Ετσι και στις γαλλικές εκλογές, μετά την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Αυστρία, την Ολλανδία, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, ένα ποσοστό του εκλογικού σώματος που ξεπερνά το 40% εξέφρασε στην κάλπη τη διαμαρτυρία του για τη φθίνουσα πορεία του εισοδήματός του.
Η μείωση του εισοδήματος της δυτικής μεσαίας τάξης και η μεγάλη ανεργία έδωσαν την ευκαιρία σε ακραίες και συχνά ανορθόλογες φωνές να εκμεταλλευτούν το κύμα της αγανάκτησης για να κατακτήσουν την εξουσία ή ένα σεβαστό κομμάτι της πολιτικής πίτας.
Στο στόχαστρο τόσο των δυσαρεστημένων πολιτών όσο και των ακραίων πολιτικών που θέλουν να κατακτήσουν την εξουσία, από τις πρώτες μέρες της κρίσης του 2008, βρέθηκαν η παγκοσμιοποίηση και οι υπερεθνικοί οργανισμοί όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση. Βεβαίως, και πριν το 2008 σε όλες τις χώρες υπήρχαν εθνικιστικές και εθνικοσοσιαλιστικές φωνές, που ζητούσαν κατάργηση του ελεύθερου εμπορίου και προστατευτικά μέτρα για την εγχώρια παραγωγή· όμως δεν έβρισκαν πλατύ ακροατήριο στη μεσαία τάξη που έβλεπε ακόμα το εισόδημά της να αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο.
Ουσιαστικά, η αμφισβήτηση των κυρίαρχων οικονομικών σχέσεων και της κατεστημένης πολιτικής τάξης ξεκίνησε όταν τα μεσαία στρώματα της Δύσης διαπίστωσαν ότι μειώνεται η αγοραστική τους δύναμη και ότι για πρώτη φορά υπάρχει κίνδυνος οι επόμενες γενιές να είναι φτωχότερες από τις τωρινές. Παράλληλα τα εκατομμύρια των ανέργων και των υποαπασχολούμενων που βλέπουν τις θέσεις εργασίας να μετακομίζουν σε Ανατολή (Κίνα, Κορέα, Βιετνάμ, Ινδία, Τουρκία κ.λπ. ) και Νότο (Βραζιλία, Νότια Αφρική κ.α.) είναι εύκολο να στραφούν κατά της παγκοσμιοποίησης που οδηγεί σε βελτίωση της θέσης των αναπτυσσόμενων χωρών έναντι των αναπτυγμένων.
Στην πραγματικότητα όμως, η αποβιομηχάνιση στη Δύση (και συνεπώς η απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας) δεν είναι αποτέλεσμα του ελεύθερου εμπορίου, αλλά της τεχνολογικής εξέλιξης που επιτρέπει την αυτοματοποίηση της παραγωγής και την κατασκευή φθηνών κεφαλαιουχικών αγαθών που μπορούν να τα χειριστούν ανειδίκευτοι εργάτες και αγρότες. Ετσι οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, εκμεταλλευόμενες αφενός την υπάρχουσα τεχνολογία και αφετέρου τα φθηνά τους ημερομίσθια, κατάφεραν να βελτιώσουν τη θέση τους στην παγκόσμια κλίμακα. Την ίδια χρονική περίοδο οι ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης, με επιδοτήσεις θέσεων εργασίας και προγραμμάτων απασχόλησης, προσπαθούσαν μάταια να διατηρήσουν τις αντιπαραγωγικές τους δραστηριότητες που έχουν ξεπεραστεί από τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Σε ένα ακαδημαϊκό πείραμα χωρίς επιπτώσεις στην ανθρώπινη ζωή, η μετάβαση από τη βιομηχανική κοινωνία στο διάδοχο οικονομικοκοινωνικό σύστημα θα γινόταν με μια «απλή» μετακίνηση των παραγωγικών συντελεστών από τις σχολάζουσες δραστηριότητες σε καινούργιες, σύμφωνα με τις νέες καταναλωτικές ανάγκες που δημιουργεί η αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η βιομηχανία μελλοντικά θα αντικατασταθεί από τον τουρισμό, ενώ η δεσπόζουσα σημασία του κεφαλαίου θα μειωθεί έναντι της ανθρώπινης δημιουργικότητας που θα παράγει διαφοροποιημένα προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής ποιότητας. Σε μια τέτοια μελλοντική διεθνή κοινότητα, η ελληνική οικονομία κάθε άλλο παρά δυσκολίες θα αντιμετώπιζε, αφού μπορεί άριστα να αξιοποιήσει τόσο το συγκριτικό πλεονέκτημα του τουρισμού όσο και τα τοπικά ποιοτικά προϊόντα του πρωτογενούς της τομέα.
