Νωρίς ξεκινήσαμε, νωρίς… ξεμαζέψαμε (σχεδόν) φέτος τις ελιές. Και φυσικά σε βάρος της συνολικής παραγωγής καθώς φέτος δεν έβρεξε το καλοκαίρι, η βροχή ήρθε στο παρά πέντε και οι ελιές “οψίμισαν”.
Με τον καιρό που κάνει βεβαίως αυτή την εποχή, η πολύ μεγάλη καθυστέρηση από εδώ και πέρα εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία του καρπού. Κάποιοι ραντίζουν, κάποιοι σταθμίζουν την κατάσταση. Αλλά αστάθμητος παράγοντας σε οποιονδήποτε προγραμματισμό οι βροχές που “τρώνε” μέρες από την ελαιοσυγκομιδή.
Σε τέσσερις φράσεις συμπυκνώνεται το πολυσύνθετο πρόβλημα της ελαιοκαλλιέργειας όπως διαμορφώνεται σήμερα με τις σοβαρές αλλαγές που έχουν γίνει στην ύπαιθρο, στις καιρικές συνθήκες και τη δράση των εχθρών της ελιάς. Αλλαγές που σε σημαντικό βαθμό μπορούν να χαρακτηρισθούν “αλληλένδετες” και διαφοροποιούν σημαντικά τα πράγματα σε σχέση με την εποχή της προηγούμενης γενιάς. Και θα αλλάξουν ακόμη περισσότερο (ίσως και ριζικά) τα επόμενα χρόνια. Οι άνθρωποι της υπαίθρου μετά τον πόλεμο δούλεψαν σκληρά, άλλαξαν καλλιέργειες και δημιούργησαν έναν απέραντο λαδότοπο στη Μεσσηνία. Σταφίδες και συκιές κυρίως αλλά και δημητριακά εγκαταλείφθηκαν κατά το μεγάλο μέρος τους και τη θέση τους πήραν οι ελιές. Οι περισσότεροι “εκπαιδεύτηκαν” στην καλλιέργεια, έμαθαν να κλαδεύουν και να αντιμετωπίζουν σταδιακά τους εχθρούς της ελιάς. Αυτό που βλέπουμε σήμερα δεν είναι αυτονόητο αλλά αποτέλεσμα της δουλειάς της προηγούμενης γενιάς, της προόδου στην επιστημονική αντιμετώπιση των εχθρών της ελιάς και την χρήση μηχανικών μέσων. Εδώ ο εμπειρισμός έπαιξε τεράστιο ρόλο καθώς πολλές καλλιεργητικές πρακτικές χτίστηκαν βήμα-βήμα, και υποστηρίχτηκαν στην πορεία επιστημονικά και τεχνικά. Η γενιά στην ιδιοκτησία της οποίας βρίσκονται ίσως τα περισσότερα ελαιοκτήματα θυμήθηκε το κλάδεμα με το πριόνι και τον κλαδευτή σκαρφαλωμένο στην ελιά. Αλλά για να σταθεί πάνω είχε φροντίσει να δημιουργήσει “καθίσματα” στις ποδιές ώστε να πατάει σχετικά σταθερά με τα δύο πόδια και να έχει ελεύθερα τα χέρια του. Θυμήθηκε τη δέμπλα με το ξύλο που έφευγε η πλάτη για να κατέβουν οι ελιές και το ραβδί για να “ξεκαρπίσει” τα μεγάλα κλαριά. Αλλά και την έκφραση “έχω λάδι άσο” που δείχνει την αντίληψη για την ποιότητα του λαδιού με την οξύτητα “1” (άσος δηλαδή) να είναι ανωτέρας ποιότητας (“άσος” δηλαδή μεταφορικά).
