Είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος προς τι ο… θριαμβολογικός τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε κεντρικά η έκθεση της Πρεσβείας στη Μόσχα για τις εξαγωγές ελαιολάδου στη Ρωσία. Και αυτό γιατί αν διαβάσει προσεκτικά τα όσα περιλαμβάνονται σε αυτή, μάλλον απαισιόδοξες σκέψεις θα πρέπει να κάνει για την πορεία των πραγμάτων.
Η αύξηση των εξαγωγών το 2010 είναι πράγματι εντυπωσιακή (134%), αλλά η αντίστοιχη του μεριδίου στο σύνολο της αγοράς μάλλον απογοητευτική (8,8%). Η σύγκριση των δεικτών αυτών απλώς αποδεικνύει ότι η Ελλάδα δεν κατάφερε να ακολουθήσει το ρυθμό αύξησης των εισαγωγών της πολυπληθούς αυτής χώρας σε ελαιόλαδο και να αξιοποιήσει τη σχετική καμπάνια που διεξάγει το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου. Και επειδή τα στοιχεία που δίνονται είναι αποσπασματικά, για να έχουμε την τάξη μεγέθους θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το πρώτο 9μηνο του 2011 οι εξαγωγές μας προς τη Ρωσία ήταν 900 τόνοι. Ποσότητα που αναλογεί σε παραγωγή… χωριού στην Ελλάδα.
Αντιθέτως η Ισπανία όχι μόνον παραμένει με διαφορά βασικός προμηθευτής αυξάνοντας κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες το μερίδιο στη ρωσική αγορά, αλλά δύο μόνον ισπανικές εταιρείες ελαιολάδου έχουν μερίδιο που φθάνει το 28% (17%+11%). Αν σκεφθεί κάποιος ότι η πανίσχυρη το πάλαι ποτέ Ιταλία έχει μερίδιο 21,4% μπορεί να αντιληφθεί πόσο μπροστά βρίσκεται πλέον η Ισπανία.
Μια παράγραφος του ρεπορτάζ θέτει ένα ζήτημα το οποίο αμέτρητες φορές έχει αναφερθεί από τις στήλες μας: "Για τη διείσδυση του ελαιολάδου στη ρωσική αγορά μεγάλο ρόλο θα παίξει μια συντονισμένη προσπάθεια προώθησης και προβολής και όχι η κατακερματισμένη προσπάθεια μικρών επιχειρήσεων, χωρίς στρατηγική". Στον αντίποδα ισπανικές και ιταλικές εταιρείες "έχουν επενδύσει σημαντικά κεφάλαια για διαφήμιση στην τηλεόραση (εξαγοράζοντας π. χ. ώρα σε εκπομπές μαγειρικής), στον Τύπο ή σε δημόσιους χώρους (π. χ. αφισοκόλληση σε μεγάλες στάσεις μετρό". Το συμπέρασμα συνδέεται με τη γνωστή διαρθρωτική αδυναμία του ελαιοκομικού τομέα στην Ελλάδα, το μικρό μέγεθος από την παραγωγή μέχρι την τυποποίηση το οποίο δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει προϋποθέσεις σημαντικών εξαγωγών τυποποιημένου ελαιολάδου.
Μια άλλη διαπίστωση όμως θέτει ένα εξ ίσου σημαντικό πρόβλημα: "Θέτοντας κατά μέρος την όποια ποιοτική διαφοροποίηση του προϊόντος μεταξύ των χωρών που εξάγουν προς τη Ρωσία και διαιρώντας απλά τη συνολική αξία των εξαγωγών προς ποσότητα σε κάθε χώρα, προκύπτει αβίαστα ότι το λάδι από τη χώρα μας είναι ακριβότερο όλων". Ο ουδέτερος τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται το συμπέρασμα στο ρεπορτάζ, δεν επιτρέπει να διαπιστώσουμε για ποιο λόγο γίνεται αυτή η επισήμανση. Αυτοτελώς όμως έχει τη δική της αξία καθώς υποδηλώνει ότι οι δικές μας εξαγωγές υστερούν στον κρίσιμο τομέα του ανταγωνισμού, δηλαδή τις τιμές. Η ποιοτική διαφοροποίηση όπως αναφέρεται στο κείμενο, μπορεί να ενδιαφέρει ένα μικρό συγκριτικά αριθμό ανθρώπων σε κάθε χώρα όπου η αγορά του ελαιολάδου είναι αναπτυσσόμενη και όχι τον όγκο στον οποίο απευθύνεται η καμπάνια του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου. Κατά συνέπεια το πλεονέκτημα της ποιότητας σε τέτοιες αγορές έχει μικρή σημασία και ως εκ τούτου μεγαλύτερο μερίδιο σημαίνει και πιο ανταγωνιστικές τιμές. Με τελικό αποδέκτη της πίεσης τον παραγωγό ο οποίος ήδη έχει φθάσει σε απόγνωση με τις τιμές που διαμορφώνονται στην αγορά ελαιολάδου.
Αν θεωρητικά ξεπεραστούν τα όσα προαναφέρθηκαν, εφόσον επιλεγεί μια ελληνική εταιρεία από κάποιον εξαγωγέα θα πρέπει: Να διαθέσει ένα κονδύλι που εξαρτάται από τον αριθμό κωδικών προϊόντος και τον αριθμό καταστημάτων στην αγορά του σούπερ μάρκετ. Να διαθέτει προϋπολογισμό διαφήμισης στο πρότυπο των ανταγωνιστών. Να διαθέτει υποδομές αποθήκευσης μεγάλων ποσοτήτων λόγω μεγέθους της αγοράς και πλήρη οργάνωση-έλεγχο στη διακίνηση του προϊόντος. Και φυσικά σταθερές τιμές γιατί οι αλυσίδες κάνουν σχετικά μακροχρόνιο προγραμματισμό.
Ολα αυτά απλώς δείχνουν ότι θα πρέπει να αλλάξουν πολλά πράγματα στην Ελλάδα για να δικαιολογούνται οι... θριαμβολογίες. Οι μικρές επιχειρήσεις μπορούν -και πρέπει- να επιβιώνουν διασφαλίζοντας στο μέτρο του δυνατού θέσεις εργασίας και προστιθέμενη αξία. Είναι αδύνατον όμως να σηκώσουν το βάρος μιας επιθετικής πολιτικής εξαγωγών τυποποιημένου ελαιολάδου.