Ο προγραμματισμός για μια ακόμα φορά του ελληνικού κράτους αποδείχθηκε ανεπαρκής, ανύπαρκτος. Στην εποχή της πιο μεγάλης κρίσης που βιώνει η χώρα μας μετά τη Μεταπολίτευση, παθογένειες και νοοτροπίες μιζέριας και αποτυχίας είναι απαράδεκτες και ανεπίτρεπτες.
Παρά τις προθέσεις και τις προσπάθειες υπηρεσιακών παραγόντων να υπάρξει συνεννόηση, να ληφθούν και να υλοποιηθούν αποφάσεις το συντομότερο δυνατό, δεν έχει ακόμα καθοριστεί ποιες δημόσιες υπηρεσίες, είτε του επιτελικού κράτους, είτε της περιφερειακής αυτοδιοίκησης θα στεγαστούν στους χώρους του Διοικητηρίου που άδειασαν. Στην αρχή, μάλιστα, φαινόταν να υπάρχει μια αντιπαλότητα, μια διεκδίκηση αντιμαχόμενων πλευρών, για το ποιος θα πάρει το πάνω χέρι και θα κάνει δικούς του τους χώρους. Λες και δεν πρόκειται για κρατική περιουσία, για κτήριο που ανήκει στους πολίτες, με αποστολή την εξυπηρέτησή τους και μόνο. Λες και ο στόχος δεν είναι κοινός και δεν προέχει η οικονομία πόρων, η μείωση των δαπανών που πληρώνει το ελληνικό Δημόσιο για την ενοικίαση χώρων στέγασης των υπηρεσιών του. Λες και δεν προέρχονται από την ίδια τσέπη τα χρήματα των υπουργείων και της Περιφέρειας. Λες και δεν είναι πολύτιμα τα λεφτά που βγαίνουν από την υπερφορολόγηση και το καθημερινό μάτωμα του λαού.
Αμεσα, το συντομότερο πρέπει να υπάρξει συνεννόηση και να αποφασιστεί ποιες υπηρεσίες θα μετακομίσουν στο Διοικητήριο Μεσσηνίας. Το μοναδικό κριτήριο θα πρέπει να είναι υπηρεσίες που στεγάζονται σε κτήρια για τα οποία πληρώνονται ενοίκια και να αποφασιστεί η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των χώρων.
Και να αξιοποιηθούν και άλλοι χώροι του ελληνικού Δημοσίου που παραμένουν ανεκμετάλλευτοι, όπως είναι το Ινστιτούτο Ελαίας. Κάθε καθυστέρηση είναι σε βάρος των συμφερόντων του τόπου και του λαού, που δοκιμάζεται σκληρά.