Ομως η Ελλάδα άλλαξε από την εποχή της μεταπολεμικής γενιάς, η ύπαιθρος άρχισε να αλλάζει καθώς οι διώξεις και η μετανάστευση έστειλαν ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων της στην ξενιτιά αλλά και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Αλλά και τα παιδιά αυτών που έμειναν, στη μεγάλη πλειοψηφία είτε βρέθηκαν στα αστικά κέντρα είτε σπούδασαν και βρέθηκαν μακριά από την ενασχόληση με τη γεωργία, περιστασιακά βοηθούσαν στις δύσκολες εποχές αν μπορούσαν, στην εποχή της ελαιοσυγκομιδής. Η μεταπολεμική γενιά των αγροτών στη μεγάλη πλειοψηφία έχει φύγει ή αδυνατεί να ασχοληθεί, η περιουσία σταδιακά πέρασε στα χέρια της επόμενης γενιάς. Σε αυτή το ποσοστό των επαγγελματιών αγροτών είναι πολύ μικρότερο από την προηγούμενη, ενώ είναι μεγάλος ο όγκος των ετεροεπαγγελματιών που ζουν λιγότερο ή περισσότερο μακριά από το χωριό. Στα χέρια της άλλαξαν πολλά πράγματα αλλά η “σύνθεση” (αγρότες, ετεροεπαγγελματίες) άλλαξε δραματικά τις συνθήκες στην ελαιοκαλλιέργεια. Κύριο χαρακτηριστικό η έλλειψη αγροτικών χεριών η οποία “κατέστρεψε” παραδοσιακές μορφές που βοηθούσαν την έγκαιρη συλλογή και τον περιορισμό του κόστους. Πολύ απλά για τους παλιούς, τη “δανεικαριά” που ήταν η κινητήρια δύναμη στις περισσότερες περιπτώσεις. Η κατάσταση θα ήταν δραματική και μεγάλο μέρος της ελαιοκαλλιέργειας θα είχε ήδη εγκαταλειφθεί αν δεν υπήρχαν οι οικονομικοί μετανάστες, με κορμό εκείνους που ήρθαν από την Αλβανία. Αυτοί έμαθαν γρήγορα τη δουλειά, παρακολούθησαν την εξέλιξη, αγόρασαν κτήματα και μηχανήματα καλύπτοντας ένα μέρος του “κενού” αγροτικής νεολαίας που είχε δημιουργηθεί στα χωριά πριν από 25 (και περισσότερα χρόνια). Ακόμη περισσότεροι καταφθάνουν εποχιακά μέσα από χίλιες δυσκολίες για να δουλέψουν σαν εργάτες στην ελαιοσυγκομιδή.
Ο ρυθμός και ο αριθμός τους όμως μειώνεται και αναζητώντας την αιτία μπορεί να την εντοπίσει κάποιος στις μεγάλες δυσκολίες που είχαν για δεκαετίες προκειμένου να πάρουν άδεια παραμονής αλλά και να εργαστούν εποχιακά. Αλλά και στο γεγονός πλέον ότι η προσοχή των περισσότερων που σκοπεύουν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους είναι στραμμένη σε χώρες όπως η Γερμανία, στην οποία προσπαθούν να φθάσουν με κάθε τρόπο. Αυτή τη στιγμή στα χωριά βρίσκεται η δεύτερη γενιά παιδιών μεταναστών πλήρως ενταγμένων στην τοπική κοινωνία με ενσωματωμένες τις αντιλήψεις της. Η μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών πηγαίνει σχολείο και τελειώνει το λύκειο, όμως τα άλλα παιδιά δεν θέλουν να μείνουν στο χωριό και τα χωράφια, το σχολείο και οι σπουδές είναι μια “απαγκίστρωση” από τη βαριά αγροτική δουλειά. Ετσι το κενό που μειώθηκε με την παρουσία των μεταναστών αρχίζει και πάλι να μεγαλώνει, ήδη οι πρώτοι εργάτες που ήρθαν είναι μεγαλωμένοι και δεν φαίνονται άλλοι στον ορίζοντα. Ούτε η νομοθεσία είναι “ελκυστική”, ούτε η αντιμετώπιση στα χωριά είναι σε πολλές περιπτώσεις η καλύτερη. Αν δει κανένας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πολλές φορές ζουν οι άνθρωποι που έρχονται εποχιακά για την ελαιοσυγκομιδή θα φρίξει. Ούτε… ξελόντζα δεν τους νοικιάζουν σε ορισμένες περιπτώσεις. Σιγά σιγά με την περιγραφή “χτίζεται” η εικόνα του μέλλοντος που τρομάζει όσους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ασχολούνται και βλέπουν από κοντά τα όσα συμβαίνουν αυτή την εποχή. Η προσωπική εμπειρία, η συζήτηση με τους ανθρώπους των συνεργείων, οι κουβέντες στα λιοτρίβια για να περάσει η ώρα θα ήταν πολύτιμες για εκείνους που θέλουν να “σώσουν” τον τόπο. Αλλά το “ήρθε ο βουλευτής” στο χωριό έχει… διαχρονική αξία και όσο περνάει ο καιρός γίνεται όλο και περισσότερο επίκαιρο καθώς αλλάζει και η σύνθεση της πολιτικής εκπροσώπησης.
