Τετάρτη, 07 Απριλίου 2021 18:32

Επί Τάπητος: Η πλήρης ανασκαφή, μέρος της ιστορίας μας

Γράφτηκε από τον
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)


Η απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού για τη σωστική ανασκαφή και εφόσον καταστεί δυνατόν την ανάδειξη των αρχαίων της Υπαπαντής, αποτελεί πλέον μέρος της ιστορίας της.

Θα έλεγε κάποιος ότι δεν μένει τίποτε άλλο από την υλοποίηση αυτής της απόφασης, πλην όμως υπάρχει ένα “αλλά”. Και αυτό έχει να κάνει με προσπάθειες υπονόμευσης της απόφασης από διάφορες πλευρές. Είναι κάτι το οποίο δεν θα πρέπει να επιτρέψουν όσοι πραγματικά νοιάζονται για την ιστορία της πόλης. Θέλω να πιστεύω ότι με την κινητοποίηση όλων μας θα υλοποιηθεί η απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού και θα αναδεχθεί το ιστορικό βάθος της οίκησης στην πόλη.
Για να υπάρξει μια βάση συζήτησης, δεν έχουμε παρά να πάμε πίσω 61 χρόνια, όταν με την υπόδειξη του μπαρμπα-Γιάννη Ταβουλαρέα, ο έφορος Αρχαιοτήτων Νίκος Γιαλούρης προχώρησε σε ανασκαφές στην περιοχή: Ενα τμήμα τοίχου στο (σημερινό) νοτιοανατολικό πεζοδρόμιο της πλατείας Υπαπαντής και τμήματα κάθετα στη (σημερινή) Μητροπολίτου Χρυσοστόμου Θέμελη, αποκαλύφθηκαν εκείνη την εποχή. Ο αείμνηστος Γιαλούρης σε δηλώσεις και έγγραφα της εποχής τονίζει τη σημασία του μνημείου εκτιμώντας πως ήταν και το μοναδικό στοιχείο το οποίο αποδείκνυε ότι η Καλαμάτα ήταν “απόγονος” της αρχαίας πόλης των Φαρών. Οι κυβερνητικοί αρμόδιοι έδωσαν υποσχέσεις για ανάδειξη των αρχαιοτήτων, οι εργασίες σταμάτησαν με σκοπό να συνεχιστούν αργότερα. Κάτι που δεν έγινε ποτέ καθώς οι μπουλντόζες με “άνωθεν” εντολή μπάζωσαν τις αρχαιότητες και χάθηκαν τα ίχνη τους μετά από 6-7 μήνες που έμεναν ανοιχτά τα ορύγματα. Το γεγονός προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από αρχαιόφιλους συμπολίτες και ο Γιαλούρης σε επιστολή του προς το αρμόδιο υπουργείο επιβεβαιώνει το γεγονός, αναφέρεται στη σημασία της μνημειακής αποκάλυψης και τονίζει την ανάγκη να ολοκληρωθεί η ανασκαφή. Το γεγονός αυτό αποκαλύφθηκε πριν από χρόνια από τον αείμνηστο Νίκο Ι. Ζερβή ο οποίος παρουσίασε το έγγραφο στο “Θάρρος”, αλλά οι αρμόδιοι δεν έδωσαν σημασία. Το προσέφερε στην ομάδα ο γιος του Γιάννης και αποτέλεσε κρίσιμο στοιχείο καθώς αποδείκνυε με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι τα αρχαία δεν ήταν σε “κατάχωση” με την επιστημονική έννοια του όρου (πράγμα που σημαίνει ότι ήταν προστατευμένα), αλλά είχαν μπαζωθεί νύχτα και χωρίς να γνωρίζει κανένας τι έγιναν τα ευρήματα (πράγμα που σημαίνει ότι κινδύνευαν και έπρεπε να αποκαλυφθούν).
