Ας δούμε πρώτα την είδηση: «Στρεβλώσεις στην αγορά οπωροκηπευτικών που οδηγούν διαχρονικά και σε αυξήσεις τιμών, διαπιστώνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού αν και οι τιμές αποκλιμακώνονται σταδιακά από το 2010.
Αυτά προκύπτουν από κλαδική έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην παραγωγή, εμπορία, διανομή και λιανική πώληση νωπών οπωροκηπευτικών, για τη χρονική περίοδο από το 2005 έως και το 2011.
Ειδικότερα, εξετάστηκαν η διάρθρωση της εφοδιαστικής αλυσίδας των νωπών οπωροκηπευτικών και το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της, η διαμόρφωση και διακύμανση των τιμών, του κόστους και των περιθωρίων κέρδους στα διάφορα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας, καθώς και ο βαθμός μετακύλισης των τιμών από το επίπεδο του παραγωγού έως το επίπεδο του καταναλωτή. Η κλαδική έρευνα επικεντρώθηκε σε δείγμα επτά οπωροκηπευτικών προϊόντων, και συγκεκριμένα στα μήλα, πορτοκάλια, ροδάκινα, πατάτες, τομάτες, αγγούρια και τα μαρούλια».
Με μια περιορισμένη έρευνα, η μελέτη ανακαλύπτει… την Αμερική: «Η διάρθρωση και λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας των οπωροκηπευτικών δεν είναι αποτελεσματική σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και δεν διευκολύνει την επίτευξη οικονομιών κλίμακας. Κύριο χαρακτηριστικό της ο κατακερματισμός του γεωργικού κλήρου, η απουσία οργάνωσης παραγωγών και ουσιαστικής ενεργοποίησης συλλογικών δομών παραγωγών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, η δραστηριοποίηση δυσανάλογα μεγάλου αριθμού χονδρεμπορικών επιχειρήσεων, με μικρό σχετικά μέγεθος και έλλειψη δυνατοτήτων συνεισφοράς υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας στην αλυσίδα».
Δεν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί χρειάζεται μελέτη για το αυτονόητο, όμως αυτές οι διαπιστώσεις είναι κοινές για όσους έχουν στοιχειώδη επαφή με τα όσα συμβαίνουν στον αγροτικό χώρο και την εμπορία των οπωροκηπευτικών.
Από τις παραμέτρους του προβλήματος όμως λείπουν ουσιώδεις παράγοντες διαμόρφωσης του κόστους παραγωγής, αλλά η μελέτη τους παρακάμπτει. Τους επισημαίνει όμως κείμενο του Στ. Ζήσιμου στη "Ναυτεμπορική" με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο: «Αίσθηση, ωστόσο, προκαλεί η έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς για την επιβάρυνση των τιμών από το κόστος των αγροτικών εφοδίων, δηλαδή των λιπασμάτων, των φυτοφαρμάκων και του πολλαπλασιαστικού υλικού, που στη χώρα μας πληρώνονται ακριβότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης.
Σύμφωνα δε, με το υπουργείο Ανάπτυξης που έχει εκπονήσει αντίστοιχη -αν όχι πιο άρτια- μελέτη από τις αρχές του 2012, ο τομέας των αγροτικών εφοδίων τελεί υπό ολιγοπωλιακή δομή και για το λόγο αυτό, είχε ζητηθεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού η διερεύνηση του συγκεκριμένου κλάδου.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στη μελέτη του υπουργείου Ανάπτυξης επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι το κόστος παραγωγής της πατάτας στη Γαλλία ανέρχεται στο ήμισυ του ελληνικού κόστους παραγωγής και η τόσο μεγάλη διαφορά (στο κόστος παραγωγής) οφείλεται στο μειωμένο κόστος των φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων και πολλαπλασιαστικού υλικού αλλά και στη συγκέντρωση της παραγωγής σε μεγάλες εκτάσεις (οικονομίες κλίμακας)».
Με δεδομένη την απουσία αυτών των παραμέτρων, η μελέτη καταλήγει σε προτάσεις τεχνικού και φορολογικού χαρακτήρα, αποφεύγοντας να θίξει τα κρίσιμα ζητήματα για την ελληνική γεωργία κλείνοντας τα μάτια στην πραγματικότητα που διαμορφώνεται. Την οποία δεν είναι καθόλου δύσκολο να πληροφορηθεί κάποιος, αρκεί να κάνει μια βόλτα στις λαϊκές αγορές και να μιλήσει με παραγωγούς από εκείνους οι οποίοι έχουν επενδύσει σημαντικά ποσά για να δημιουργήσουν ανταγωνιστικές μονάδες. Και πολλοί αντιμετωπίζουν το φάσμα της χρεωκοπίας με τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην αγορά που παίρνει όλο και περισσότερο ολιγοπωλιακό χαρακτήρα. Αλλά και με τους μικρότερους να συζητήσει, θα διαπιστώσει τα τεράστια προβλήματα που υπάρχουν με τους μεσάζοντες και από το θεσμικό πλαίσιο που αφήνει απροστάτευτους τους αγρότες, οι οποίοι ουκ ολίγες φορές χάνουν ολόκληρες σοδειές και τρέχουν στα δικαστήρια για να πάρουν κάποια χρήματα.
Η αποσπασματική προσέγγιση έχει τη δική της πολιτική σημασία, καθώς μεταθέτει το κέντρο βάρους του προβλήματος από τους παράγοντες που επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής και τον παρασιτικό χαρακτήρα του κυκλώματος εμπορίας σε τεχνικές διευθετήσεις θεωρητικού μάλιστα χαρακτήρα. Το πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας εν μέσω κρίσης είναι περίπλοκο, εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν και στο πλαίσιο υλοποίησης των πολιτικών σκληρής λιτότητας τα εν λόγω προβλήματα θα επιδεινώνονται διαρκώς.
Υ. Γ. Από την περίληψη της μελέτης που δόθηκε στη δημοσιότητα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποσοτικοποίηση των μεγεθών που εκτινάσσουν τις τιμές στο ράφι: «Κατά μέσο όρο, η παραγωγή αντιπροσωπεύει το 40% της τιμής του προϊόντος. Η χονδρική πώληση το 21%, ενώ η λιανική πώληση το 28% αντίστοιχα. Τέλος, ακολουθεί ο ΦΠΑ, ο οποίος αντιπροσωπεύει το 9% της τελικής τιμής». Τα στοιχεία αυτά μπορούν να δώσουν μια εικόνα σχετικά με το ποιοι κερδίζουν από τον ιδρώτα και τον κόπο του αγρότη και γιατί οι τιμές σαλτάρουν μέχρι να φτάσουν στο ράφι.
Ηλίας Μπιτσάνης