Πάμε λοιπόν να δούμε το μέλλον: Η δεύτερη γενιά ιδιοκτητών ελαιοκτημάτων που απασχολούνται είτε αποκλειστικά είτε ως ετεροεπαγγελματίες είναι συνταξιούχοι ή σε… ηλικία συνταξιοδότησης. Ο αριθμός των ετεροεπαγγελματιών είναι μεγάλος και βρίσκονται κατά κανόνα μακριά από το χωριό. Η επόμενη γενιά, τα παιδιά τους, βρίσκονται ακόμη μακρύτερα, πάρα πολλά δεν γνωρίζουν ούτε πού βρίσκονται τα κτήματα. Και πολύ περισσότερο δεν έχουν ασχοληθεί ποτέ, ούτε πρόκειται να ασχοληθούν στο μέλλον. Η εγκατάλειψη έρχεται μοιραία, ο κόσμος που μπορεί να ασχοληθεί δεν μπορεί να αγοράσει ή έχει φθάσει στα όρια των δυνατοτήτων του να διαχειριστεί τα δικά του και τα “μισακά”. Γνωρίζω περιπτώσεις που τα εγκατέλειψαν αδυνατώντας να αντεπεξέλθουν στους χρόνους και το κόστος καθώς χρειάζονται χέρια. Φυσικά κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης παίζει η ελαχιστοποίηση του εισοδήματος του παραγωγού με τη συνεχή αύξηση του κόστους παραγωγής (καλλιέργεια, εξοπλισμός, συγκομιδή) και τις χαμηλές συγκριτικά τιμές, αλλά και η κλιματική αλλαγή που οδηγεί σε καταστροφικές για την παραγωγή χρονιές. Από την άλλη πλευρά η συγκεντροποίηση της γης για τη δημιουργία μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων με δεδομένη τη διασπορά και το ανάγλυφο του εδάφους, είναι εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη. Η κατάσταση που διαμορφώνεται είναι πολύ ρευστή και δεν μπορεί κανένας με σιγουριά να προβλέψει το μέλλον. Το σίγουρο είναι πως η περιοχή έχει “όνομα”, υπάρχει επιχειρηματικό ενδιαφέρον για την παραγωγή ελαιολάδου και αχνοφέγγει το ενδεχόμενο νέων γραμμικών καλλιεργειών ελιάς όπου η δυνατότητα μηχανικής συγκομιδής μειώνει απίστευτα το κόστος παραγωγής. Είτε στη Μεσσηνία είτε σε άλλες περιοχές που ευδοκιμεί η ελιά, το ενδεχόμενο τέτοιων καλλιεργειών μπορεί να αλλάξει ακόμη πιο πολύ τη σημερινή κατάσταση και να κάνει παντελώς ασύμφορη την καλλιέργεια για τους μικρούς παραγωγούς.
Η κατάσταση είναι και δύσκολη και περίπλοκη. Αλλά δυστυχώς κανένας δεν ασχολείται στα σοβαρά με την καλλιέργεια και το μέλλον της. Κανένας δεν μελετάει, δεν σκέφτεται, δεν προτείνει, δεν παίρνει μέτρα. Οπου πάει το καράβι, αλλά το πολιτικό μάρκετινγκ ασχολείται μόνο με ιδέες πώς θα… κονομήσουμε πουλώντας “αρχαιολογικό ελαιόλαδο”. Πώς να σωθεί πια αυτός ο τόπος;