Ημέρα μνήμης ζωογόνου και σκέφθηκα ότι ίσως θα είχε ενδιαφέρον να καταθέσω την προσωπική μου μαρτυρία ως “αυτόπτης” ενός γεγονότος που σημάδεψε ανεξίτηλα την νεότερη ιστορία του τόπου. Πολλές οι προσπάθειες απαξίωσης και υποβάθμισης του γεγονότος, ο “ιστορικός αναθεωρητισμός” δεν θα μπορούσε να αφήσει απείραχτη τη λάμψη μιας “επανάστασης” μιας γενιάς που θα μπορούσε να συγκινεί και τις επόμενες. Το κείμενο δεν είναι καινούργιο, είναι συνεκτικό απόσπασμα από παλαιότερη ομιλία για την επέτειο, που είχε οργανώσει το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Πάμε λοιπόν στην αφήγηση:
«Είχαµε περάσει έναν θερµό χειµώνα. Τον ζέστανε η πυρκαγιά της Νοµικής στην καρδιά του Φλεβάρη. Η δεύτερη απόπειρα τον Μάρτη. Το κυνηγητό της άνοιξης στους δρόµους της Αθήνας. Με κάθε ευκαιρία. Ηρθε το καλοκαίρι και οι δικτάτορες άρχισαν να παίρνουν µέτρα. Νόµισαν πως µε τη στράτευση πολύ γνωστών συνδικαλιστών θα περνούσαν ήρεµο φθινόπωρο. Εκαναν λάθος. Γιατί έριξαν λάδι στη φωτιά που δεν ήθελε και πολύ για να αγκαλιάσει τους νέους ανθρώπους. Πολλά τα γεγονότα, έντονες οι συζητήσεις, τα πανεπιστήµια “έβραζαν” από ζωντάνια και συγκρουσιακή διάθεση. Λίγοι στις παρατάξεις, πολλοί στους δρόµους. Το αυθόρµητο µεγαλουργούσε, η φήµη γινόταν είδηση και η γενίκευση της αντίδρασης δεν θα αργούσε πολύ. Προετοιµαζόταν στα υπόγεια της Αθήνας που ήταν αποκλειστικό… προνόµιο των φοιτητών. Αλλοτε οργανωµένα από φοιτητές-µέλη των παρατάξεων ή οργανώσεων νεολαίας και µε χίλιες προφυλάξεις καθώς δεν ήξερες µέχρι πού έχει βάλει χέρι το Σπουδαστικό της Ασφάλειας. Αλλοτε από ένστικτο καθώς η ατµόσφαιρα µύριζε µπαρούτι. Ενα κλίµα µαχητικής διάθεσης διαπερνούσε τα πανεπιστήµια. Η στιγµή της σύγκρουσης πλησίαζε, αλλά κανένας δεν µπορούσε να προσδιορίσει τη µορφή της. Η χούντα απαγορεύει τις φοιτητικές εκλογές. Ο υπουργός Παιδείας Σιφναίος την Τρίτη 13 Νοέµβρη καταφθάνει στο Πολυτεχνείο και προσπαθεί να πείσει τις επιτροπές αγώνα των σπουδαστών και τη σύγκλητο του ιδρύµατος ότι δεν πρέπει να ζητάνε και να συζητάνε για φοιτητικές εκλογές. Με περισσό θράσος δηλώνει ότι θα γίνουν µετά τις “βουλευτικές” του Μαρκεζίνη και ή το δεχόµαστε ή θα γίνει αιµατοχυσία αν ξεσπάσουν διαδηλώσεις. Την άλλη µέρα το πρωί αρχίζουν συνελεύσεις στο Πολυτεχνείο και τη Νοµική. Στα αµφιθέατρα της Νοµικής φθάνει η πληροφορία: Στο Πολυτεχνείο πέφτει ξύλο.
