Από την αίσθηση ζωής που συνεχίζεται μετ' εμποδίων μέχρι το τελευταίο ευρώ του πελάτη. Από τα καλοκαιρινά “κύματα” απομένει το τελευταίο που έρχεται από Παρασκευή, το καλοκαίρι... περνάει γρήγορα.
Περνάει γρήγορα και επιβεβαιώνει τη διαπίστωση των τελευταίων χρόνων: Οι επισκέπτες αυξάνονται αλλά αυτό δεν έχει αντίκρισμα και στα ταμεία των καταστημάτων. Και σπεύδω να διευκρινίσω ότι εννοώ τα καταστήματα εστίασης και αναψυχής, οι ιδιοκτήτες των οποίων ποντάρουν στο τουριστικό ρεύμα. Οι όποιες εξαιρέσεις έρχονται να επιβεβαιώσουν τον κανόνα, σε ορισμένες περιπτώσεις και τη διαφορετικότητα των επισκεπτών κάθε περιοχής από την άποψη των οικονομικών δυνατοτήτων. Ο τουρισμός δεν είναι κάτι το ενιαίο, αλλά δεν είναι καθόλου δύσκολο να διαπιστώσει κάποιος ότι στον όγκο των επισκεπτών η μεγάλη πλειοψηφία προέρχεται από μεσαία στρώματα που μπορούν ακόμη να κάνουν ολιγοήμερες διακοπές αλλά μειώνουν διαρκώς τα ποσά που δαπανούν. Ενώ ταυτόχρονα τα ποσά αυτά διαχέονται σε περισσότερες κατευθύνσεις καθώς πολλοί από τους επισκέπτες συμπεριφέρονται καταναλωτικά ως... κάτοικοι: Μαγειρεύουν στο κατάλυμα, κάνουν μπάνιο με την ομπρέλα τους, κόβουν βόλτες με το παγωτό στο χέρι, πίνουν κανέναν καφέ, άντε να πάνε και σε καμιά ταβέρνα ή μεζεδοπωλείο. Και πάλι βεβαίως με τις εξαιρέσεις καθώς αυτό που προσδιορίζεται ως “μεσαίο εισόδημα” έχει μεγάλη διακύμανση. Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά ή άλλα που θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε και γνωρίζουν πολύ καλύτερα όσοι ασχολούνται στον τομέα, θέτουν επί τάπητος το ζήτημα της προσαρμογής στην πραγματικότητα που διαμορφώνεται. Και η λέξη “προσαρμογή” αφορά περισσότερα του ενός πράγματα. Αφορά το σύνολο των προβλημάτων που εντοπίζονται και καταγράφονται πολλές φορές, έρχονται από παλιά αλλά καθώς βαθαίνει η κρίση αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Το μοντέλο των τραπεζοκαθισμάτων που απλώνονται στην παραλία και περιμένουν να γεμίσουν πελάτες έχει εξαντληθεί πλέον ως προοπτική. Κάποιοι για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά έχουν κατοχυρώσει τη θέση τους μέσα στο χρόνο και μπορούν να συνεχίσουν ποντάροντας στην ιδιαιτερότητα και στις “φυλές” καταναλωτών που προσελκύουν. Το μέλλον των υπολοίπων είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό...
