Τετάρτη, 12 Απριλίου 2017 18:09

Σκέψεις για την πόλη με αφορμή μια πρόταση...

Γράφτηκε από τον

Σκέψεις για την πόλη με αφορμή μια πρόταση...

Ενα πολύ σημαντικό κείμενο προβληματισμού κατευθύνσεων για το μέλλον της πόλης δημοσιοποίησαν πριν από λίγες ημέρες οι φορείς που εκφράζουν το σύνολο του τεχνικού κόσμου της Καλαμάτας.

Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη παρέμβαση με αφορμή και τα περί βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία είναι σημαντική τόσο για το πρόγραμμα όσο και για την ιεράρχηση των δημοτικών πρωτοβουλιών.

Από την παρέμβαση αυτή προβλήθηκε ιδιαιτέρως η υπόθεση πεζοδρόμησης της Ναυαρίνου και φυσικά καθόλου τυχαία. Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο όχι απλώς έχει ωριμάσει, αλλά κινδυνεύει να... σαπίσει. Η ωρίμανση έχει “αρνητική αφετηρία”: Την κοινή διαπίστωση πως δεν πάει άλλο, η κατάσταση έχει φθάσει στο απροχώρητο και η συνέχισή της προκαλεί πλέον βλάβη στην γενική της εικόνα η οποία κάποια στιγμή θα γίνει χειροπιαστή. Το γεγονός πως όλο και περισσότεροι συζητούν και αναζητούν εναλλακτικές λύσεις εξόδου σε κοντινές (και όχι μόνον) περιοχές, είναι ενδεικτικό της τάσης που διαμορφώνεται και μπορεί να στοιχίσει. Η εικόνα της παραλιακής ζώνης “ξεθωριάζει” και η ριζική αλλαγή στην αντιμετώπιση σειράς ζητημάτων φαντάζει περισσότερο αναγκαία από ποτέ άλλοτε. Η ωρίμανση όμως έχει να κάνει και με το γεγονός ότι η σημασία της Ναυαρίνου στην υπερτοπική κίνηση μειώθηκε πλέον σημαντικά μετά την ολοκλήρωση του περιφερειακού αυτοκινητόδρομου και τη σύνδεσή του με τη Βασ. Γεωργίου. Και θα μηδενιστεί πρακτικά εφόσον διανοιγεί η Κρήτης μέχρι τη Λακωνικής. Η σχετική πρόταση των τεχνικών περιλαμβάνει και την πολεοδόμηση της περιοχής ανατολικά μέχρι και το τέλος της Ναυαρίνου μέσω της οποίας μπορεί να γίνει εφικτή και η διάνοιξη. Υπάρχει ακόμη ένα πλήθος επισημάνσεων οι οποίες ολοκληρώνουν τον προβληματισμό που κατατίθεται και συμπυκνώνουν τα όσα έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς ή τα συμπεράσματα από τις απόπειρες που έχουν γίνει. Η αμήχανη υποδοχή της πρότασης από τη δημοτική αρχή απλώς αποκαλύπτει την ατολμία της πολιτικής εξουσίας να προχωρήσει σε τομές που ανατρέπουν τις βεβαιότητες και εξουδετερώνουν τις δυνάμεις αδράνειας.

Εκτός από τη Ναυαρίνου όμως υπάρχει και η δυτική πλευρά του παραλιακού μετώπου, για την οποία προτείνεται σειρά παρεμβάσεων οι οποίες κατατείνουν να αναδείξουν την περιοχή ως ένα χώρο ήπιων δραστηριοτήτων όπως η πεζοπορία και το ποδήλατο. Πρόκειται για μια πρόταση η οποία είναι συμβατή με το χαρακτήρα της περιοχής που παραμένει σχετικά “παρθένα” απέναντι στην καταστροφική “αξιοποίηση” κάθε περιοχής που γειτονεύει με τη θάλασσα. Ακόμη και σήμερα δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι προτιμούν μια βόλτα στην περιοχή αλλά και το θαλάσσιο μπάνιο τους, παρά το γεγονός ότι απουσιάζει πλήρως οποιαδήποτε υποδομή που θα διευκόλυνε την επιλογή τους. Η πρόταση προβλέπει ότι “η εξισορρόπηση φυσικών και τεχνικών στοιχείων, πεζοπορικών διαδρομών και τεχνικών έργων αναβάθμισης, χωρίς να προκληθεί αλλοίωση στο φυσικό περιβάλλον και διατάραξη της βιοποικιλότητας της περιοχής θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο αρχιτεκτονικού διαγωνισμού”. Και θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτή η μελέτη εκτός της διασύνδεσης των δύο πλευρών του παραλιακού μετώπου με κόμβο τις εκβολές του Νέδοντα, να επεκτεινόταν σε διασύνδεση των δύο πλευρών εκατέρωθεν του Παμίσου, σημείο μοναδικής φυσικής ομορφιάς και ξεχωριστών δραστηριοτήτων. Πρόκειται για μια ιδέα που μπορεί να “ενώσει” τις δύο περιοχές και να ανοίξει το δρόμο για την ανάδειξη της παραποτάμιας ζώνης του Παμίσου. Μια προοπτική η οποία επίσης ενδιαφέρει τους δύο δήμους και μπορεί να αποτελέσει μοναδικό σημείο αναφοράς για φυσιολατρικές εξορμήσεις. Αυτό θα έπρεπε να είναι και η στόχευση του δήμου ο οποίος εξαντλεί την προοπτική για τη Δυτική Παραλία στην παραλιακή χάραξη του δρόμου Καλαμάτα-Ριζόμυλος.