Από εκείνο το έγγραφο κρατάμε ένα από τα σημεία του: Η ανασκαφή του κτηρίου δεν είχε ολοκληρωθεί και αυτό έπρεπε να γίνει σε επόμενο χρόνο γιατί η υπόθεση δεν ήταν επείγουσα. Φυσικά δεν εννοούσε ότι και μετά από 61 χρόνια η ανασκαφή θα συνέχιζε να μην είναι επείγουσα. Με πολύ καθαρό τρόπο όμως τόνιζε ότι θα πρέπει να ολοκληρωθούν οι ανασκαφές και να αποκαλυφθεί πλήρως το μνημείο. Και εδώ θα χρειαστεί μια σημαντική κατά τη γνώμη μου διευκρίνιση: Με βάση τις φωτογραφίες εκείνης της εποχής, στην προσπάθεια που καταβλήθηκε από την ομάδα “Σώστε τα αρχαία της Υπαπαντής” αποτυπώθηκε η θέση των ευρημάτων με σχετική ακρίβεια. Ο εντοπισμός των αρχείων της ανασκαφής έκανε δυνατό τον ακριβή προσδιορισμό της θέσης των τμημάτων που είχαν ανασκαφεί. Η απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το αυτονόητο: Με βάση τις θέσεις των ευρημάτων ζητά να ολοκληρωθεί η ανασκαφή. Και αναφέρεται σε ανασκαφή του συγκεκριμένου κτηρίου, δεν ζητά να γίνει συστηματική ανασκαφή σε όλη την πλατεία. Σωστική ανασκαφή του κτηρίου λοιπόν, του οποίου γνωρίζουμε κάποια “μέλη”, και όπως σημείωσε στις δηλώσεις της η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευαγγελία Μηλίτση-Κεχαγιά, “το ζητούμενο είναι να δούμε τι συμβαίνει στην περιοχή, ώστε να τεκμηριώσουμε και τη σχέση της με την υπόλοιπη αρχαιολογική περιοχή, και αν δεν σκάψουμε και στη Χρυσοστόμου Θέμελη αυτό δεν θα είναι δυνατόν να το διαπιστώσουμε”. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην ΕΡΑ πρόσθεσε ότι “θα γίνει έρευνα και μάλιστα εξαντλητική για να αποκαλυφθούν οι αρχαιότητες, γιατί στην προηγούμενη ανασκαφή του 1960 δεν είχε εξαντληθεί η έρευνα και δεν είχαν φτάσει στα βαθύτερα στρώματα, παρά μόνο στα ευρήματα του 4ου π.Χ. αιώνα, ενώ φαίνεται ότι υπάρχουν και προγενέστερα”.
Το αυτονόητο είναι πως έχοντας ένα μέρος ανασκαφής σε δημόσιο χώρο, θα πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις πιθανότητες για την ανάδειξη του κτηριακού συγκροτήματος. Αυτό που μπορεί και πρέπει να διατηρηθεί ορατό θα το δείξει η αρχαιολογική σκαπάνη, ανάλογα με την κατάσταση των ευρημάτων που θα εντοπισθούν. Κανένας δεν μπορεί και δεν δικαιούται νομικά, ηθικά και πολιτικά να προκαθορίσει πού θα γίνει ανασκαφή. Αυτό προσδιορίζεται με βάση τις αρχές και τους κανόνες της αρχαιολογικής επιστήμης και παίρνει ως βάση του το γεγονός ότι, μέσα από τη διαδικασία της ανασκαφής, επιχειρείται να αποκαλυφθεί το βάθος της ιστορίας του τόπου και όχι να βρεθεί ένας τοίχος για να λειτουργεί ως… τουριστική ατραξιόν. Αν θέλετε μια αναλογία, είναι σαν να έχεις ένα διατηρητέο από το οποίο, επειδή δεν σε βολεύει, κρατάς τον έναν τοίχο για να… φαίνεται και γκρεμίζεις τους άλλους. Δεν είναι ιδιωτικό οικόπεδο, αλλά δημόσιος χώρος, και κανένας δεν έχει ιδιοκτησιακό δικαίωμα πάνω σε αυτόν, όποιο αξίωμα και αν κατέχει. Αντιθέτως επιβάλλεται ενθέρμως και με κάθε μέσο να υποστηριχθεί από τους διευθύνοντες την τύχη της πόλης η απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού και παράλληλα να εξασφαλιστούν οι πόροι για το βέλτιστο αποτέλεσμα. Λογική του “μέσου όρου” δεν υπάρχει, και η ανησυχία που πρέπει να υπάρχει είναι τι έχει σωθεί από εκείνη την εποχή και τι μπορεί να διασωθεί. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει αν η ανασκαφή δεν πραγματοποιηθεί κατά πώς ορίζει η απόφαση. Θα ήταν σημαντικό για την ταυτότητα της πόλης και την ιστορία της, αν με την ανασκαφή και τις κατάλληλες παρεμβάσεις μπορούσε να ενοποιηθεί η περιοχή στην οποία θα μπορούν να υπάρχουν ένα αρχαίο κτίσμα, το κάστρο της διαχρονικής κατοχής και χρήσης, το μοναδικό κτίσμα της εποχής της Τουρκοκρατίας (Κορφιωτάκειο) ως μουσείο και το νεότερο εκκλησιαστικό μνημείο της Υπαπαντής. Μια συνύπαρξη η οποία θα συμβόλιζε την αδιατάρακτη οίκηση της εποχής από την αρχαιότητα.
