Και δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί ως πρωτοφανές το γεγονός ότι για την ταφόπλακα της αρχαίας πόλης έχουν προϋπολογισθεί 1,7 εκ. ευρώ. Τώρα θα μου πείτε εδώ καταστρέφουν την αρχαία Θεσσαλονίκη, η Καλαμάτα θα γλίτωνε; Μέχρι την τελευταία στιγμή ήθελα να πιστεύω ότι θα βρίσκονταν κάποιοι άνθρωποι να υψώσουν φωνή και να αντισταθούν στο προγραμματισμένο έγκλημα σε βάρος της ιστορίας της πόλης. Η διάψευση είναι οικτρή, η πολιτική για την πόλη δεν ασκείται πλέον στο δημόσιο χώρο αλλά στις παρέες και τα καφενεία.
Διάβασα το κείμενο με τις παρεμβάσεις και διαπίστωσα ότι οι “υποψίες” που κατά καιρούς από τις στήλες της “Ελευθερίας” έχω εκφράσει, ήταν απολύτως βάσιμες. Το σκεπτικό της ανάπλασης δεν αντιμετωπίζει την πλατεία ως δημόσιο χώρο αλλά ως μέσο “ανάδειξης” της Υπαπαντής. Ακόμη και τα λιγοστά δέντρα θα φυτευτούν στη βόρεια πλευρά “ώστε να μην εμποδίζουν την προοπτική της πλατείας από τους διερχόμενους”. Η “προοπτική” της εκκλησίας πάει και έρχεται, με στόχο το θρησκευόμενο ακροατήριο, πλατεία κρανίου τόπος με κάτι δεντράκια στη λογική της “θρησκευτικής μεγαλοπρέπειας”. Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε, ολόκληρο θρησκευτικό μνημείο την πλήρωσε για την “προοπτική” της νεότερης Υπαπαντής. Η ιστορική εκκλησία του Αγίου Αθανασίου Τζάνε κατεδαφίστηκε για να ανοίξει η Υπαπαντής και να φαίνεται από την “Κάτω πλατεία” η εκκλησία της Υπαπαντής. Ως πρόσχημα χρησιμοποιήθηκε η διέλευση του τραμ, αλλά ακόμη και ο Γιάννης Αναπλιώτης εκτιμούσε ότι ο πραγματικός σκοπός ήταν η “προοπτική” της Υπαπαντής. Τότε δόθηκε μάχη από τους πνευματικούς ανθρώπους να μην κατεδαφιστεί η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, η οποία πρωτοστατούντος του Νικολάου Πολίτη είχε κηρυχθεί μνημείο. Και η ανάδοχος εταιρεία είχε δεχθεί να μην κατεδαφιστεί δεσμευόμενη να λειτουργήσει το τραμ. Ο Αγιος Αθανάσιος βρισκόταν πάνω από τη συμβολή των σημερινών οδών Υπαπαντής και Μητροπολίτου Μελετίου. Το σχέδιο των τοπικών παραγόντων που συναντούσε ισχυρές αντιδράσεις στα αρμόδια υπουργεία, ήταν να ανεβαίνει το τραμ όλη την Υπαπαντής, να περνάει μπροστά από την εκκλησία και να κατεβαίνει προς Φραγκόλιμνα. Η εταιρεία επικαλούμενη και προβλήματα με την... ανηφόρα, πρότεινε να μην κατεδαφιστεί ο Αγιος Αθανάσιος, αλλά το τραμ να περάσει από το δρόμο μπροστά από αυτόν: “Λέγεται ότι η Εταιρεία των Ηλεκτρικών Τροχιοδρόμων αποκρούσασα την ένωσιν των δύο γραμμών διά της πλατείας Υπαπαντής ενεργεί υπέρ της ορθοστασίας του κειμηλίου, επιθυμούσα την εκτέλεσιν της ενωτικής γραμμής διά της παρά τον Αγιον Αθανάσιον οδού” (“Θάρρος” 10/3/1910). Φυσικά τα 50 μέτρα διαφορά δεν ήταν το πρόβλημα, καθώς σύμφωνα με το δημοσίευμα που προαναφέρθηκε “η λεωφόρος Υπαπαντής οριστικώς καταστρέφεται”. Και ο Αγιος Αθανάσιος “έπεσε” λίγο αργότερα.
