Κανείς δεν περίμενε το κακό που ήταν να έρθει και να σκάσει πάνω από μία κοινωνία που όλα πήγαιναν τόσο, μα τόσο αρμονικά.
Θυμάμαι να μένει "στην απ' έξω" ο Αλβανός συμμαθητής μου, τουλάχιστον 20 χρόνια πριν. Ανακαλώ στη μνήμη μου την εικόνα του γείτονα στο χωριό, ακόμη πιο παλιά, ο οποίος πήγαινε ένα καρπούζι με ένα μαχαίρι καρφωμένο πάνω του, στον Αιγύπτιο εργάτη, για να το φάει έτσι στα όρθια χωρίς πιάτο και πιρούνι, σα ζώο. Θυμάμαι να μεγαλώνω διαβάζοντας ποιητές που η κοινωνία τους έκραζε στην εποχή τους, γιατί ήταν ομοφυλόφιλοι, ημίτρελοι και ακραίοι. Τα τελευταία χρόνια έπηξαν τα αυτιά μου να ακούνε μειωτικά σχόλια για τις αλλοδαπές γυναίκες. Αυτές που θεωρούν κάποιοι κουκλάρες να τις βλέπουν, αλλά που θα τους φερθούν σα σκουπίδια και θα τις εκμεταλλευτούν με την πρώτη ευκαιρία. Μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο, είδα στο μάζεμα των ελιών τους Αλβανούς να φέρονται ρατσιστικά στους μετανάστες από το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές. Ηταν λίγο πιο κοντοί, πιο μαζεμένοι, πιο μαυρούληδες, οι πρώτοι ήταν πολλά χρόνια εδώ, ήταν μάγκες και έπαιρναν καλύτερα λεφτά. Είδα να γίνεται "σκοτωμός" ανάμεσα σε ανθρώπους με αναπηρίες, για το ποιανού η οικογένεια έχει μεγαλύτερη ανάγκη, για το ποιανού το σπίτι πρέπει να βοηθηθεί περισσότερο. Ακουσα τους εκπροσώπους των κομμάτων στο τοπικό επίπεδο, να μιλούν υποτιμητικά για ανθρώπους με τους οποίους κάποτε μεγάλωσαν μαζί. Σε πρόσφατη κινητοποίηση των τσιγγάνων έξω από το Δημαρχείο και σε σχόλιο σχετικά με το ότι έστρωσαν στρωματσάδα κάτω από τα γραφεία της ΧΑ οι ίδιοι μου είπαν πως "δεν έχουν πρόβλημα με τους ανθρώπους". Και εκεί κάπου κάηκε το μυαλό μου. Ενα "τσαφ" θέλει για να αισθανθεί ο άνθρωπος πως ανήκει ή δεν ανήκει κάπου. Ενα τόσο δα μικρό χώρο στο μυαλό του, έτσι ώστε να μισήσει ή να αγαπήσει όλους τους υπόλοιπους. Πολλές φορές τα όρια είναι δυσδιάκριτα, είναι όμως πανεύκολο να τα υπερπηδάς, όπως ο αθλητής τα εμπόδια. Με τον αέρα του πρωταθλητή. Και να τρέχεις σαν τον άνεμο, ελεύθερος από συμβάσεις, αφήνοντας πίσω σου όποια κοινωνική κατηγορία σου τη σπάει. Μέχρι που να κάνεις ένα ηχηρότατο "γκουπ" πάνω στον κατάλευκο και πεντακάθαρο τοίχο της πλήρους απομόνωσης.