Η παρέμβαση των τεχνικών πάει και πολύ πέρα από το παραλιακό μέτωπο και ανεβαίνει στο σημείο αναφοράς για την πόλη, στο Ιστορικό Κέντρο. Με μια πρώτη και σημαντική επισήμανση σχετικά με την ενιαία αρχιτεκτονική αντιμετώπιση όλων των κοινόχρηστων χώρων καθώς τα έργα έχουν κατασκευαστεί κατά καιρούς ως μεμονωμένα έργα και αποτυπώνουν διαφορετικές αντιλήψεις. Πρόκειται για ένα φαινόμενο ορατό... διά γυμνού οφθαλμού και έχει τη βάση του σε μια σειρά από αιτίες με κύρια την... κατάτμηση και βλέπουμε. Ενδεχομένως αυτή η πρόταση για το Ιστορικό Κέντρο θα μπορούσε να συνοδεύεται και από μια ακόμη “ανάπλαση”. Αυτή των κτηρίων τα οποία προέκυψαν σε άλλες εποχές και “διασπούν” το ενιαίο του Ιστορικού Κέντρου. Και φυσικά δεν εννοώ κατεδαφίσεις ορόφων και άλλα ανεφάρμοστα μέτρα που κατά καιρούς έχουν ακουστεί, αλλά παρεμβάσεις στις εξωτερικές όψεις των κτηρίων που θα μπορούσαν να τα αναβαθμίσουν αισθητικά και να περιορίσουν το “χάσμα” του παραδοσιακού με το πρόχειρο και άκομψο της εποχής του (μεταφορικού και κυριολεκτικού) τσιμέντου. Η πρόταση για πεζοδρομήσεις αξόνων που δεν έχουν δρομολογηθεί και η ειδικότερη αναφορά στην Υπαπαντής, διευρύνει τον προβληματισμό για τη σχέση πόλης και αυτοκινήτου, μετακίνησης των πολιτών και απόδοσης ζωτικού χώρου στους πεζούς. Ερχεται σε μια εποχή κατά την οποία τα οφέλη των πεζοδρομήσεων είναι πλέον εμφανή, ενώ ταυτοχρόνως αναζητείται τρόπος για να γίνει η πόλη ελκυστικότερη για τους επισκέπτες και φυσικά περισσότερο ανθρώπινη για τους κατοίκους. Σε κάθε περίπτωση, η αναβάθμιση της περιοχής απαιτεί κατ' ελάχιστον περιορισμούς και μέτρα αποτροπής της χρήσης του οδικού δικτύου της περιοχής. Η επισήμανση για την ανάδειξη του ιδιαίτερου χαρακτήρα της περιοχής μέσα από την ανασκαφή του ελεύθερου χώρου περί την Υπαπαντή, ενσωματώνει συζητήσεις που έχουν γίνει εδώ και χρόνια και έχουν σαν στόχο τόσο την ανάδειξη της ιστορίας όσο και τη δημιουργία πόλου έλξης των επισκεπτών.

 

Η παρέμβαση των φορέων που εκπροσωπούν τους τεχνικούς της πόλης περιλαμβάνει και μια σειρά προτάσεις για την κυκλοφορία με “πράσινο μέσο” μαζικής μεταφοράς, τη σύνδεση του παραλιακού μετώπου με το Ιστορικό Κέντρο και την αναβάθμιση των αξόνων που “γεφυρώνουν” τις δύο ιδιαίτερης σημασίας περιοχές της πόλης. Εκ των πραγμάτων και με βάση τα δημόσια κείμενα δεν αποτελεί απλώς συμβολή στη “διαβούλευση” (άλλη ανακάλυψη αυτή) που υποτίθεται πως κάνει ο δήμος, αλλά ένα αυτοτελές κείμενο διαβούλευσης για την πόλη του μέλλοντος. Πολλά από αυτά που καταγράφονται θα γίνουν αργά ή γρήγορα γιατί απλώς αποτελούν αδήριτη αναγκαιότητα. Το θέμα φυσικά είναι να γίνουν γρήγορα ως επιλογή και όχι αργά ως αναγκαστική προσαρμογή σε μια διαμορφωμένη πραγματικότητα. Εκ των πραγμάτων αναδεικνύεται μέσω του κειμένου η αναγκαιότητα ενιαίας αντίληψης για την πόλη και της ύπαρξης ενός συνεκτικού σχεδίου τεχνικών παρεμβάσεων με κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο. Οι οποίες θα μπορούν να γίνουν τμηματικά φυσικά καθώς θα υπάρχει το υπόβαθρο να “κουμπώνει” η μια με την άλλη αφού θα αποτελούν μέρος ενός συμφωνημένου σχεδίου. Φυσικά πρόκειται για θεωρητικές σκέψεις οι οποίες αρθρώνονται πάνω σε άξονες, αλλά αποτελούν σημείο εκκίνησης του προβληματισμού για την κατάρτιση ενός κοινά αποδεκτού σχεδίου για το μέλλον της πόλης. Η πρακτική εφαρμογή δεν μπορεί παρά να αποτελέσει αντικείμενο επί μέρους μελετών που θα εξυπηρετούν αυτό το σχέδιο και θα αποτελούν εργαλείο προσανατολισμού για τη δράση κάθε δημοτικής αρχής. Η οποία θα κρίνεται από τη διαχειριστική ικανότητα αποφεύγοντας τους πειρασμούς του ερασιτεχνικού υποκειμενισμού σε ζητήματα αποκλειστικά επιστημονικής ενασχόλησης και λογικές εξυπηρέτησης “πελατών”, ομάδων “πίεσης” και οικονομικών συμφερόντων. Στην πόλη υπάρχουν οι δυνάμεις που ανησυχούν και προβληματίζονται για το μέλλον της, πρέπει να βγουν μπροστά και να ανοίξουν δρόμους.