Τουλάχιστον τρεις ημέρες πριν την έλευση της θύελλας, άπαντες στην παραλιακή ζώνη είχαν ενημερωθεί -“πόρτα την πόρτα” όπως χαρακτηριστικά έλεγε υπηρεσιακός παράγοντας- τόσο από το Λιμενικό Σώμα όσο και από τη Δημοτική Αστυνομία ότι οι όποιες προσωρινές -άλλο... ανέκδοτο κι αυτό- εγκαταστάσεις των καταστημάτων θα έπρεπε να απομακρυνθούν από την αμμουδιά.
Αντ’ αυτού, όμως, τι είδαμε; Οι οδηγίες των αρμόδιων υπηρεσιών γράφτηκαν εκεί που... δεν πιάνει μελάνι, καθώς μετρημένοι στα δάχτυλα ήταν οι επαγγελματίες που φρόντισαν για την ασφάλεια των εγκαταστάσεών τους, αφού οι περισσότερες από αυτές παρέμειναν στην παραλία της Καλαμάτας έρμαια των θυελλωδών ανέμων και των τεράστιων κυμάτων της τρικυμισμένης θάλασσας του Μεσσηνιακού Κόλπου.
Την ίδια ώρα ουκ ολίγοι περίεργοι προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τα μπλόκα που είχε στήσει σε συγκεκριμένα σημεία της Ναυαρίνου η Αστυνομία, προκειμένου να προφυλάξει τον κόσμο από επικίνδυνες καταστάσεις. Σε πολλές περιπτώσεις ενεργοποιήθηκε η σειρήνα των περιπολικών και των συμβατικών αυτοκινήτων της Διεύθυνσης Αστυνομίας Μεσσηνίας, καθώς κάποιοι οδηγοί απλώς... προσπερνούσαν το σταθμευμένο αστυνομικό αυτοκίνητο. Οι περισσότεροι, μετά από τη σειρήνα ανέκρουαν πρύμναν, όμως κάποιοι πιο... τσαμπουκάδες απλώς αδιαφόρησαν και συνέχισαν την “επέλαση” προς το εκτεθειμένο στη θύελλα παραλιακό μέτωπο.
Δεν γνωρίζω τι μπορεί να δηλώνουν τα παραπάνω για το γενικότερο θυμικό των Ελλήνων -των οποίων, ως γνωστόν, “ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει”- αλλά πραγματικά, η επίγευση από τις συμπεριφορές αυτές -με δεδομένη την επικινδυνότητα των συνθηκών και την αδιαφορία στην προσπάθεια των αρμόδιων να λάβουν μέτρα προστασίας των πολιτών- μόνο πικρή μπορεί να είναι για κάποιον παρατηρητή με τον στοιχειώδη κοινό νου.
Χρειαζόμαστε, όπως αποδεικνύεται, πολλή δουλειά ακόμα προκειμένου να αντιλαμβανόμαστε τα αυτονόητα και να αποδεχόμαστε με τον τρόπο που πρέπει οδηγίες οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία μας, την ατομική και των περιουσιών μας...
Βασίλης Γ. Μπακόπουλος