Εκείνη που διασώθηκε αλλά και εκείνη που κινδυνεύει να χαθεί στο πέρασμα του χρόνου. Και αυτή η αντιφατική εικόνα έχει να κάνει κυρίως με τα παλιά κτήρια της πόλης, που έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα μνημεία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Ευκαιρία λοιπόν να μιλήσουμε γι' αυτά και να θέσουμε για μια ακόμη φορά το ζήτημα. Ενα παλιό κείμενο παραμένει πάντα επίκαιρο για να υπενθυμίζει την αδιαφορία απέναντι στον ιστορικό πλούτο της πόλης.
Λίγα χρόνια πριν την αυγή του 20ού αιώνα ο Νέδοντας περιόριζε την πόλη από τη δυτική πλευρά στα όρια του λόφου που κατεβαίνει από το Κάστρο και “σβήνει” περίπου στη σημερινή πλατεία Ταξιαρχών. Περνούσε δίπλα από τους Αγίους Αποστόλους, συνέχιζε στα σκαλιά του Αγίου Νικολάου, και νοτιότερα απλωνόταν στην πεδινή περιοχή, στην οποία μάλιστα έδωσε το τοπωνύμιο “Ποταμιά”. Από την ανατολική πλευρά περιοριζόταν από τα ρέματα μετά το νεκροταφείο (με πρώτο τον Βέλιουρα), στην άλλη πλευρά του λόφου, του οποίου τα χαρακτηριστικά έχουν εξαφανιστεί από την πυκνή δόμηση μετά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η κεντρική πλατεία, ο Νέδοντας διακλαδιζόταν σχηματίζοντας ένα μεγάλο δέλτα και οι Καλαματιανοί κυνηγούσαν... πάπιες, σύμφωνα με τους ανθρώπους οι οποίοι άφησαν τυπωμένες στο χαρτί τις μνήμες εκείνης της εποχής. Αυτή η εικόνα της πόλης εξηγεί και το γεγονός ότι τα περισσότερα και παλαιότερα διατηρητέα κτήρια είναι συγκεντρωμένα στον αυχένα του λόφου κάτω από το Κάστρο και δυτικά της Υπαπαντής.
Η πόλη, στην εξέλιξη του αστικού μετασχηματισμού της, χρειάστηκε ζωτικό χώρο για να αναπτυχθεί. Και αυτό διασφαλίστηκε από τα πρώτα έργα διευθέτησης του Νέδοντα προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Με τα πρωτόγονα μέσα εκείνης της εποχής έγινε εκβάθυνση του και Δαφνώνα λεγόμενου ποταμού (από τις πολλές δάφνες που φύτρωναν εκεί) και κατασκευάστηκε τοίχος που τον περιόριζε περίπου μεταξύ των οδών Νέδοντος και Αρτέμιδος. Για να προστατευτεί το λιμάνι στο οποίο χυνόταν, στο τέλος μαζί με την εκβάθυνση του έδωσαν και μια στροφή προς τα δυτικά, η οποία αρχίζει στη γέφυρα νοτίως του Δημαρχείου. Πριν γίνει αυτό, το ποτάμι είχε προλάβει να... σηκώσει τη στρωμένη μέχρι την Παραλία σιδηροδρομική γραμμή, καθώς περνούσε μέσα από το σημερινό πάρκο όπως φαίνεται και από το ανάγλυφο της περιοχής. Οι επεμβάσεις αυτές έδωσαν τη δυνατότητα να διανοιχθεί η Αριστομένους και να αναπτυχθεί οικιστικά η περιοχή νοτίως των Αγίων Αποστόλων και εκατέρωθεν του δρόμου. Στη δυτική πλευρά του ποταμού, η συστάδα των διατηρητέων στις οδούς Αρτέμιδος, Είρας και Μεσσήνης αποτυπώνει αυτή την εξέλιξη. Τώρα βεβαίως πώς το ποτάμι έγινε οικόπεδα με ιδιοκτησίες, είναι μια άλλη ανεξερεύνητη ιστορία από τις πολλές εκείνης της εποχής. Η κατασκευή του λιμανιού έδωσε ζωή και στην Παραλία, όπου πέραν των εξοχικών τα οποία κατασκεύασαν εύπορες οικογένειες, αναπτύχθηκε ένας οικισμός που απέκτησε και σχέδιο, τα σημάδια του οποίου διατηρήθηκαν μέχρι τις ημέρες μας με τους κάθετους και ευθείς δρόμους. Εκείνο που εξαφανίστηκε ήταν η πλατεία, επί της οποίας κατασκευάστηκε το Τελωνείο, και η μεγάλη αυτή περιοχή έμεινε ουσιαστικά χωρίς κέντρο εμπορικών και άλλων υπηρεσιών. Και αυτό, παρά τις κινητοποιήσεις τη δεκαετία του 1920 για πλατεία στην “εκβολή” της Φαρών, κατά τις οποίες μάλιστα οι περίοικοι πρόσφεραν οικόπεδα.
