Οι αντιδράσεις προέρχονται κυρίως από τους εκλεγμένους κοινοτικούς συμβούλους. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται έχουν να κάνουν με την εγγύτητα των τοπικών συμβουλίων στα προβλήματα, και βεβαίως με την καθαρότερη πολιτική αποτύπωση της βούλησης των τοπικών κοινωνιών. Σε σχέση με την εγγύτητα στο πρόβλημα, θα μπορούσε κάποιος να συμφωνήσει με την ασκούμενη κριτική όταν πρόκειται για μία απομακρυσμένη κοινότητα, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για τις μεγάλες κοινότητες των δήμων. Έχει, για παράδειγμα, μικρότερη εγγύτητα το Δημοτικό Συμβούλιο Καλαμάτας από το Κοινοτικό Συμβούλιο της πόλης; Τι εξυπηρετεί η ύπαρξη κοινοτικού συμβουλίου στην Καλαμάτα εκτός από το να… παρίσταται και να χαιρετίζει;
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η κατάργηση των κοινοτικών συμβουλίων έχει να κάνει με το Σύνταγμα, το οποίο ορίζει δύο βαθμούς αυτοδιοίκησης και όχι τρεις. Αυτό είναι αληθές, αλλά δεν θεωρούμε ότι είναι αυτό το πρόβλημα. Οι αλλαγές στη δομή των αυτοδιοικητικών θεσμών έχουν κυρίως να κάνουν με το κατά πόσο θέλει η κεντρική εξουσία να δώσει στην τοπική αυτοδιοίκηση αρμοδιότητες και ισχύ. Η πολιτική «αποτύπωση» σε μικρό ή σε μεγάλο επίπεδο έχει να κάνει με το τι επιδιώκει το κεντρικό πολιτικό σύστημα.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε τι ακριβώς έχει συμβεί ιστορικά από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους σε σχέση με το μέγεθος των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι Βαυαροί του Όθωνα το 1833, αντιγράφοντας το αντίστοιχο γαλλικό μοντέλο αυτοδιοίκησης, δημιούργησαν ισχυρούς δήμους με πάνω από 2.000 κατοίκους, προκειμένου να ελέγξουν τους τοπικούς προύχοντες που λειτουργούσαν σε μικρές κοινότητες την εποχή της τουρκοκρατίας. Η διοικητική αυτή διαίρεση των δήμων εφαρμόστηκε για περίπου 80 χρόνια και καταργήθηκε το 1912 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος θέλοντας να περιορίσει την επιρροή των τοπαρχών στους δήμους επανέφερε το παλαιό καθεστώς των χιλιάδων κοινοτήτων. Αυτό το σύστημα με τις πολλές μικρές κοινότητες καταργήθηκε ουσιαστικά με το σχέδιο συνενώσεων «Ι. Καποδίστριας» το 1997.
Ο κατακερματισμός του διοικητικού τοπίου με τη δημιουργία των χιλιάδων κοινοτήτων δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη μόνιμη εξάρτηση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης από την οικονομική αρωγή του εθνικού κράτους. Η κεντρική εξουσία χρησιμοποιούσε τις επιχορηγήσεις προκειμένου να ελέγχει τις τοπικές κοινωνίες. Οι δημογραφικά παρακμάζουσες κοινότητες κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες αναλάμβαναν στην πράξη καθήκοντα της κρατικής διοίκησης και λειτουργούσαν ως παραρτήματά της. Τα αιρετά όργανα προσανατολίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στη διαμεσολάβηση των τοπικών συμφερόντων ενώπιον της κρατικής εξουσίας, και η τελευταία κινούσε αποκλειστικά τα νήματα της περιφερειακής και τοπικής ανάπτυξης.
Η ιστορία των κοινοτήτων θεωρούμε ότι αποκαλύπτει το λόγο για τον οποίο δημιουργούνται ή καταργούνται οι τοπικές κοινότητες – και αυτός βεβαίως δεν έχει να κάνει σε καμία περίπτωση με την εγγύτητα στην επίλυση των προβλημάτων ή με την πολιτική αποτύπωση της βούλησης των τοπικών κοινωνιών.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε ως στόχο την αποδυνάμωση των δημοτικών αρχών, γι’ αυτό και από τη μια πλευρά μέσω της απλής αναλογικής δημιούργησε δημοτικά συμβούλια μειοψηφιών, ενώ από την πίσω πόρτα «ανάστησε» τις κοινότητες. Ο στόχος δηλαδή ήταν αυτός που είχε ο Βενιζέλος το 1912: να δημιουργήσει νέες πολιτικές δυναμικές μιας και δεν μπορούσε να εκλέξει δικούς του δημάρχους. Η ιστορία επαναλαμβάνεται βεβαίως ως φάρσα, και αυτό συνέβη. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. από την πλευρά της χρησιμοποιεί τώρα τον εκλογικό νόμο προκειμένου να παγιώσει την επιρροή της στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Σε κάθε περίπτωση η τοπική αυτοδιοίκηση δεν χρειάζεται τη νεκρανάσταση των κοινοτήτων, ούτε έχει έλλειψη προέδρων οι οποίοι θα παριστάνουν τους διαμεσολαβητές με την εκάστοτε εξουσία. Χρειάζεται ισχυρούς δήμους και δημοτικές αρχές οι οποίες θα φτάνουν στο πρόβλημα και του τελευταίου χωριού. Οι αρχές της εγγύτητας και της επικουρικότητας, που κυριαρχούν στο επίπεδο της Ε.Ε., είναι βέβαιο ότι θα καθορίσουν την τελική μορφή και της αυτοδιοίκησης στη χώρα μας. Το ζήτημα όμως που αναμένεται να δημιουργήσει εντελώς νέα δεδομένα στη λειτουργία της αυτοδιοίκησης, καθορίζοντας τη στάση των πολιτών και τελικά του πολιτικού προσωπικού, είναι το ζήτημα της φορολογικής εξουσίας. Η ανάληψη από την πλευρά της αυτοδιοίκησης φορολογικής εξουσίας είναι η επόμενη μεγάλη μεταρρυθμιστική κίνηση που θα καθορίσει το χαρακτήρα και τη μορφή κάθε επιπέδου εξουσίας.
Οι δημοτικές αρχές θα πρέπει να εκλέγονται με το 50% των ψήφων και να έχουν την απόλυτη εξουσία και την ευθύνη στην επίλυση του κάθε προβλήματος. Δεν μπορεί να έχουμε προέδρους που κάνουν αντιπολίτευση στις δημοτικές αρχές. Η παράταξη που εκλέγεται δημοτική αρχή θα πρέπει να πλειοψηφεί στο σύνολο των οργάνων. Τα ψηφοδέλτια θα πρέπει να συγκροτούνται σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο, και όταν νικούν να εκλέγονται παντού οι υποψήφιοί τους. Η πλειοψηφία να είναι πλειοψηφία και η μειοψηφία να είναι μειοψηφία στο σύνολο του δήμου και όχι ανά δημοτικό διαμέρισμα. Ο πολίτης να έχει ξεκάθαρο τον υπεύθυνο και να τον επιβραβεύει ή να τον στέλνει σπίτι του. Τα θολά συστήματα με τους ανευθυνο-υπεύθυνους παραγοντίσκους το μόνο που καταφέρνουν είναι να αποδυναμώνουν τους θεσμούς και τελικά τη δημοκρατία.