Για το θέμα αυτό γράφτηκαν πολλά, τόσο στον τοπικό και αθηναϊκό Τύπο όσο και σε ηλεκτρονικές εκδόσεις και το διαδίκτυο.
Με δεδομένα αυτά θα μπορούσε να θεωρήσει κάποιος ότι δεν υπάρχει λόγος να επανέλθει κάποιος στο ζήτημα. Θα το κάνω όμως αναδημοσιεύοντας ένα κείμενο που ανάρτησα στο φέισμπουκ τη Δευτέρα του Πάσχα το μεσημέρι, όταν υπήρχαν μόνον η δήλωση του δημάρχου Παν. Νίκα και αμέτρητα σχόλια πολιτών στην κοινωνική δικτύωση. Κάτω από το κείμενο έγινε έντονη συζήτηση, σε κάποιες περιπτώσεις “τσιτωμένη” εξαιτίας της έντονης συναισθηματικής φόρτισης από το τραγικό γεγονός. Εκρινα αναγκαία την αναδημοσίευση καθώς το αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας είναι διαφορετικό από αυτό το διαδικτύου και δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι μένω σιωπηλός σε ένα θέμα που βρέθηκε στην κορυφή του ενδιαφέροντος και θα απασχολεί για πολύ καιρό ακόμη τις συζητήσεις στην πόλη. Το κείμενο που ανάρτησα έχει ως εξής:
«Δεν μπορεί παρά να σκορπά θλίψη ένας θάνατος, όπως αυτός του Κώστα που “έφυγε” την ώρα της δουλειάς του, σε απ’ ευθείας μετάδοση ενός εθίμου. Εδώ και πολλά χρόνια στο χώρο των μέσων επικοινωνίας ο Κώστας, δεν μπορούσε να λείπει από μια εκδήλωση που τραβούσε την προσοχή και το ενδιαφέρον έστω και από μακριά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε τόσο ο ίδιος, όσο και οι άλλοι συνάδελφοι φωτορεπόρτερ και εικονολήπτες. Φαντασμαγορικό το θέματα των αυτοσχέδιων πυροτεχνημάτων, οι κινήσεις των σαϊτολόγων, ένα είδος “πασχαλινής ατραξιόν” για τους επισκέπτες. Αυτή τη φορά όμως ο Κώστας δεν γύρισε στο σπίτι του, ορφάνεψε η φαμελιά του, το “γιατί” είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό υπό διερεύνηση. Οι αντιδράσεις μετά το περιστατικό βγάζουν στην επιφάνεια πολλά πράγματα, ουσιαστικά έναν μακρόχρονο κοινωνικό διχασμό σε σχέση με το έθιμο, την αξία του και το ερώτημα “διατήρηση ή κατάργηση”. Πολλοί φίλοι ήδη σχολιάζοντας την προηγούμενη ανάρτηση που έκανα με την είδηση και το θλιβερό γεγονός, ζητούν την κατάργηση της διεξαγωγής του σαϊτοπολέμου με τους βαρύτερους των χαρακτηρισμών. Σε άλλα σημεία του διαδικτύου έχω διαβάσει τα πλέον απίθανα σχόλια υπέρ ή κατά της διεξαγωγής. Ως εκ τούτου θεώρησα αναγκαία μια παρέμβαση έτσι ώστε να βάλουμε μια λογική σειρά στα πράγματα, έστω και αν η συναισθηματική φόρτιση δυσκολεύει κάτι τέτοιο.
Ορισμένες παραδοχές είναι αναγκαίες:
1. Το έθιμο είναι γιορταστικό, δεν πρόκειται για εκρηκτικά αλλά για πυροτεχνήματα, ενδεχομένως ιταλικής προέλευσης, εμφανίζεται με διαφορετικό όνομα σε άλλες περιοχές (“χαλκούνια” στο Αγρίνιο) και στην Καλαμάτα υπάρχει μια παράδοση τουλάχιστον 150 χρόνων.
2. Πρόκειται για λαϊκό έθιμο με απήχηση σε στρώματα που προέρχονται κυρίως από τις γειτονιές της πόλης, αποτελεί πρωτογενή μορφή συλλογικότητας και ανταγωνισμού ανάμεσα σε συνοικίες και ομάδες μέσα σε αυτές.
3. Το έθιμο ουδέποτε είχε καθολική αποδοχή για τους πιο διαφορετικούς λόγους και πολεμήθηκε κατά καιρούς για λόγους “ευπρέπειας” στο νέο περιβάλλον που δημιουργούσε η έντονα διαιρεμένη πολιτιστικά και αισθητικά κοινωνία.
