“Το τρένο είναι το πιο υπεύθυνο περιβαλλοντικά μηχανοκίνητο μέσο μεταφοράς. Και όμως το μερίδιο των σιδηροδρομικώς μεταφερόμενων επιβατών και εμπορευμάτων παραμένει πολύ μικρό”. Αυτή είναι η κοινή διαπίστωση των 24 μάνατζερ που εκπροσώπησαν ισάριθμες ευρωπαϊκές εταιρείες σιδηροδρόμων στη συνάντηση που είχαν στο Παρίσι, όπως αναφέρει σε σχετικό του ρεπορτάζ ο Αλέξανδρος Καψύλης στην εφημερίδα “Το Βήμα” της 27ης Φεβρουαρίου.
Την ίδια ώρα το τρένο της Πελοποννήσου στην πράξη φαίνεται να μένει έξω από τις βασικές προτεραιότητες ανάπτυξης του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας. Παρά την ανακίνηση του θέματος από την Περιφέρεια Πελοποννήσου και τις εξαγγελίες ότι θα ληφθούν πρωτοβουλίες για να ξανακυλήσει στις ράγες της Πελοποννήσου το τρένο, ακόμα δεν φαίνεται να υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα που να δημιουργούν αισιοδοξία για κάτι τέτοιο. Το μοναδικό σιδηροδρομικό έργο που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Πελοπόννησο είναι η διπλή σιδηροδρομική γραμμή που τα επόμενα χρόνια αναμένεται να συνδέσει την Αθήνα με την Πάτρα, ουσιαστικά ως συνέχεια του Προαστιακού.
Από εκεί και πέρα, προφανώς λόγω του ιδιαίτερου ανάγλυφου αλλά και του μετρικού δικτύου, η επαναλειτουργία ενός ενιαίου γρήγορου και ανταγωνιστικού δικτύου στην Πελοπόννησο δεν είναι κάτι που κρίνεται για τα επόμενα χρόνια εφικτό.
Μήπως όμως έχει έρθει η ώρα να λειτουργήσουν επιμέρους προαστιακές γραμμές; Στην Πελοπόννησο το πρώτο τέτοιο βήμα σχεδιάζεται να γίνει στη γραμμή Κόρινθος - Αργος - Ναύπλιο, αλλά καμία ουσιαστική πρωτοβουλία δεν έχει ληφθεί για να μελετηθεί η βιωσιμότητα προαστιακής γραμμής στη Μεσσηνία.
Τέλος, δεν φαίνεται ακόμα να υπάρχει σαφής σχεδιασμός ώστε το τρένο να συνδέσει ξανά τη Δυτική Πελοπόννησο (Πάτρα - Πύργος - Κυπαρισσία), όπου το έργο τεχνικά είναι σαφώς πιο βατό από ό,τι το υπόλοιπο δίκτυο της περιοχής.
Κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις είναι διαφορετική και έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Αυτό που απαιτείται είναι να καταστεί σαφές αν και ποια σημεία του σιδηροδρομικού δικτύου της Πελοποννήσου είναι στον βασικό σχεδιασμό, για να υλοποιηθούν εντός της τρέχουσας δεκαετίας – και όχι ανάλογα με όποιον συναντιούνται οι ιθύνοντες του ΟΣΕ να ανακινούν εθιμικά το θέμα για κάθε περιοχή, χωρίς να υπάρχει αντίκρισμα και ουσία.