Κάθε φορά σε τέτοιες συζητήσεις βεβαίως ανακύπτει το ερώτημα “τι είδους τουρισμό θέλουμε” αλλά και αυτό υπόκειται σε περιορισμούς ή αντιστρόφως δείχνει και “τι χωράει” ακόμη ο τόπος. Οι περιορισμοί έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι ελάχιστα είναι τα περιθώρια αύξησης των κλινών στα ξενοδοχεία της πόλης. Υπάρχει μονάδα σε τελευταίο στάδιο πριν τη λειτουργία, υπάρχουν ελάχιστα οικόπεδα διαθέσιμα για ξενοδοχεία, αλλά πολύ δύσκολα παίρνει κάποιος το ρίσκο μιας επένδυσης με την προοπτική πληρότητας λίγες ημέρες το χρόνο, σε διακοπές και τριήμερα. Ως εκ τούτου τα επόμενα χρόνια δεν αναμένεται κάτι το θεαματικό, αν και είναι βέβαιο ότι σε κάποιες περιπτώσεις όπως στη Δυτική Παραλία θα υπάρξουν αλλαγές στο χάρτη της τουριστικής δραστηριότητας. Αυτό που “χωράει” ή θα έλεγα έχει ανάγκη η περιοχή, είναι κάμπινγκ. Η επιστροφή δεν αποτελεί “μόδα” αλλά ανάγκη υποδοχής άλλων κατηγοριών επισκεπτών, από τα στρώματα που μπορούν να πάνε διακοπές αλλά αναζητούν πιο φθηνή λύση αλλά και πιο “φυσικό” τρόπο ζωής. Υπάρχουν άλλες περιοχές (και της Μεσσηνίας) όπου δεν πέφτει καρφίτσα και εκδηλώνεται μια γενικότερη τάση. Βεβαίως με αυτό το κείμενο δεν επιδιώκω να κάνω υποδείξεις, μόνον μερικές επισημάνσεις που προκύπτουν από την καθημερινή συζήτηση φίλους και γνωστούς που βλέπουν από διαφορετική σκοπιά τα πράγματα. Ετσι και αλλιώς ο καθένας που θέλει να επενδύσει δεν θα το κάνει ούτε με υποδείξεις, ούτε με παρακλήσεις, ούτε με επικλήσεις στον “πατριωτισμό” του. Η επιχειρηματικότητα έχει τους δικούς της κανόνες με πρώτο αυτόν της κερδοφορίας και ως εκ τούτου η επένδυση (εντός ή εκτός εισαγωγικών) δεν εξαρτάται από τις επιθυμίες και τα όνειρα θερινής νυκτός των τοπικών παραγόντων που διαγκωνίζονται σε ενδιαφέρον για τον τουρισμό. Στον αντίποδα η επιχειρηματικότητα πολλές φορές επιδιώκει να καταργήσει κανόνες και περιορισμούς, επιστρατεύοντας και την “αγωνία” των παραγόντων για τους ψηφοφόρους τους, ακριβώς για να πετύχει αυτό το κέρδος σε βάρος άλλων στοιχείων της ζωής με πρώτο το περιβάλλον.
Η προσέλκυση επισκεπτών αναμφισβήτητα οφείλεται στη φυσική προίκα της Καλαμάτας και τη διάσωση ορισμένων παραδοσιακών χαρακτηριστικών της που την κάνει “ανθρώπινη” σε σχέση με άλλες. Και βεβαίως δεν πρέπει να παραγνωρίσει κάποιος τις αλλαγές οι οποίες συντελούνται στην οικονομία και την κοινωνία. Η “στροφή” που γίνεται στο έδαφος αυτών των πλεονεκτημάτων έχει να κάνει με την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων αλλά ταυτοχρόνως με το υψηλό κόστος μετακίνησης προς τα νησιά. Εν γνώσει όλων αυτών, το ζήτημα που προκύπτει είναι η αναζήτηση των πρωτοβουλιών με τις οποίες δεν θα επέλθει η “κόπωση” αλλά αντιθέτως θα διευρυνθεί το παρατηρούμενο ρεύμα είτε ως καλοκαιρινή επιστροφή στα πάτρια, είτε ως επίσκεψη σε προορισμό με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Και για πολλοστή φορά θα υπενθυμίσω το αυτονόητο: Την ανάγκη να περάσει η πόλη σε ένα άλλο επίπεδο οργάνωσης της ζωής, βασισμένο σε υποδομές που μπορούν να αλλάξουν την όψη της και να την καταστήσουν πραγματικά ξεχωριστό προορισμό. Οι μεγάλης έκτασης πεζοδρομήσεις, οι ποδηλατόδρομοι, ο πολλαπλασιασμός του πρασίνου, η διάσωση των διατηρητέων, η αισθητική ανάπλαση ιστορικών χώρων είναι μερικές μόνον από τις λέξεις-φράσεις που υποδηλώνουν τα θεμέλια επί των οποίων μπορεί και πρέπει να χτιστεί η Καλαμάτα του αύριο. Και κρατώ ξεχωριστά τις συγκοινωνίες γιατί παρότι συνδέονται με όλα αυτά, αποτελούν ένα ζήτημα για το οποίο έχει σταματήσει κάθε συζήτηση εδώ και πολλά χρόνια. Πόλη χωρίς επαρκές δίκτυο αστικών συγκοινωνιών, και μάλιστα φιλικών προς το περιβάλλον, δεν μπορεί να φιλοδοξεί σε μια “ταυτότητα” που θα τονίζει όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά και θα προσδίδει τη “μοναδικότητα” που χρειάζεται. Δεν είναι εύκολο θέμα, αλλά η άνετη μετακίνηση σε μια πόλη με μέσα μαζικής μεταφοράς είναι παντού και πάντα το ζητούμενο. Για ντόπιους και επισκέπτες.
