Ευτυχώς, γιατί έχει καταντήσει κουραστικό, όποτε βρέχει να αφιερώνονται πρωτοσέλιδα στα τεράστια προβλήματα που δημιουργούνται τόσο μέσα στην πόλη της Καλαμάτας, όσο και στα χωριά του διευρυμένου δήμου της μεσσηνιακής πρωτεύουσας. Αποκορύφωμα, βεβαίως, οι καταστρεπτικές και -θανατηφόρες, δυστυχώς- πλημμύρες πριν δύο χρόνια περίπου, τον Σεπτέμβριο του 2016 συγκεκριμένα.
Η πιστή αντιγραφή και στην Καλαμάτα του εκτρώματος της Αθήνας -όπου όλα έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται τσιμέντο- αποτελεί, φαίνεται, μπούσουλα των δημοτικών αρχών, που είναι πλέον δεδομένο ότι επιζητούν μόνο ψήφους για το σήμερα, αδιαφορώντας για το αύριο. Ετσι, κάνουμε τα χατίρια των ψηφοφόρων, δίνουμε οικόπεδα, ξεχειλώνουμε ασύστολα την πόλη προς πάσα κατεύθυνση και χωρίς υποδομές -και όπου αυτές προβλέπονται στα χαρτιά “ρίχνουμε” και μια τροποποίηση. Τσιμεντάρουμε ρέματα, αστικοποιούμε λόγγους, διώχνουμε κάθε μορφή φύσης όλο και πιο μακριά από το κέντρο, δημιουργούμε μια τσιμεντούπολη χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Μετά βαφτίζουμε ως “ακραίο καιρικό φαινόμενο” τη νεροποντή της μιάμισης ώρας και... ρίχνουμε ακόμα περισσότερο τσιμέντο και άσφαλτο.
Από την άλλη, είναι τα... χωροταξικά και η υποβάθμιση διαφόρων περιοχών που μας έχουν μαράνει -όταν εμείς οι ίδιοι τα αναιρούμε και τα αναστέλλουμε, ανάλογα με το προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα.
Το μόνο που κατορθώνουμε είναι να δημιουργούμε ανοχύρωτες πόλεις απέναντι στα απλά καιρικά φαινόμενα που χαρακτηρίζουν την κάθε εποχή -καθώς πριν 30 χρόνια υπήρχαν ακόμα ρέματα για να διώξουν τα νερά στη θάλασσα, υπήρχαν ακόμα δέντρα και χώμα για να πιουν το νερό, υπήρχε κοινός νους που έλεγε ότι δεν είναι δυνατόν να “κόβω” οικόπεδα δίπλα -ή και μέσα- στο ρέμα...
Ωρες - ώρες αναρωτιέμαι πού να βρίσκεται στ’ αλήθεια εκείνος ο λαός που κατοικούσε στον τόπο αυτό, έχοντας ως τρόπο ζωής του το μέτρο και το σεβασμό στη φύση. Πού πήγε άραγε αυτός ο λαός;
Βασίλης Γ. Μπακόπουλος