“Μιάσματα” θεωρήθηκαν και τα οικοδομήματα της αρχαίας πόλης που βρέθηκαν κάτω από τα χώματα της πλατείας Υπαπαντής όταν επιχειρήθηκε η ανάπλαση. Ηταν την περίοδο 1960-1961 όταν ο έφορος Αρχαιοτήτων Νίκος Γιαλούρης έκανε δοκιμαστικές τομές ενόψει της προγραμματιζόμενης τότε “ανάπλασης” της πλατείας, καθώς είχαν γίνει και απαλλοτριώσεις κτηρίων στη δυτική πλευρά που κατεδαφίστηκαν για να διευρυνθεί. Πρέπει να σημειωθεί ότι το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων στη δυτική πλευρά της σημερινής πλατείας (έχει... όνομα και δεν είναι απλώς εκκλησάκι) ήταν στην αυλή του πύργου Αλεξάκη που κατεδαφίστηκε τότε. Στις δοκιμαστικές τομές ήρθε στο φως μεγάλο αρχαίο κτίσμα δημόσιου χαρακτήρα που χρονολογήθηκε ανάμεσα στους Ελληνιστικούς και Υστερους Ρωμαϊκούς χρόνους. Οι ανασκαφές σταμάτησαν, οι Καλαματιανοί που ήταν τότε μαθητές θυμούνται για πολύ καιρό τις λάσπες και τη σκόνη καθώς ο χώρος ήταν το... προαύλιο του σχολείου. Και τελικά οι τότε κυβερνώντες πιεζόμενοι από εκκλησιαστικούς παράγοντες αποφάσισαν να θάψουν τις αρχαιότητες κάτω από τόνους χώματος, αντί να προχωρήσουν σε συστηματική έρευνα περιλαμβάνοντας όλους τους ελεύθερους χώρους της περιοχής. Και απαγορεύοντας οποιαδήποτε εργασία εκσκαφής χωρίς την παρουσία των αρμόδιων αρχαιολόγων. Πολλές εργασίες έγιναν... νύχτα και στο άψε-σβήσε για να μην εμφανιστούν ίχνη αρχαίων κατασκευών αλλά και νεότερων σημαντικής αξίας. Μόνο αν σκεφθεί κανείς ότι η Μεγάλη Πηγάδα στην Υπαπαντής από την οποία υδρευόταν μεγάλο μέρος της Καλαμάτας είχε αγκωνάρια από αρχαίες πέτρες, όπως φαίνεται στις φωτογραφίες και ότι στο κτήριο Κορφιωτάκη πριν το σεισμό υπήρχαν κίονες βυζαντινής εποχής -αν δεν με απατά η μνήμη από προφορική συζήτηση χρονολόγησης- καταλαβαίνει τι μπορεί να υπήρχε και τι μπορεί να υπάρχει κάτω από την “παλιά πόλη”.
Οι άνθρωποι που ενδιαφέρονταν για τις αρχαιότητες δεν ανακάλυψαν τα λείψανά της το 1960-1961. Τότε η σκαπάνη έπεσε πάνω στη μεγάλη απόδειξη και όσο μεγάλη είναι η απόδειξη τόσο περισσότερο κάποιοι επιδιώκουν να την θάψουν. Δεν γνωρίζω πόσοι Καλαματιανοί γνωρίζουν τι ήταν εκείνος ο Ανδρέας Σκιάς που του έβγαλαν... και δρόμο, εκείνο που γνωρίζω είναι πως ο σπουδαίος αυτός Καλαματιανός καθηγητής πανεπιστημίου ήδη από το 1911 είχε εντοπίσει θεμέλια πύργου και το τείχος οχύρωσης της πόλης (για την οποία υποστηρίζεται πως ήταν οι αρχαίες Φαραί), νοτίως του Κάστρου και κάπου στο ύψος της Μητροπολίτου Μελετίου. Ο ίδιος είχε προσδιορίσει και την περιοχή που περιέβαλαν τα τείχη αυτά, μέσα στην οποία ήταν οι λόφοι προς βορρά από την ανατολική πλευρά του Νέδοντα. Από τους “μανιώδεις” κυνηγούς των ιχνών της αρχαίας πόλης ο μπαρμπα-Γιάννης Ταβουλαρέας