Δευτέρα, 05 Αυγούστου 2013 13:31

Το ελαιόλαδο και οι ιδιαιτερότητες της κινέζικης αγοράς

Γράφτηκε από τον

Το ελαιόλαδο και οι ιδιαιτερότητες της κινέζικης αγοράς

 

Μεγάλη συζήτηση γίνεται τον τελευταίο καιρό για την Κίνα και το ελαιόλαδο με αποτέλεσμα λόγω των συχνών αναφορών να καλλιεργείται μια "μυθολογία" γύρω από το θέμα αυτό.

 

 

Ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά χρήσιμη η αναφορά ορισμένων αποσπασμάτων της έκθεσης η οποία έχει συνταχθεί από το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβείας στο Πεκίνο.

Μπορεί η Κίνα να είναι μια αχανής χώρα, αλλά η διαφορετικότητα των διατροφικών συνηθειών περιορίζει και τα περιθώρια κατανάλωσης ελαιολάδου: «Η κατανάλωση ελαιολάδου δεν ευνοείται από την επικρατούσα τάση των Κινέζων να διατρέφονται, ως επί το πλείστον, εκτός σπιτιού. Στους χώρους μαζικής εστίασης, με εξαίρεση τα εστιατόρια με μεσογειακή κουζίνα και τα πολυτελή ξενοδοχεία, τα μαγειρικά έλαια που χρησιμοποιούνται είναι κυρίως σογιέλαιο και φοινικέλαιο. Επίσης, οι μέθοδοι παρασκευής των περισσότερων φαγητών δεν έχουν τα φυτικά έλαια ως γευστικό σημείο αναφοράς, αλλά τις 

σάλτσες. Παρόλα αυτά, η ανάδυση μιας εισοδηματικά ανώτερης τάξης που υιοθετεί δυτικό τρόπο ζωής, ακόμα και στις διατροφικές συνήθειές του, και προσβλέπει σε μια πιο υγιεινή διατροφή είναι επαρκής αγορά-στόχος για το ελληνικό ελαιόλαδο και τις ελιές».

Οι Κινέζοι έχουν και το δικό τους λάδι, αλλά ψάχνονται για την διεύρυνση της καλλιέργειας αναζητώντας τις κατάλληλες συνθήκες: «Η εγχώρια παραγωγή ανέρχεται μόλις σε 500 τόνους ελαιολάδου με προοπτικές, όμως, ταχείας αύξησης, λόγω των ευοίωνων προοπτικών της κατανάλωσης ελαιολάδου στην εσωτερική αγορά και των υψηλών περιθωρίων κέρδους. Η παραγωγή συγκεντρώνεται σε τρεις ζώνες: την κοιλάδα του ποταμού Bailongjiang (περιοχή Wudu, επαρχία Gansu, 85% της συνολικής παραγωγής), την κοιλάδα του ποταμού Jinsha (επαρχίες Yunnan-Sichuan) και την κοιλάδα του ποταμού Yangtze. Ενα μεγάλο κομμάτι της εγχώριας παραγωγής απορροφάται από τις ίδιες τις περιοχές όπου καλλιεργούνται ελιές, ενώ ένα μικρότερο κομμάτι φτάνει στις μεγάλες πόλεις. Οι κινεζικές εταιρείες ασκούν περισσότερο εμπορική, παρά παραγωγική δραστηριότητα, αναμειγνύοντας, συχνά, εγχώριο και εισαγόμενο χύμα ελαιόλαδο με άλλου τύπου φυτικά έλαια». 

