Τότε είχα γράψει ένα κείμενο σχετικά με το θέμα και βλέποντας αυτό που συμβαίνει θεωρώ χρήσιμο να δημοσιευτεί και πάλι. Γιατί με τον δικό του τρόπο υπογραμμίζει ότι κανένας δεν διδάχτηκε από αυτό το οποίο συνέβη, με αποτέλεσμα φέτος τα πράγματα να είναι ήδη σε κατάσταση απελπιστική.
Εγραφα λοιπόν στις 7 Δεκεμβρίου 2016: “Ελιές μαζεύουμε, για ελιές θα... μολογήσουμε, κατά παράφραση της γνωστής λαϊκής έκφρασης. Είναι η εποχή κατά την οποία όλη η Μεσσηνία συζητά για το θέμα αυτό, η φετινή συζήτηση όμως είναι εντελώς διαφορετική: Κυριαρχεί η σοβαρή ζημιά την οποία έχει υποστεί η παραγωγή και σε ποσότητα και σε ποιότητα. Με τον “κόφτη” της “καλής” τιμής στο 0,5 η ζημιά γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, αλλά θα πρέπει να ολοκληρωθεί η παραγωγή για να υπάρχουν πραγματικές εκτιμήσεις για το τελικό αποτέλεσμα.
Ο... ένοχος της ζημιάς είναι γνωστός από πολύ παλιά, αλλά θα χρειαστεί να επιμείνει κανένας σε αυτό γιατί σε εποχές ανορθολογισμού και διαδικτυακής ασυδοσίας γράφονται και ακούγονται τα πιο απίθανα πράγματα. Η καταστροφή προέρχεται από τη μεγάλη δακοπροσβολή και οι ευθύνες γι' αυτό επιμερίζονται σε περισσότερους του ενός παράγοντες. Την πρώτη ευθύνη έχει ο... καιρός: Σχετικά ζεστός χειμώνας, βροχές τον Ιούνιο (και στη συνέχεια), σταθερά υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι (χωρίς καύσωνα). Ως εκ τούτου οι συνθήκες ήταν ιδανικές για τη θεαματική αύξηση των δακοπληθυσμών και τον πρωτοφανώς μεγάλο αριθμό γενεών, σύμφωνα με τα όσα αναφέρουν όσοι ασχολούνται σοβαρά με το θέμα. Οπως μου έλεγε φίλος γεωπόνος “φέτος θυμηθήκαμε τα κλασικά για τον δάκο” με την έννοια των παραγόντων που συμβάλλουν στην εμφάνιση αλλά και την αντιμετώπισή του. Ο ίδιος από επιστημονική περιέργεια ερευνώντας τον καρπό σε διάφορες περιοχές κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σε πολύ λίγες υπάρχει γλοιοσπόριο, στις περισσότερες περιπτώσεις οφείλεται στα τσιμπήματα του δάκου. Αλλά και το γλοιοσπόριο (και άλλοι μύκητες) όπου εμφανίζεται, είναι αποτέλεσμα της δακοπροσβολής, καθώς “χώνεται” στις τρύπες που κάνει ο δάκος και κάνει τη δουλειά του. Σε αυτά τα συμπεράσματα φαίνεται πως καταλήγουν πολλοί από εκείνους που ασχολούνται με το θέμα και δεν ψάχνουν να βρουν δικαιολογίες για τη φετινή καταστροφή. Γιατί δυστυχώς η περί δακοκτονίας συζήτηση εξελίσσεται σε δακομαχία μεταξύ των εμπλεκομένων αμέσως ή εμμέσως.