Η ελκυστικότητα μιας πόλης δεν έχει να κάνει μόνον με τον τουρισμό φυσικά. Αλλά και με την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με την προσέλκυση νέων κατοίκων. Την εποχή της τεχνολογίας και της καινοτομίας που δεν απαιτεί φυσική παρουσία στο χώρο δουλειάς, με την προϋπόθεση ότι οι τεχνολογικές υποδομές είναι επαρκείς, το στοίχημα είναι να κερδίσεις ανθρώπους και επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτό το χώρο. Η ποιότητα ζωής είναι σημαντικός παράγοντας και συνδέεται με το όνομα που χτίζει η πόλη και η προσωπική εμπειρία του επισκέπτη. Πολλοί ίσως δεν το καταλαβαίνουν, αλλά το διαδίκτυο είναι ένας αχανής χώρος ανταλλαγής εμπειριών και πληροφοριών, με τις ταξιδιωτικές να καταλαμβάνουν ιδιαίτερη θέση. Κάποιος θα πει ότι πάμε... μακριά τη βαλίτσα. Αλλά θα πρέπει να την πάμε για να φωτίσουμε και από διαφορετική σκοπιά την αναγκαιότητα ορισμένων πραγμάτων. Πολύ περισσότερο για να επισημάνουμε ότι το ενδιαφέρον, η ανησυχία και η δραστηριότητα δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιοριστεί στον τουρισμό. Η ζωή και το μέλλον απαιτούν προσέλκυση νέων οικονομικών δραστηριοτήτων και εδώ υπάρχει “πεδίον δόξης λαμπρόν” και εξαιρετικά δύσκολο. Χρησιμοποιήθηκε το παράδειγμα της (ταχέως αναπτυσσόμενης) τηλεργασίας ως χειροπιαστό και... πιασάρικο με σημερινούς όρους. Ομως οι άνθρωποι που ορίζουν τις τύχες του τόπου οφείλουν να αντιληφθούν πως η απαιτούμενη “αποκέντρωση” δεν αποτελεί ακαδημαϊκή άσκηση επί χάρτου, αλλά έναν στόχο που θα πρέπει να επιδιώκεται με την προβολή και αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και σε επίπεδο ποιότητας ζωής και σε επίπεδο υποδομών. Αλλά και με τη δημιουργία νέων εκεί που χρειάζεται και με συγκεκριμένη στόχευση. Χρειάζεται “φρέσκια ματιά” στη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται γενικότερα και αυτό δεν μπορεί παρά να γίνει από νέους ανθρώπους που αντιλαμβάνονται πολύ καλύτερα τις εξελίξεις. Αλλά και με το αναγκαίο πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο. Δύσκολα πράγματα αλλά οφείλουμε να διευκολύνουμε την εξέλιξη...