας η πολιτική «αναβίωσης» ενός κλάδου που δεν ρίζωσε ούτε εκεί που έγιναν προσπάθειες (στο Σουφλί για παράδειγμα) για μια σειρά λόγους οι οποίοι δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς και θα ήταν επιπόλαιο να αυθαιρετήσει κάποιος στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με μια ξεχωριστή περίπτωση. Στα καταστήματα της πόλης θα μπορούσαν να κρέμονται αντί για τα συνθετικά μαντήλια (αλήθεια το δήμο δεν τον ενδιαφέρει αυτή η ιστορία;), αυθεντικά καλαματιανά μαντήλια οικοτεχνικής παραγωγής. Η οποία θα ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί με την επιδότηση του εξοπλισμού (πόσα και πόσα χρήματα δεν πήγαν σε μαύρες αντιπαραγωγικές τρύπες;) από διάφορα προγράμματα που έτρεχαν ή θα έπρεπε να προσαρμοστούν με δική μας παρέμβαση. Και με την αξιοποίηση αυτής της δυνατότητας από νέα παιδιά και μέσα από τη δημιουργία κοινοπρακτικών σχημάτων μικρού οικονομικού ρίσκου τα οποία θα βασίζονταν στην προσωπική εργασία των συνεργαζόμενων. Υπάρχουν διάφορες μορφές με τις οποίες θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο και σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαν να αναζητηθούν οι καλύτερες.
Το θέμα της μεταξοϋφαντουργίας επανέρχεται κατά καιρούς με διαφορετικό τρόπο ή αφορμή, αλλά ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει ουσιαστική συζήτηση. Από την εποχή της δημοτικής επιχείρησης «Καλαματιανό μαντήλι» μέχρι τώρα έχουν κυλήσει πάνω από 30 χρόνια. Ηταν η μόνη δημοτική επιχείρηση που ιδρύθηκε, απέκτησε διαδοχικά διοικητικά συμβούλια, πινακίδα και γραφεία αλλά ουδέποτε αποφάσισε το οτιδήποτε και διαλύθηκε. Εν γνώσει των δυσκολιών κανένας δεν θέλησε να τη λειτουργήσει, αλλά δεν έγινε και καμία αναγνωριστική κίνηση από την οποία να προκύψει το συμπέρασμα ότι το «καλαματιανό μαντήλι» είναι τελειωμένη υπόθεση. Θεωρήθηκε ως τέτοια στην πορεία με αποτέλεσμα η υπόθεση να πάει στο ράφι με τα αζήτητα. Σε μια εποχή που αναζητούνται παραγωγή και τρόποι απασχόλησης, μπορούμε να δούμε το θέμα με φρέσκια ματιά. Με την αξιοποίηση του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με εκπαιδευτικά προγράμματα και συνεργατικές μορφές που θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ουσιαστικής μελέτης. Και αυτό δεν μπορεί παρά να το κάνει ο δήμος, οι αρμόδιοι του οποίου θα πρέπει να αντιληφθούν επιτέλους ότι οφείλουν να στρέψουν την προσοχή τους στην ανάπτυξη της παραγωγής, την προστασία και την προώθηση των τοπικών προϊόντων. Ειδικά εκείνων που είναι συνυφασμένα με την ιστορία, τη ζωή και το όνομα της πόλης.