Ο δάκος υπήρχε και θα υπάρχει όσο υπάρχουν ελιές. Οι πληθυσμοί του θα μεταβάλλονται αναλόγως των συνθηκών. Και η έκταση των ζημιών που προκαλεί θα εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα μέτρα πρόληψης που παίρνονται. Αυτά τα μέτρα όμως είναι στην ευθύνη των συντεταγμένων θεσμών της Πολιτείας. Από τους οποίους καθώς φαίνεται δεν ευθύνεται κανένας, καθώς η ανάληψη ευθυνών είναι άγνωστη έννοια στην πολιτική σκηνή. Και ως εκ τούτου το μπαλάκι πάει και έρχεται. Αλλά τα πράγματα είναι απλά και ακριβώς αντίστροφα: Ολοι έχουν ευθύνες και επιμερίζονται αναλόγως. Η κυβέρνηση, για τα μειωμένα κονδύλια που οδηγούν σε περικοπές προσωπικού και μέσων που είναι κρίσιμοι παράγοντες για την αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης του δάκου. Ασφαλώς δεν αποτελεί δικαιολογία η σύγκριση με την περσινή χρονιά, τα κονδύλια για τη δακοκτονία έχουν πέσει θύμα της “δημοσιονομικής προσαρμογής” από το πρώτο μνημόνιο (έχουν μειωθεί στο μισό από τότε). Και αυτό είχε υποσχεθεί πως θα άλλαζε και γι' αυτό κέρδισε τις εκλογές. Ευθύνες έχει η Περιφέρεια για την οργάνωση της δακοκτονίας, οι καθυστερήσεις φωνάζουν από μακριά και δεν είναι πρωτάρηδες οι περιφερειακοί παράγοντες, ώστε να έχουν δικαιολογία για τα όσα συμβαίνουν με τους διαγωνισμούς δακοκτονίας. Από εκεί και ύστερα ακούγονται πολλά και διάφορα για τις εργολαβίες και την απουσία ελέγχων -βάσιμα ή όχι, κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει. Επιπλέον δε, το μπαλάκι ευθυνών και από εκεί πάει... προς τα πάνω και σε εκείνους που “σχεδιάζουν” την καταπολέμηση. Το βέβαιο όμως είναι ότι υπάρχει πλήρης απαξίωση του συστήματος δακοκτονίας στην κοινή συνείδηση των αγροτών.
Δικαιολογημένη η αντίληψη αλλά και επικίνδυνη, καθώς κερδίζει έδαφος η αντίληψη κατάργησης εισφοράς δακοκτονίας και η κατά μόνας αντιμετώπιση του προβλήματος. Επικίνδυνη φυσικά για τους ίδιους τους παραγωγούς γιατί η δακοκτονία δεν μπορεί παρά να γίνεται οργανωμένα και ομαδικά. Θα ήταν ιδανικό ασφαλώς να υπάρχουν συνεταιρισμοί ή ομάδες παραγωγών κατά περιφέρειες που θα έπαιρναν πάνω τους την υπόθεση αυτή. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχουν, και στις συγκεκριμένες συνθήκες με την ιδεολογική κυριαρχία τού “εγώ” και την απαξίωση των συλλογικοτήτων, πολύ δύσκολα θα δημιουργηθούν και θα δράσουν με επιτυχία. Η δακοκτονία χρειάζεται ριζική αναδιοργάνωση πέρα από κάθε αμφισβήτηση και αυτό δεν μπορεί παρά να γίνει με την ανάληψη της διοικητικής ευθύνης από τις εγγύτερες στους παραγωγούς θεσμικές οργανώσεις. Και φυσικά αυτές δεν μπορεί παρά να είναι οι δήμοι, η διοίκηση των οποίων εξαρτάται άμεσα από τους παραγωγούς. Και ως εκ τούτου έχουν κάθε λόγο το έργο να εκτελείται επιτυχώς, διαφορετικά η διοίκησή του θα έρθει αντιμέτωπη με το θυμό των παραγωγών σε περίπτωση ανεπαρκούς κάλυψης. Χθες έπρεπε να έχει αρχίσει μια τέτοια συζήτηση με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων, έτσι ώστε να εντοπιστούν τάχιστα όλα τα προβλήματα και να ληφθούν μέτρα ριζικής αντιμετώπισης. Με χαρτοπόλεμο, προσπάθεια απόκρυψης ευθυνών και “κατάρες” για τους υπεύθυνους και του χρόνου ο δάκος θα κάνει θραύση αν τον ευνοήσουν οι συνθήκες.
