Αναψε η μάχη των παρά θιν' αλός τραπεζοκαθισμάτων, που κατέληξε προσωρινά σε ανακωχή, σε αναμονή διορθωτικών κινήσεων από τους αρμοδίους. Το πιθανότερο είναι πως το κεφάλαιο «τραπεζοκαθίσματα» θα λήξει προσωρινά, μετά και τις προχθεσινές ανακοινώσεις. Είναι όμως κάτι παραπάνω από σαφές ότι οι συντελεστές της απόφασης για απαγόρευση μιας ιστορίας που είναι συνυφασμένη με το «ελληνικό καλοκαίρι», ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
Ασφαλώς και δεν έχει νόημα να ψυχογραφήσει κάποιος την απόφαση. Είναι σαφές όμως ότι το επίσημο κράτος αδυνατώντας να ελέγξει την ασύδοτη εκμετάλλευση του δημόσιου χώρου, επιχειρεί να το πετύχει μέσω απαγορεύσεων. Με αποτέλεσμα να την πληρώνουν τελικά όποιοι επαγγελματίες τηρούν τη στοιχειώδη νομιμότητα, την ίδια ώρα κατά την οποία οι μονίμως -και σε μεγάλη έκταση- παρανομούντες συνεχίζουν απτόητοι το έργο τους. Γιατί γνωρίζουν ότι «εργαλεία» άμεσης αντιμετώπισης είτε δεν υπάρχουν, είτε παραμένουν αδρανή, υποχείρια του «πολιτικού κόστους» που συνεπάγεται η κατεδάφιση μιας αυθαίρετης κατασκευής μέσα στο καλοκαίρι. Αλλωστε υπάρχει μια ιδιότυπη αλληλεγγύη από τους πολίτες οι οποίοι στη μεγάλη τους πλειοψηφία ελαχίστως ενδιαφέρονται για την αισθητική, το δημόσιο χώρο και τη φυσιογνωμία της πόλης. Δεδομένων τούτων, μένουμε με το «εωράκαμεν τους παρανομούντας». Μέρα μεσημέρι και όχι «λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης».
Πάντως, η ουσία της υπόθεσης βρίσκεται αλλού: Είναι δυνατόν με μια εγκύκλιο να ρυθμίζονται οι χρήσεις σε όλη την Ελλάδα, με τον ίδιο τρόπο, πέρα και πάνω από την ιδιαιτερότητα κάθε περιοχής; Η δική μου απάντηση είναι κατηγορηματικά «όχι». Το παράδειγμα της Καλαμάτας είναι απολύτως χαρακτηριστικό. Μέσα από διαδικασία δεκαετιών στο πρώτο τμήμα της Ανατολικής Παραλίας έχει διαμορφωθεί μια «συστάδα» από καταστήματα εστίασης με δικά τους χαρακτηριστικά, που δεν υπακούουν στη λογική της ομπρέλας που αποτελεί πολύ νεότερη αντίληψη για τη σκίαση του παραθαλάσσιου χώρου. Ακόμη και νόμιμα κτίσματα υπάρχουν. Εχουν μια ορισμένη γραφικότητα που παραπέμπει σε ασπρόμαυρες ταινίες προηγούμενων δεκαετιών «προδίδοντας» χρονολογικά την ηλικία τους. Από εκεί και ύστερα υπάρχει μια τεράστια έκταση, της οποίας η εκμετάλλευση ουσιαστικά άρχισε να παίρνει μαζικές διαστάσεις από τη δεκαετία του 1990. Εχει εντελώς διαφορετική φυσιογνωμία και εκεί χρειάζονται πολύ περισσότεροι περιορισμοί και ένα σαφές σχέδιο για τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η εκμετάλλευση. Η έκταση αυτή αποτελεί «προίκα» της φύσης στην πόλη και όχι στους καταστηματάρχες, και ως εκ τούτου χρειάζεται ειδική προστασία.