Φυσικά, το μικρό αυτό ταξίδι ακυρώθηκε, σε διάφορα στάδια και με διάφορους τρόπους που μας ταλαιπωρούν ακόμα. Ξεκινήσαμε εμείς με τα καταλύματα, ακολούθησαν οι δύστυχες αεροπορικές εταιρείες. Τέλος πάντων, δεν είναι αυτό που με πειράζει. Σε αυτές τις συνθήκες, πραγματικά δεν με στενοχωρεί καθόλου το ταξίδι που δεν έγινε, σχεδόν δεν το σκέφτομαι. Αντίθετα, κλαίω με αφορμή τα ταξίδια που έγιναν.
Πέντε φορές έχω βγει όλες κι όλες από τα σύνορα. Τις 3 από αυτές για Ιταλία. Τις 2 για Μιλάνο - Μπέργκαμο (βλ. φωτό) - Κόμο (και μια ακόμα για Πίζα - Λούκα - Σιένα - Φλωρεντία). Τα νιώθω “μέρη μου” αυτά, κι ας μην εξάντλησα ούτε κατά διάνοια τις ομορφιές τους, ας μην ξεδίπλωσα παρά ένα απειροστό από τη φυσιογνωμία τους. Τα είδα και τα άκουσα όμως, και όχι μόνο σαν τουρίστας, αλλά και σαν καλόπιστος μάρτυρας, σαν αγαπημένος, σαν μακρινός τους συγγενής, σαν επαίτης και σαν εξομολόγος ταυτόχρονα. Τους πήρα ό,τι μπόρεσα, τους έδωσα ό,τι είχα, άφησα εκκρεμότητες και υποσχέσεις, ότι μια μέρα θα επιστρέψω, παρόλο που η λαχτάρα μου για νέους προορισμούς θα αυξάνεται.
Και τώρα το Μπεργκαμάκι μου, το Μιλανάκι μου, οι Ιταλοί μου, συνθλίβονται από τη δυστοπία με κωδικό όνομα Covid-19. Ζουν μες στον τρόμο, ζουν με το θάνατο. Και όλοι τούς μεταχειρίζονται ως παράδειγμα προς αποφυγή, ως μπαμπούλα: “Μη γίνουμε Ιταλία”.
Πονάω αλλά και αισιοδοξώ μαζί τους. Και κρατάω μέσα μου την Ιταλία που θα ‘θελα πολύ να γίνουμε. Τις μαγευτικές ιστορικές πόλεις με τα αμέτρητα μνημεία και τα αρχιτεκτονικά κοσμήματα, την υψηλή μόδα και την καθημερινή φινέτσα, τα κρασιά, τα σπαγγέτι αλντέντε, τα σιδηροδρομικά δίκτυα, τα τούνελ και τις γέφυρες.
Μαζί με την τραγουδιστή τους γλώσσα... κι όλες τις λέξεις και τις φράσεις που έμαθα να παπαγαλίζω εκεί - για να τις επαναλαμβάνουμε τώρα εδώ σαν προσευχή, σαν μάντρα και σαν ξόρκι: Ουσίτα. Μπινάριο. Αϊ τρένι. Πρόσιμα φερμάτα: Τούρο. Ανφιτέατρο. Καραμπινιέρι. Οστερία. Απεριτίβο. Ούνο πίκολο κόνο, σόλο πιστάκιο…
Αrrivederci, amici!