Η υπόθεση της καταστροφής από τους εχθρούς της ελιάς δεν αφορά ατομικά μόνο τον κάθε παραγωγό, αλλά την ίδια την εθνική μας οικονομία. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα προϊόντα, βρίσκεται στην κορυφή των εξαγωγών και στηρίζει σε σημαντικό βαθμό την περιφερειακή Ελλάδα. Μόνο αν αντιμετωπιστεί ως τέτοιο πρόβλημα από την Πολιτεία μπορεί να δοθούν ριζικές λύσεις. Χρειάζεται ευαισθησία, έρευνα, οργάνωση και επαρκή χρηματοδότηση έτσι ώστε η προστασία να πάρει καθολικό και αποτελεσματικό χαρακτήρα. Ναι, είναι τα αυτονόητα για την κοινή λογική, τα οποία όμως δεν γίνονται. Δυστυχώς κανένας δεν παραδειγματίζεται με τη σοβαρή προσπάθεια που γίνεται στις άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες και η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις έχει θεαματικά αποτελέσματα. Ιδρύματα, οργανισμοί, πανεπιστήμια ασχολούνται με όλο το φάσμα των θεμάτων που υπάρχουν γύρω από το ελαιόλαδο, καινοτομούν, προσπαθούν να δώσουν λύσεις. Δυστυχώς στην Ελλάδα όχι μόνο δεν γίνεται ουσιαστική έρευνα για αντίστοιχα ζητήματα, αλλά επιχειρείται να κλείσουν και οι τελευταίοι φορείς που θα μπορούσαν να προσφέρουν. Αμέτρητες φορές έχουμε γράψει σχετικά με την αναγκαιότητα χάραξης εθνικής πολιτικής για το ελαιόλαδο αλλά το πολιτικό προσωπικό αγρόν αγοράζει και αναλώνεται σε υποσχέσεις προς άγραν ψήφων. Τα καμπανάκια βαράνε εδώ και χρόνια, κάποια στιγμή θα πρέπει να αφυπνισθούν άπαντες γιατί μετά θα είναι αργά για όλους. Και πρώτοι απ' όλους οι αγρότες που θα πρέπει να αναζητήσουν τρόπους και μορφές οργάνωσης για αποτελεσματική διεκδίκηση λύσεων στα ζητήματα που απασχολούν την παραγωγή τους”.
Δυο χρόνια μετά, αδίκως ο φίλος μου έλεγε “φέτος θυμηθήκαμε τα κλασικά για τον δάκο”. Γιατί μπορεί να τα θυμήθηκαν όσοι ασχολούνται αλλά όχι και οι πάσης φύσεως και επιπέδου “αρμόδιοι”. Κατάφεραν να ξεκινήσουν κατόπιν εορτής τη δακοκτονία, τους ξέφυγε ο δάκος και μετά... άντε να τον πιάσεις. Ιδανικές για την ανάπτυξή του μέχρι και τώρα οι συνθήκες και από πίσω το γλοιοσπόριο. Ουκ ολίγοι ραντίζουν και ξαναραντίζουν (με όποιους κινδύνους κρύβει αυτό), αλλά ο δάκος καραδοκεί. Ο κόσμος τρέχει πανικόβλητος να μαζέψει, συνεργεία δεν υπάρχουν, οι οξύτητες είναι ήδη μεγάλες και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα γίνει. Η κλιματική αλλαγή είναι εμφανής, το κλίμα στη Μεσσηνία ρέπει προς το ξηροθερμικό με τάση να μονιμοποιηθεί με απρόβλεπτες συνέπειες για τους παραγωγούς και την οικονομία του τόπου. Η Πολιτεία και οι συντεταγμένοι θεσμοί της δεν έχουν ακούσει ακόμη τις καμπάνες...