[…] Η “µεγάλη” Παρασκευή µάς βρήκε µέσα σε ένα κλίµα απερίγραπτου ενθουσιασµού. Πλήθη πολιτών καταφθάνουν. ∆ιαδηλώσεις ξεκινάνε από το Πολυτεχνείο σε διάφορες κατευθύνσεις, ενώνονται µε άλλες που έρχονται προς το Πολυτεχνείο, γενικός ξεσηκωµός. Τον απεικονίζουν οι φωτογραφίες που έµειναν από εκείνη την εποχή. Ζούσαµε τον δικό µας “Μάη”. Η Συντονιστική Επιτροπή καταφέρνει µετά από πολύωρες συζητήσεις και ταλαντεύσεις να εκδώσει την ανακοίνωσή της για τους στόχους της εξέγερσης το µεσηµέρι της Παρασκευής. Οσο µαζεύεται κόσµος, τόσο µαζεύονται και σύννεφα. Οι πληροφορίες φθάνουν η µία πίσω από την άλλη, µιλούν για κινήσεις και µετακινήσεις στρατευµάτων. Ερχόταν Σαββατοκύριακο και γινόταν φανερό πως θα έβγαινε όλη η Αθήνα στους δρόµους. Η λογική έλεγε “αποχώρηση”, αλλά δεν τολµούσε κανένας εκείνες τις ώρες να βάλει τέτοιο ζήτηµα. Ενα αίσθηµα “ελεύθερων πολιορκηµένων” είχε κατακυριεύσει τον κόσµο που αντιλαµβανόταν ότι πλησιάζει η ώρα που η χούντα θα άπλωνε το σιδερένιο της χέρι.
Κατά τις 7 το βράδυ άρχισε η αντίστροφη µέτρηση. Η Αστυνοµία άρχισε να χτυπά χωρίς έλεος ξεκινώντας τις εκκαθαρίσεις µακριά από τους χώρους του Πολυτεχνείου. Οι πληροφορίες φθάνουν µέσα σε αυτούς. Μιλάνε για νεκρούς. Εντονες συζητήσεις για το τι να κάνουµε. Οι περισσότεροι µένουν. Ετσι κι αλλιώς, πολλοί από αυτούς που επιχειρούσαν να αποµακρυνθούν βρίσκονταν εγκλωβισµένοι στον τεράστιο κλοιό των αστυνοµικών δυνάµεων. Τα δακρυγόνα αρχίζουν να κάνουν τη δουλειά τους. Μέσα στο Πολυτεχνείο δηµιουργείται αφόρητη κατάσταση. Η ατµόσφαιρα πνιγηρή. Κάποιος βρέθηκε µε ένα κουτί βαζελίνη. Τη βάλαµε κάτω από τα µάτια για να απορροφά τα αέρια. Κάποιος έριξε την ιδέα να βάλουµε φίλτρα από τσιγάρα στη µύτη. Το Πολυτεχνείο όµως είχε γίνει ανοιχτός θάλαµος αερίων. Χωρίς διέξοδο. Είχαµε εγκλωβιστεί σαν τα ποντίκια στη φάκα. Σειρήνες ασθενοφόρων. Κροτάλισµα όπλων. Σκηνές από πολεµικές ταινίες. Η αγωνία στο κατακόρυφο. Περιφερόµαστε περιµένοντας τα χειρότερα, κοιτάζοντας να µη σκάσει στο κεφάλι µας κανένα δακρυγόνο. Εσκαγαν δίπλα και µας ανάγκαζαν σε ενστικτώδεις µετακινήσεις.
Μεσάνυχτα και η ώρα της τελικής εκκαθάρισης έφθασε. Βρισκόµαστε µπροστά στα σκαλιά της Αρχιτεκτονικής, το τανκ εµφανίζεται από το στενό απέναντι από την είσοδο του Πολυτεχνείου. “Είµαστε άοπλοι”. Ο ραδιοσταθµός του Πολυτεχνείου απευθύνει εναγώνιες εκκλήσεις. “Χρειαζόµαστε γιατρούς και φάρµακα”. Εχουµε τραυµατίες ακόµη από την πολιορκία. Οι ερπύστριες αρχίζουν να γυρίζουν κάνοντας ανατριχιαστικό θόρυβο. Μετακινείται αργά, σταµατάει και ξεκινάει πάλι. Ο τεράστιος προβολέας φωτίζει τον χώρο µέσα στο Πολυτεχνείο. Κάνουµε µερικά βήµατα µπροστά. Ισως ελπίζοντας ότι δεν θα προχωρήσει άλλο, ότι εκβιάζει την αποχώρηση. ∆εν είχαµε συνειδητοποιήσει τον τελικό σκοπό.