Οι διάδρομοι για προώθηση του ελαιολάδου και εδώ είναι "πιασμένοι" από Ιταλούς και Ισπανούς και μάλιστα από δύο πλευρές: «Εκτός των εστιατορίων με μεσογειακή κουζίνα (κυρίως ιταλικά και ισπανικά) και των υψηλής στάθμης ξενοδοχείων που χρησιμοποιούν ελαιόλαδο, το κύριο σημείο πώλησης ελαιολάδου αποτελούν τα σούπερ μάρκετ. Σε μια κατακερματισμένη αγορά λιανικής, η ύπαρξη διεθνών αλυσίδων (Carrefour, Metro, Dixon’s, Makro, Auchan, Wal-Mart) διευκολύνει την πρόσβαση μόνο στις μεγάλες εταιρείες του κλάδου, που έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν τις αυξημένες απαιτήσεις (ελάχιστες ποσότητες, entry fees), ενώ τα μικρότερα σούπερ μάρκετ που απευθύνονται σε εκπατρισμένους έχουν περιορισμένο καταναλωτικό κοινό. Τα κινεζικά σούπερ μάρκετ, εξάλλου, διαθέτουν περιορισμένο αριθμό εισαγόμενων προϊόντων και συχνά  καθόλου ελαιόλαδο στα ράφια τους. Το ισπανικό και το ιταλικό ελαιόλαδο διαθέτουν το πλεονέκτημα των πολλών εστιατορίων ιταλικής και ισπανικής κουζίνας, αλλά και του μεγαλύτερου μεγέθους πολλών εκ των δραστηριοποιούμενων εταιρειών τους. Το πλεονέκτημα αυτό είναι ορατό στις μεγάλες αλυσίδες λιανικής, όπου π.χ. πωλούνται διαφορετικά brands της ίδιας εταιρείας (π.χ η ισπανική Grupo SOS, νυν Deoleo, με το ισπανικό Carbonell και το ιταλικό Carapelli)».

Αυτή η κατάσταση εξηγεί και τα μικρά ποσοστά που κατέχει στις εισαγωγές το ελληνικό ελαιόλαδο, αλλά η πρεσβεία δείχνει και… ικανοποιημένη: «Παρόλα αυτά, η παρουσία του ελληνικού ελαιολάδου είναι σχετικά ικανοποιητική, όσον αφορά το μερίδιο αγοράς, λόγω της έγκαιρης εισόδου στην αγορά, αλλά και της εκτίμησης που χαίρει για την ποιότητά του. Επίσης, ευνοϊκό στοιχείο για το ελληνικό ελαιόλαδο αποτελεί η άρρηκτη σύνδεσή του με την θετική εικόνα της Ελλάδας στη Λ.Δ. Κίνας». Αυτή η εκτίμηση για την αναγνώριση της ποιότητας εξηγεί και το γεγονός ότι στην έκθεση γίνεται ιδιαίτερη επισήμανση σε ένα "πλούσιο" τμήμα της αγοράς, αυτό των επιχειρηματικών δώρων που θεωρείται αναπτυσσόμενο ανάμεσα στο λεπτό στρώμα υψηλά αμειβόμενων στελεχών επιχειρήσεων με κοσμοπολίτικη αντίληψη των πραγμάτων.

Η περίπτωση της Κίνας επιβεβαιώνει τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής ελαιοκομίας αλλά και τις ιδιαιτερότητες επί των οποίων στηρίζεται η ευρύτερη διείσδυση Ιταλών και Ισπανών στις αναδυόμενες αγορές.

Μια τελευταία επισήμανση έχει τη δική της αξία: «Δεδομένου του μικρού μεγέθους της αγοράς ελαιολάδου, η εισαγωγή και διανομή του χαρακτηρίζεται από ευμετάβλητες συνθήκες εισόδου και εξόδου των εμπλεκόμενων στην αγορά, χαρακτηριστικό που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο για τους εξαγωγείς, οι οποίοι θα πρέπει να επιλέγουν συνεργάτες κατόπιν ενδελεχούς ελέγχου».

 

Μεγάλη αγορά η Κίνα, αλλά και μεγάλα προβλήματα για το… μικρό μέγεθος. Αξίζει η προσπάθεια, αλλά η Πολιτεία χρειάζεται να κάνει πολύ περισσότερα πέρα από την καταγραφή της κατάστασης, για να υπάρξει διεύρυνση και ασφάλεια στην παρουσία του ελληνικού ελαιόλαδου στην Κίνα.

 

Ηλίας Μπιτσάνης