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει αμέσως είναι ποιος θα είναι εκείνος που θα διαχειριστεί αυτή την υπόθεση. Το κράτος είναι προφανές πως αδυνατεί, όχι μόνο γιατί δεν διαθέτει τους μηχανισμούς ελέγχου, αλλά και γιατί τελικά δεν είναι αυτός ο ρόλος του. Απομένει φυσικά η αυτοδιοίκηση και μάλιστα η πρωτοβάθμια, καθώς ο αναπτυξιακός ρόλος τον οποίο προσδοκούν όλοι να διαδραματίσει δεν νοείται με «ακρωτηριασμένο» τον ζωτικό της χώρο, και μάλιστα σε περιοχές που καλούνται να παίξουν δυναμικό ρόλο. Το κακό με την υπόθεση αυτή είναι ότι πλέον δεν μπορούμε να την εμπιστευτούμε, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχει πείσει πως διαχειρίζεται αυτά τα θέματα προς όφελος του δημόσιου χώρου και όχι των «πελατών» της κάλπης. Εκ των πραγμάτων όμως είναι μονόδρομος, και η διασφάλιση του δημόσιου χώρου θα πρέπει να προκύπτει από σταθερούς κανόνες που οφείλει να καθιερώσει το κράτος, γιατί αυτός είναι ο ρόλος του. Και πάνω σε αυτό θα πρέπει να ξεκινήσει ένας συστηματικός διάλογος, έτσι ώστε να συμφωνηθεί ένα ευέλικτο χωρικά και σαφές στους κανόνες του πλαίσιο εκμετάλλευσης του δημόσιου χώρου, την ευθύνη εφαρμογής του οποίου θα την έχει η αυτοδιοίκηση. Η οποία και θα πρέπει να εκπονήσει σχέδιο υποδομών που θα υποστηρίζουν την ήπια και φιλική στο περιβάλλον εκμετάλλευση της παραλιακής ζώνης.
Το τραγικό της υπόθεσης βεβαίως είναι ότι οι επαγγελματίες, και μάλιστα σε μεγάλη έκταση, βρίσκονται σε άλλη λογική, υποστηρίζοντας στην πράξη ότι κανόνας είναι αυτό που βολεύει ατομικά τον καθένα - και ως εκ τούτου αντιδρώντας σε κάθε ιδέα ελέγχου σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στην κατάληψη του χώρου εκμετάλλευσης. Είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού και δεν χρειάζεται παρά να κάνει κάποιος μια βόλτα για να διαπιστώσει πώς αντιλαμβάνονται ορισμένοι τον δημόσιο χώρο και πού γράφουν ακόμη και τα αυτονόητα. Μάλλον αποτελεί κοινοτοπία να γράψουμε πάλι ότι τελικά η πόλη θα πληρώσει το λογαριασμό. Θα μείνουν με το φραπεδόγαλο στο χέρι και θα διώξουν ντόπιους και ξένους που φαντάζονται την πόλη όπως την περιγράφουν δημοσιεύματα και οδηγοί.
Υπάρχει όμως και η άλλη μεγάλη ομάδα πολιτών, οι οποίοι αντιδρούν και οργίζονται αλλά δεν παίρνουν πρωτοβουλίες. Και περιμένουν από τη συλλογική έκφραση της πόλης, δηλαδή το δήμο, να συμπεριφερθεί ως τέτοια. Γιατί εκ πείρας αντιλαμβάνονται ότι με την καταγγελία απλώς γίνονται κακοί, και ο δήμος που θα έπρεπε να έχει ειδική ομάδα ελέγχου των παραβάσεων απαιτώντας την άμεση επέμβαση των αρμοδίων, πετάει το μπαλάκι στο κράτος ως «αναρμόδιος».
Και καταληκτικό ερώτημα: Μπορούμε να ελπίζουμε ότι κράτος, δήμος, επαγγελματίες και πολίτες κάποια στιγμή θα σκεφθούν και θα ενεργήσουν διαφορετικά;