Ουσιαστικά αυτή που περιγράφηκε ήταν η αστική περιοχή της Καλαμάτας, με τους εμπόρους και επιχειρηματίες αλλά και τα υποστηρικτικά επαγγέλματα. Η “άλλη πόλη” με τον αγροτικό πληθυσμό βρισκόταν στα “Καλύβια” της, στη δυτική πλευρά του Νέδοντα, δυτικά από το Κάστρο. Αλλά και σε δύο άλλα χωριά λίγο μακρύτερα, το Αβραμιού και τα Μιχαλέικα. Η περιοχή των Καλυβίων έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διέθετε ίσως τα παλαιότερα κτίσματα, τα οποία όμως εξαφανίστηκαν στο πέρασμα του χρόνου, με τα τελευταία ίχνη να χάνονται στην περίοδο μετά τους σεισμούς του 1986. Το Αβραμιού, τυπικό χωριό δίπλα στην πόλη, έγινε ο πυρήνας για τη δημιουργία μιας πυκνοκατοικημένης περιοχής αυθαιρέτων γύρω στα 1920, ενώ τα Μιχαλέικα “άδειασαν” από τους κατοίκους τους, οι οποίοι σταδιακά μετακινήθηκαν προς άλλες περιοχές, πιο κοντινές στον “αστικό” ιστό. Στην ανατολική πλευρά της πόλης “συστάδες αυθαιρέτων” στέγασαν από εκείνη την εποχή τους εργάτες που έφθαναν από διάφορες περιοχές της Μάνης και για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά.
Η παλιά πόλη κρατήθηκε σχεδόν αλώβητη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Για να υποκύψει ανυπεράσπιστη απέναντι σε μικρά και μεγάλα συμφέροντα όταν άρχισε η επέλαση του τσιμέντου και η πολυκατοικιοποίηση της πόλης. Θύματα, τόσο η “καρδιά” του Ιστορικού Κέντρου όσο και ορισμένα από τα σημαντικότερα κτήρια της πόλης, όπως αυτό της Εθνικής Τράπεζας, το οποίο στην αρχική του μορφή διέθετε μέχρι και χώρο για θεατρικές παραστάσεις, σύμφωνα με τα όσα ιστορούνται σε εφημερίδες της εποχής. Οι τραπεζίτες το κατεδάφισαν και σχεδίασαν ένα κτήριο... ξενοδοχείου (έτσι εξηγείται μορφή και διαρρύθμιση), αλλά μετά από τις πιέσεις των... ανταγωνιστών άλλαξαν τα σχέδια και το μετέτρεψαν σε τσιμεντόκουτο γραφείων. Κάτι σαν θαύμα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί το γεγονός ότι δεν ισοπεδώθηκε όλη η περιοχή. Ενα θαύμα το οποίο σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην εμπορική δραστηριότητα που είχε αναπτυχθεί εκεί -οπότε ήταν σχετικά δύσκολο να γίνουν επεμβάσεις- όπως και στον δημόσιο χαρακτήρα ορισμένων κτηρίων. Αλλά και στο γεγονός ότι νοτιότερα στα... χωράφια η αντιπαροχή είχε... πεδίον δόξης λαμπρόν και πολύ μεγαλύτερα κέρδη.
