Προφανώς, δεξιοί κι αριστεροί δεν θέλουν να συνειδητοποιήσουν ότι η κυβέρνηση Τσίπρα, σαν όλες τις κυβερνήσεις του κόσμου, υπολογίζει απλώς τον εγχώριο και διεθνή συσχετισμό δυνάμεων χρησιμοποιώντας όλα τα χρηματοδοτικά και επικοινωνιακά όπλα που διαθέτει στη φαρέτρα της, για να βελτιώνει τη θέση της. Από εκεί και πέρα, η θεωρία του «ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς» δεν εξηγεί από μόνη της ούτε γιατί κάποτε κυριάρχησε το ΠΑΣΟΚ στην πολιτική σκηνή (ενώ οι δεξιοί εκτιμούσαν ότι θα καταρρεύσει σε λίγους μήνες), ούτε γιατί σήμερα η κυβέρνηση Τσίπρα περνά «αναίμακτα» διάφορα μέτρα που δεν τολμούσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Βεβαίως, θα ήταν ανόητο να αγνοήσουμε ότι η αλαζονεία των νικητών του εμφύλιου πολέμου και κυρίως η ύβρις της Χούντας αφαίρεσαν από τη Δεξιά σχεδόν όλα τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνουν οι νικητές του Ψυχρού Πολέμου στη Δύση. Θα ήταν επίσης παράλειψη να μην τονίσουμε ότι, πολύ έξυπνα, ο Ανδρέας Παπανδρέου φόρτωσε όλα τα μετεμφυλιακά αμαρτήματα στη Δεξιά, ξεπλένοντας παράλληλα στην κολυμβήθρα του ΠΑΣΟΚ όλα τα αμαρτήματα των κεντρώων κυβερνήσεων που -σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς- ήταν περισσότερα από τα αμαρτήματα των αμιγώς δεξιών κυβερνήσεων. Ουσιαστικά ο Ανδρέας Παπανδρέου εκσυγχρόνισε το Κέντρο «κλέβοντας» τη σοσιαλιστική ταυτότητα απ' την Αριστερά, και το κράτος-λάφυρο του εμφυλίου από τη Δεξιά.
Την ίδια περίοδο, η προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ελληνικής Δεξιάς που επιχείρησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ιδρύοντας τη Νέα Δημοκρατία έμεινε ανολοκλήρωτη, καθώς οι συντηρητικοί ψηφοφόροι εξακολουθούν να πολιορκούν το κράτος για να το λαφυραγωγήσουν μετά από κάθε εκλογική νίκη. Ετσι η Δεξιά συνέχιζε να αγωνίζεται στο γήπεδο της... Κεντροαριστεράς, προσπαθώντας να πλειοδοτήσει σε υποσχέσεις, και κατάφερε να επιστρέψει ουσιαστικά στην εξουσία όταν μεταλλάχτηκε σε γαλάζιο ΠΑΣΟΚ επί Κώστα Καραμανλή. Νωρίτερα, η οικονομικά φιλελεύθερη προσπάθεια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είχε μείνει μετέωρη, αφού μεταξύ άλλων οι συντηρητικοί ψηφοφόροι του κόμματος δεν είδαν με καλό μάτι τη μείωση του κράτους-λάφυρο.
Καθώς λοιπόν η Δεξιά δεν μπόρεσε να εκσυγχρονίσει την ελληνική οικονομία, το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη ανέλαβε το έργο των αποκρατικοποιήσεων και το συνέχισε μέχρι να συγκρουστεί με το «βαθύ κόμμα», που εξακολουθούσε να θεωρεί ότι το κράτος είναι λάφυρο των... νικητών της Δεξιάς.
Η συνέχεια είναι σε όλους γνωστή και δεν έχει κανένα νόημα να επαναλάβουμε την πορεία που οδήγησε στη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας, στην εκλογική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας και στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ στην εξουσία. Απλώς αξίζει να επισημάνουμε για μια ακόμα φορά ότι το ΠΑΣΟΚ έγινε μικρό επειδή το εγκατέλειψε το «βαθύ κόμμα», και η Νέα Δημοκρατία έχασε έναν μεγάλο αριθμό συντηρητικών ψηφοφόρων από τους ΑΝΕΛ και τη Χρυσή Αυγή. Η μεγάλη αυτή μετακίνηση τμημάτων του εκλογικού σώματος ξεκίνησε το 2012 και ολοκληρώθηκε το 2015.
Μετά από αυτή τη μετακίνηση, το μόνο που έχει να κάνει η κυβέρνηση Τσίπρα για να διατηρήσει τη εξουσία είναι να εμποδίζει την επιστροφή των ψηφοφόρων στο ΠΑΣΟΚ και στη Νέα Δημοκρατία. Και το κάνει πολύ εύκολα πείθοντας το εκλογικό σώμα ότι το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία ετοιμάζονται να πάρουν σκληρότερα μέτρα ενώ η ίδια η κυβέρνηση Τσίπρα... διαπραγματεύεται σκληρά με τους δανειστές.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση Τσίπρα διαχειρίζεται αυτή τη στιγμή (όπως οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ τις προηγούμενες δεκαετίες) καλύτερα από τους αντιπάλους της το λάφυρο του κράτους - και θα συνεχίσει να κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή όσο η αντιπολίτευση θα αφήνει τον ιδιωτικό τομέα έρμαιο του Δημοσίου.
Με πιο απλά λόγια: Οσο ο δημόσιος υπάλληλος θα παίρνει περισσότερα χρήματα από τον κακοπληρωμένο εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα, τόσο στην πολιτική σκηνή θα κυριαρχεί το κόμμα που θα διαχειρίζεται καλύτερα το λάφυρο του κράτους, χρησιμοποιώντας σοσιαλιστικές, εθνικιστικές ή εθνικοσοσιαλιστικές θεωρίες για να κατακτήσει την εξουσία.
Οταν λοιπόν ξανακούσετε κάποιον να λέει πως «Αν τα έκανε αυτά άλλη κυβέρνηση, θα είχε καεί η Ελλάδα», υπενθυμίστε του ότι η σημερινή κυβέρνηση απλώς διαχειρίζεται καλύτερα το λάφυρο του κράτους. Τα υπόλοιπα είναι φτηνές δικαιολογίες για πολιτικούς που δεν θέλουν να βάλουν το άλογο του ιδιωτικού τομέα μπροστά από το κάρο του κράτους.