Αυτό θα έπρεπε να είναι ο κεντρικός στόχος και πάνω σε αυτόν να προσαρμοστούν όλες οι άλλες ρυθμίσεις και χρήσεις της περιοχής. Είναι αδιανόητο να σκέφτεται κάποιος (και μάλιστα παράγοντας) ότι θα πρέπει να πάμε ανάποδα: Να προσαρμόσουμε το εύρος των ανασκαφών και την ανάδειξη του αρχαίου κτηρίου, στις ανάγκες των… αυτοκινήτων. Ο κόσμος δεν το έχει αντιληφθεί, αλλά θα πρέπει να ξεκαθαριστεί από την ίδια τη δημοτική αρχή, ότι με την ανάπλαση τέλος η στάθμευση πάνω στην πλατεία Υπαπαντής. Και αυτή θα είναι η μεγάλη κυκλοφοριακή ανατροπή στην περιοχή, έναντι αυτής θα πρέπει να βρει λύση η δημοτική αρχή. Αυτή καθαυτή η κυκλοφορία των οχημάτων μπορεί εύκολα να ρυθμιστεί από τη Μητροπολίτου Μελετίου με τη μετατροπή της σε διπλής κατεύθυνσης για το τμήμα από την Υπαπαντής μέχρι τη Φαρών (εξάλλου η Φάριος σε μεγάλο τμήμα της διπλής κατεύθυνσης είναι).
Και λίγη ιστορία: Οταν συζητούσαν για το τραμ η Καλαμάτα είχε ξεσηκωθεί να γκρεμιστεί η ιστορική εκκλησία του Αγίου Αθανασίου Τζάνε που “έφραζε” την Υπαπαντής από τη βόρεια πλευρά της (σημερινής) Μητροπολίτου Μελετίου. Στην ουσία όλη η ιστορία ήταν για να ανοίξει η Υπαπαντής για να φαίνεται η εκκλησία. Το επιχείρημα και τότε ήταν… κυκλοφοριακό: Το τραμ έπρεπε να περνάει από την (σημερινή) Χρυσοστόμου Θέμελη. Τελικά και ο Αγιος Αθανάσιος γκρεμίστηκε και το τραμ πέρασε από τη Μητροπολίτου Μελετίου όπως πρότειναν τότε εναλλακτικά για να μην γκρεμιστεί η παλιά εκκλησία. Απαίτηση γενιών και γενιών Καλαματιανών ήταν να αναδειχθούν τα αρχαία της Υπαπαντής. Το ίδιο απαιτεί σήμερα και η κοινωνία όπως αυτό αποτυπώνεται στην καθημερινότητα. Μετά από προσπάθειες πολλών δεκαετιών και πολλών ανθρώπων που κράτησαν ζωντανή αυτή την ιστορία, σήμερα μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι. Οτι θα επικρατήσουν η λογική και το συμφέρον της πόλης, θα αναδειχθούν τα αρχαία και μαζί τους η ιστορική της πορεία. Και ελπίζουμε ότι δεν θα χρειαστούν νέες κινητοποιήσεις. Κάποτε με πλατιά κινητοποίηση σώσαμε (έστω και αν δεν προλάβαμε να αποτρέψουμε την κατεδάφιση) το “Κορφιωτάκειο”. Μπορούμε να σώσουμε και τα αρχαία της Υπαπαντής διεκδικώντας το δίκιο της πόλης και των ανθρώπων της, τη δικαίωση της ιστορίας της...