Μια καταγραφή των κτηρίων λίγο πριν τους σεισμούς του 1986 αποτέλεσε την ασπίδα για το μεγάλο όγκο των διατηρητέων. Είχε ανατεθεί από το Δήμο Καλαμάτας και αποτέλεσε τη βάση για να κινηθούν πολύ γρήγορα οι διαδικασίες έτσι ώστε να γίνουν χαρακτηρισμοί πριν πιάσουν δουλειά οι μπουλντόζες. Για να σωθούν τα διατηρητέα δόθηκαν μάχες, και σε αυτές υπήρξαν... απώλειες με κάποιους αποχαρακτηρισμούς. Σημαντικά ποσά που ήρθαν ως ενίσχυση για την πόλη διατέθηκαν από τον δήμο για την αγορά σημαντικών κτηρίων που στέγασαν ζωτικές λειτουργίες του και στεγάζουν σημαντικές δραστηριότητες στον τομέα των γραμμάτων και του πολιτισμού. Αναπτύχθηκαν διεκδικήσεις και δόθηκαν κίνητρα τα οποία διευκόλυναν την αποκατάσταση πολλών ιδιωτικών κτηρίων. Δεν στάθηκαν όμως ικανά για την αποκατάσταση του συνόλου των διατηρητέων. Γιατί και η πολιτική ηγεσία δεν ανταποκρίθηκε στο σύνολο των αιτημάτων, ακόμη και στην εποχή της μεγάλης ευαισθησίας όταν “χρήματα υπήρχαν”. Αλλά και γιατί υπάρχει ένα πλήθος ιδιοκτησιακών και άλλων προβλημάτων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις τα διαθέσιμα χρήματα σώθηκαν με την αγορά και οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες για επενδύσεις ανακατασκευής. Η συρρίκνωση της εμπορικής δραστηριότητας ήταν ένας ακόμη παράγοντας που άφησε στην τύχη τους τα κτήρια “πίσω από τη βιτρίνα”.
Μετά την πρώτη περίοδο, το ενδιαφέρον των δημοτικών αρχόντων έσβησε, τα κτήρια -ακόμη και τα δημοτικά- εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους και το ενδιαφέρον περιορίστηκε σε ελάχιστα που κάποιοι επιχειρηματίες εκτιμούν πως έχουν εμπορική αξία. Για τα υπόλοιπα, το μέλλον τους εξαρτάται από τις κατασκευαστικές αντοχές σε αναμονή ενός... θαύματος. Δυστυχώς στα χρόνια που πέρασαν οι εκάστοτε ηγεσίες των υπουργείων Πολιτισμού μοίραζαν τα χρήματα των ειδικών λογαριασμών σε “ημέτερους” μέσα από μια αλυσίδα υπαρκτών ή και "μαϊμούδων" συλλόγων για να εξασφαλίσουν ψήφους. Δεν έγινε καμία προσπάθεια ένταξης ή δημιουργίας ευρωπαϊκών προγραμμάτων, όταν το κράτος σήκωνε ψηλά τα χέρια από τις δημόσιες επενδύσεις. Και τέλος πάντων, δεν ανησύχησαν οι δημοτικοί παράγοντες, δεν έχει γίνει εδώ και περισσότερα από 25 χρόνια ούτε μια συζήτηση στο Δημοτικό Συμβούλιο για να εκτιμηθεί η κατάσταση των κτηρίων και να ανταλλαγούν απόψεις για το τι “μέλλει γενέσθαι”.
Τα διατηρητέα κτήρια περικλείουν τη νεότερη ιστορία της πόλης. Είναι μνημεία αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και στοιχεία τοπικού πολιτισμού. Πρόκειται για υπόθεση της πόλης, η οποία περιμένει εδώ και χρόνια να εκδηλώσει επιτέλους και πάλι το ενδιαφέρον του ο Δήμος Καλαμάτας. Αν δεν γίνει κάτι τέτοιο, τα πανέμορφα κτήρια θα συνυπάρχουν για δεκαετίες με τα ερείπια, εμφανίζοντας μια πόλη ανίκανη να προστατεύσει το ιστορικό της παρελθόν και να μετατρέψει την προίκα της σε μέλλον με ποιότητα ζωής.