εντόπισε μέσα σε αυτό το περίγραμμα του Ανδρέα Σκιά ένα πλήθος στοιχείων ερευνώντας από το 1952: Αρχαίους τάφους στη Μονή Καλογραιών (πύργος Βαρσαμά μέχρι την κατεδάφισή του στα μέσα της δεκαετίας 1950-1960, δωρεά στη μονή). Τάφο ρωμαϊκής περιόδου κατά την εκσκαφή των θεμελίων της ιερατικής σχολής, πιθοειδείς αποθήκες ρωμαϊκής περιόδου όταν κατεδαφίστηκε ο πύργος Αλεξάκη, εκεί που βρισκόταν παλιά ο ανδριάντας του Χρυσόστομου Δασκαλάκη. Οι Αμερικάνοι αρχαιολόγοι που εργάστηκαν στην περιοχή την περίοδο από το 1960 μέχρι το 1966 έφεραν στο φως ευρήματα στις Τούρλες που υποστηρίζουν την άποψη ότι στο περίγραμμα που προαναφέρθηκε υπήρχε η αρχαία πόλη. Εχουν εντοπιστεί ακόμη και ίχνη των αρχαίων δρόμων, τα οποία βεβαίως καταστρέφονται στο πέρασμα του χρόνου και του... ανθρώπου που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να κάνει τη δουλειά του.
Ολα αυτά είναι γραμμένα πολλές φορές, επιμένω στη σκέψη ότι “επανάληψις μήτηρ μαθήσεως” και το κείμενο αυτό ελπίζω να μην αποτελέσει το “μνημόσυνο” μιας πολύ σημαντικής υπόθεσης για την ιστορία του τόπου. Και αυτό μπορεί να αποφευχθεί ουσιαστικά σε μία και μόνη περίπτωση: Να κάνει λάθος καμιά τσάπα και να σκάψει βαθύτερα από το προγραμματισμένο σημείο και να αποκαλυφθούν αρχαιότητες. Αλλά και αυτό να συμβεί προϋποθέτει ότι θα υπάρχει η επιβαλλόμενη παρακολούθηση έτσι ώστε να μην κουκουλωθούν “σε χρόνο μηδέν” τα ευρήματα αν συμβεί κάτι τέτοιο. Πολλά τα “αν” και η αβεβαιότητα, το σίγουρο όμως είναι ένα: Αν πέσουν οι τόνοι τσιμέντου και στρωθούν οι πλάκες της “ανάπλασης” θα πρέπει να ξεχάσουμε την υπόθεση για πολλές δεκαετίες, ίσως και για πάντα. Κάποιοι Καλαματιανοί στις αρχές της δεκαετίας του 1960-1970 προσπάθησαν να μην κουκουλωθούν τα αρχαία. Δεν τα κατάφεραν γιατί αποδείχθηκε πολύ πιο ισχυρός ο εκκλησιαστικός μηχανισμός. Σήμερα τα πράγματα παίρνουν την ίδια τροπή, γιατί έτσι αποφάσισαν κάποιοι τοπικοί παράγοντες που μπροστά στα “ψηφαλάκια” αδιαφορούν για την τοπική ιστορία και τις αρχαιότητες και ας φορούν κατά καιρούς χλαμύδες παριστάνοντας τους... απογόνους των αρχαίων Ελλήνων. Τώρα βεβαίως μπορεί να μην... την βρουν από τους ελάχιστους υποστηρικτές της ανάγκης ανάδειξης των αρχαιοτήτων. Κινδυνεύουν όμως να την βρουν από εκείνους που θα προσπαθούν ματαίως να πλησιάσουν το Ιστορικό Κέντρο και από εκείνους οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε αυτό. Αυτό όμως είναι μια άλλη υπόθεση, η οποία απλώς αναδεικνύει την ανεπάρκεια συνολικής διαχείρισης της ζωής και της δραστηριότητας στο Ιστορικό Κέντρο χωρίς “κεντρικό πυρήνα”, γύρω από τον οποίο θα μπορούσαν να “χτιστούν” οι δράσεις. Καλά... ξεμπερδέματα, αλλά η “προοπτική” υπεράνω όλων.