Ας μην αφηνόμαστε να νομίζουμε ότι μόνο τα τελευταία χρόνια ζούμε την παρακμή στη χώρα μας -η πτώση έχει αρχίσει από τότε κιόλας που νομίζαμε εαυτούς «αναπτυγμένους», μέσα από μια… «δυναμικά αναπτυσσόμενη οικονομία» -δανεικών, όμως.
Οπως δανεικά, τελικά -όσο και επίπλαστα-, αποδεικνύονται στις ημέρες μας, οι στάσεις, οι θέσεις, οι συμπεριφορές μας εν γένει, απέναντι στους άλλους, απέναντι στον δίπλα, απέναντι στο περιβάλλον.
Μπόλικο λούστρο και βαρύ άρωμα, ίσα για να καλύπτουν το σαρακοφαγωμένο περίβλημα και τη γενικότερη δυσωδία του κάθε ατόμου-εαυτού. Ανίκανο όμως, το λούστρο να αντέξει έστω και την παραμικρή πίεση που φθάνει να σπάσει το περίβλημα. Ανίκανο και το δεύτερο -χωρίς πλέον την δυνατότητα ανανέωσης- να κρύψει την μπόχα πολλών εαυτούληδων.
Ο,τι πιο χυδαίο έχει ξεγυμνώσει πλέον τα δόντια και χαμογελά σαρδόνια, «έλα αν τολμάς» λέει.
Το φάσμα μιας βιας που φαινόταν ξορκισμένη, προβάλει με όλο και πιο σταθερή την εικόνα του, η οποία αρνείται πλέον να αποϋλοποιηθεί -μένει και σε κοιτά. Μια εικόνα του άλλου σου εαυτού, του συμπατριώτη σου, που έγινε ξαφνικά εχθρός σου.
Δεν ξέρω αν πρέπει να περιμένουμε μια «νύχτα των κρυστάλλων» στη σημερινή Ελλάδα, στη σημερινή Ευρώπη, που έχει βαφτίσει «βία» τη διεκδίκηση των αδυνάτων -και των μονίμως αφανών- για καλύτερη ζωή, για δουλειά με αξιοπρέπεια, για παιδεία χωρίς κηδεμόνες, για ένα πιάτο φαΐ των παιδιών τους…
Και την εξομοιώνει με άλλου είδους βία, ενάντια στον αλλόθρησκο, τον ξένο, τον τσιγγάνο, τον ομοφυλόφιλο, τον άσχημο.
Αν κάποιους βολεύει αυτή εξομοίωση βίας και «βίας», έχει καλώς και δικαίωμά τους -γιατί πρέπει όμως υποχρεωτικά να δεχθώ ότι έχουν και δίκιο;