Η μετάβαση αυτή όμως, ίσως μοιάζει εύκολη στο πλαίσιο ενός ακαδημαϊκού πειράματος, αλλά στην πραγματική ζωή σχεδόν κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι η παραγωγική δραστηριότητα την οποία ασκεί δεν έχει μέλλον και πρέπει να την εγκαταλείψει. Ετσι, επιχειρηματίες και εργαζόμενοι διεκδικούν με κάθε μέσο πόρους για να συνεχίσουν την υφιστάμενη δραστηριότητά τους - και την ίδια ώρα οι πολιτικοί που θέλουν να κυβερνήσουν τους κλείνουν το μάτι υποσχόμενοι επιδοτήσεις, δασμούς και εθνική πολιτική διατήρησης των μονάδων που κινδυνεύουν από τον διεθνή ανταγωνισμό και τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Τα δύσκολα όμως ξεκινούν όταν οι λαϊκιστές πολιτικοί κατακτήσουν τη εξουσία και αντιληφθούν ότι μετά την παραγωγή φθηνών τρακτέρ είναι αδύνατον να συνεχιστεί το όργωμα με τα βόδια. Κάπως έτσι διαλύθηκαν οι αυταπάτες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και κάπως έτσι ο Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε ότι δεν είναι εφικτή η κατασκευή τείχους στα σύνορα με το Μεξικό. Ομως, ακόμα και μετά την κατάρρευση κάθε λαϊκίστικης αυταπάτης, παραμένει το πρόβλημα της μετάβασης από τη βιομηχανική κοινωνία στο διάδοχο σύστημα, καθώς είναι δύσκολο να αλλάξουν οι κατεστημένες δομές και το οικονομικό μοντέλο των δύο τελευταίων αιώνων. Ο μετασχηματισμός αυτός μπορεί να γίνει ομαλά μόνο μέσα από μια δημοκρατική πορεία. Δυστυχώς, κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι πληγέντες από τις αλλαγές να στρέψουν το βλέμμα τους, όχι στο μέλλον, αλλά σε ολοκληρωτικά ή ολιγαρχικά καθεστώτα που θα υποσχεθούν (ανεξάρτητα από το αν θα το επιτύχουν) διατήρηση της χθεσινής ευημερίας με κάθε μέσο.
Κάθε εκλογική νίκη των δημοκρατικών δυνάμεων αυξάνει τις ελπίδες για διατήρηση της ομαλής πορείας - σε αντίθεση με τις επιτυχίες των λαϊκιστών, που καθυστερούν τις μεταρρυθμίσεις με συνέπεια να αυξάνει ολοένα η δυσαρέσκεια και ο κίνδυνος για καταστροφικές επιλογές.
Συνοψίζουμε: Η μετάβαση από τη βιομηχανική στην επομένη κοινωνία, είτε θα γίνει ομαλά, μέσα από μια μακροχρόνια δημοκρατική, πολύμοχθη πορεία, είτε θα γίνει απότομα και βίαια, μετά από μια ενδεχόμενη καταστροφή των αντιπαραγωγικών δραστηριοτήτων, που θα προκαλέσει πολεμικές συρράξεις ή εξεγέρσεις όσων θέλουν να μην αλλάξει τίποτα.
Θανάσης Λαγός
Εmail: lathanasis@yahoo.gr