Το τανκ προχωρεί, η πόρτα πέφτει παίρνοντας µαζί της ό,τι υπήρχε εκεί. Είδαµε τους ανθρώπους να πέφτουν, γυρίσαµε πίσω προς τα σκαλιά. Μπρος γκρεµός και πίσω ρέµα. Ηταν βέβαιο πως όσοι έµπαιναν στο κτίριο της Αρχιτεκτονικής διάλεγαν τη σύλληψη. Σε δευτερόλεπτα αποφασίσαµε την ηρωική έξοδο µε την ελπίδα πως µπορεί να έχουµε καλύτερη τύχη. Πού να ξέραµε τι γίνεται έξω στην πραγµατικότητα! Το τανκ προχωράει, µερικές παρέες κατευθυνόµαστε προς την έξοδο.
Ο περιβόητος “αξιωµατικός µε το φουλάρι”, κρατώντας το πιστόλι κινείται παράλληλα προς το τανκ βρίζοντας χυδαία, χτυπώντας µε χέρια και µε πόδια όσους περνούν δίπλα του. Βρεθήκαµε στην Πατησίων. Μαύριζε ο τόπος από τις στολές των αστυνοµικών. Με τα όπλα στα χέρια χτυπούσαν µε τον υποκόπανο όποιον έπεφτε πάνω τους. Χτυπούσαν κλωτσιές όποιον προλάβαιναν. Σταυροδρόµι: Κατά πού να γείρεις; Αυτοί που κινήθηκαν προς την Τοσίτσα βρέθηκαν µέσα στα πυρά των ακροβολιστών που χτυπούσαν αδιάκριτα από τις ταράτσες των πολυκατοικιών. Σταθήκαµε περισσότερο τυχεροί. Φθάσαµε στη Στουρνάρα. Μπροστά από το θέατρο “Αλφα” ένα… σύνταγµα αστυνοµικών κλείνει το δρόµο. Στροφή προς τα Εξάρχεια. Πυροβολισµοί, κραυγές, απειλές και τα πόδια στο κεφάλι. Σπάζει και η πόρτα της Στουρνάρα και φεύγουν οι φοιτητές. Κάποιοι µας είπαν πως την έσπασαν οι φαντάροι και έδωσαν διέξοδο. Βρήκαµε µια πόρτα πολυκατοικίας σπασµένη. Ανεβήκαµε τα σκαλιά, δεν βρήκαµε κανέναν.Στην ταράτσα και από εκεί σε άλλη ταράτσα µέχρι να βρούµε… παρέα. Τη βρήκαµε στα σκαλιά µιας πολυκατοικίας που κρέµονταν οι άνθρωποι σαν τσαµπιά. Απόλυτη ησυχία. Κάποιος στα σκαλιά έχει τρανζίστορ. Προσπαθούµε από εκεί να µάθουµε τα νέα. Τέρµα ο Μαρκεζίνης. Αγωνία για το τι θα ακολουθήσει. Ξηµερώνει και βρισκόµαστε ακόµη στριµωγµένοι στα σκαλιά. Ακούγεται ο πρώτος θόρυβος των αστικών λεωφορείων που κινούνται στα προκαθορισµένα δροµολόγια. Ξεθαρρεύουµε. Ο αστυνοµικός κλοιός έχει χαλαρώσει. Η χούντα στο Πολυτεχνείο πλένει το έγκληµά της. Κάποιοι βγάζουν το κεφάλι µέχρι την είσοδο και βλέπουν να κυκλοφορούν άνθρωποι. Οι πρώτοι βγαίνουν, οι ένοικοι ειδοποιούν ότι οι δρόµοι είναι σχετικά ελεύθεροι. Η τελευταία πράξη έχει γραφτεί. Στο λεωφορείο ο κόσµος κλαµένος. Αλλος από τα δακρυγόνα, άλλος από τη συγκίνηση, άλλος και από τα δύο µαζί».
Μνήµες. Τούτες τις µέρες όλοι επιδίδονται σε «κοπτική-ραπτική» µηνυµάτων. Ράβουν το κοστούµι-µήνυµα που ταιριάζει στην πολιτική τους. Ολοι δηλώνουν παρόντες. Πράξεις χωρίς νόηµα. Το Πολυτεχνείο δεν είναι αναλώσιµο σε τρέχουσες πολιτικές. Είναι µία από τις µεγάλες στιγµές του λαού µας. Η «άνοιξη» µέσα στη «βαρυχειµωνιά» της χούντας. Η δική µας «επανάσταση» µε αιτία. Ο αποφασιστικός -όχι όµως και ο µοναδικός- παράγοντας ανατροπής του δικτατορικού καθεστώτος.