Ολα αυτά που θα είχαν αποφευχθεί και δεν αποφεύχθηκαν. Και αυτό με ευθύνη όχι μόνο του δήμου και του δημάρχου Καλαμάτας -που έχει και τη μεγαλύτερη- αλλά όλου του τοπικού πολιτικού προσωπικού, εντός και εκτός δήμου και στο βαθμό που στον καθένα αναλογεί. Ολοι ήξεραν, πολιτικοί και κρατικοί παράγοντες και υπηρεσίες, και όλοι συναινούσαν. Απλώς δεν ήθελε κανείς να αναλάβει την ευθύνη κατάργησης του εθίμου (για παράδειγμα η κυβέρνηση του λαλίστατου κατά τα άλλα ΣΥΡΙΖΑ, διά μέσου της Αστυνομίας και της εφαρμογής του νόμου) για να μην αναλάβει το πολιτικό κόστος.
Η υποκρισία και οι κατόπιν εορτής... εξυπνάδες δεν τιμούν λοιπόν κανέναν, και η προσπάθεια προεκλογικής σπέκουλας και μικροπολιτικής εκμετάλλευσης ενός τραγικού γεγονότος είναι αποκρουστική από κάθε άποψη. Είναι ντροπή ο δημοτικός σύμβουλος που ψήφισε τη διεξαγωγή του σαϊτοπόλεμου και την επιχορήγηση για την αγορά των σχετικών να παριστάνει την αθώα περιστερά που τάχα δεν ήξερε, δεν άκουσε και δεν κατάλαβε. Τι δεν ήξερε; Τι γίνεται ή μήπως πού και πώς γίνεται; Τι παριστάνει τώρα, τον μετά Χριστόν προφήτη, ή απλώς πάει να μεταβιβάσει σε άλλους τη δική του ευθύνη; Σε πολιτικό επίπεδο ποιο κόμμα δεν ήξερε; Ποια κυβέρνηση; Ποια κρατική αρμόδια υπηρεσία; Ποιος υπουργός ή βουλευτής δεν γνώριζε; Μήπως κάποιοι που παριστάνουν τώρα τους ανήξερους έριχναν και σαΐτες; Αρκετά λοιπόν με την πολιτική υποκρισία και το σπεκουλάρισμα.
Οπως καταληκτικά επισημαίναμε για το σαϊτοπόλεμο και το 2015: «Αν θέλουμε να το διατηρήσουμε ως θέαμα -και ολίγον από έθιμο- καλό θα ήταν να ανατεθεί σε ειδικούς επαγγελματίες, οι οποίοι θα διοργανώνουν μια εκδήλωση φολκλορικού χαρακτήρα. Το να παριστάνουν τους "μπουρλοτιέρηδες" αιρετοί -το είδαμε πολλές φορές τα προηγούμενα χρόνια- δεν είναι ούτε έθιμο ούτε θέαμα. Η ψηφοθηρία και η αυτοπροβολή δεν καθιστούν κάτι ακίνδυνο. Η συμμετοχή, τέλος, ανηλίκων στη ρίψη σαϊτών δεν αποτελεί απλώς επικίνδυνη συνήθεια, αλλά ποινικό αδίκημα. Είναι καιρός να τελειώνουμε με τις ιστορίες για "κακή στιγμή" και για τύχη. Κάποια πράγματα είναι επικίνδυνα και πρέπει να καταργηθούν. Αν αυτό δεν συμβεί, απλώς, κάθε χρόνο θα συζητάμε για το πώς έγινε το κακό και θα θρηνούμε αντί να χαιρόμαστε. Αρκετό αίμα έχει χυθεί στη λογική της συνέχισης ενός επικίνδυνου εθίμου».