4. Παρ’ όλα αυτά στις ρίψεις συμμετείχαν και “αστοί” (με τα εισαγωγικά να υποδηλώνουν την κοινωνική διαστρωμάτωση), που για διάφορους λόγους γίνονταν δεκτοί από τα μπουλούκια σε μια διαδικασία επιστροφής στις ρίζες ή της (ανέκαθεν) μικροπολιτικής επίδειξης, ενώ το παρακολουθούσαν πολιτειακοί παράγοντες.
Αυτές οι “διαιρέσεις” ακολούθησαν το έθιμο στο διάβα του χρόνου, η επίσημη “κάλυψή” του έκρυβε δημοσίως τον εμφανή διχασμό. Και θα χρειαστεί να παρατηρήσω ότι το έθιμο δεν αφορά μόνον την οργανωμένη παρουσία την ημέρα του Πάσχα, αλλά και πολλές εκδηλώσεις στις γειτονιές ιδιαίτερα τη Μεγάλη Παρασκευή. Παλαιότερα σαΐτες έριχναν με κάθε ευκαιρία, σε θρησκευτικές γιορτές, ακόμη και σε “εξοχικά κέντρα” την Πρωτομαγιά, στην επίσκεψη πολιτειακών παραγόντων, σε επίσημες αλλά και λαϊκές κοινωνικές εκδηλώσεις. Η υιοθέτηση των εκδηλώσεων από το δήμο εδώ και πολλά χρόνια περιόρισε τις υπαρκτές αντιδράσεις, οι οποίες περισσότερο εκδηλώνονταν με απουσία από τις εκδηλώσεις αλλά με περισσότερο έντονο τρόπο τα τελευταία χρόνια με την εμφάνιση παιδιών στο “πεδίο μάχης” που παραβίαζε κάθε κανόνα ασφαλείας στο όνομα μεταλαμπάδευσης της παράδοσης.
Και επειδή η ιστορία φαίνεται ότι σπρώχνεται σε άλλες κατευθύνσεις με αφορμή ένα θλιβερό γεγονός που δεν μπορεί παρά να δημιουργεί συγκίνηση, δεν θα έπρεπε να παραλείψω την επισήμανση ότι πέρα από μεμονωμένες παρεμβάσεις δεν υπήρχε καμία συλλογική αντίδραση εντός του δημοτικού συμβουλίου και ποτέ δεν τέθηκε ζήτημα από οποιονδήποτε για τη διεξαγωγή του σαϊτοπολέμου ή τους όρους με τους οποίους θα διεξάγεται αυτός.
Τα δεδομένα είναι γνωστά από την εποχή της απαγόρευσης του γνωστού εισαγγελέα Λεωνίδα Παπακαρυά το 1966 που προκάλεσε μέχρι και διαδηλώσεις και πολιτικό ζήτημα στην πόλη: Το έθιμο διεξάγεται χωρίς άδεια και παρά τις διατάξεις του νόμου περί... εκρηκτικών και άλλων τινών. Οι κρατικές αρχές κάνουν “στραβά μάτια” απουσιάζοντας από κάθε εκδήλωση (γι' αυτό η αστυνομία ουδέποτε παρευρίσκεται σε σαϊτοπόλεμο) και όλοι μέχρι χθες ήταν “ευτυχισμένοι” καθώς ουδέποτε είχε σημειωθεί σοβαρό ατύχημα με σαΐτα. Αυτό εξηγεί και τη “χαλάρωση” σχετικά με τους κανόνες που θα έπρεπε να τηρούνται. Ετσι από τα γήπεδα που οι θεατές είχαν απόσταση από το “στίβο” και ως εκ τούτου ενδεχόμενη “διαφυγή” σαΐτας εξασθενούσε, η εκδήλωση μεταφέρθηκε στην “καρδιά” της πόλης, δίπλα από εκεί που γινόταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 (οδός 23ης Μαρτίου). Και τα “μέτρα ασφαλείας” με τη νομική και πραγματική έννοια ουσιαστικά δεν υπάρχουν. Μέτρα ασφαλείας σε “παράνομη” εκδήλωση δεν υπάρχουν. Μέτρα ασφαλείας με τις σαΐτες σημαίνει πρωτίστως ότι οι θεατές είναι σε μεγάλη απόσταση, αλλά και οι χειριστές των μπουλουκιών μεταξύ τους. Γιατί ο πραγματικός κίνδυνος ζωής είναι η δύναμη εκτόξευσης. Μόλις πριν λίγο συζητούσαμε με το Βαγγέλη που τον έπαιρνα πιτσιρικά στο γήπεδο του “Μεσσηνιακού” και θυμόταν ότι ήμασταν μακριά, οι άνθρωποι των μπουλουκιών επίσης μακριά και ότι στο τέλος άφηναν σαΐτες να φύγουν στον αέρα που δεν έφταναν ποτέ στις κερκίδες.
Σε καμία περίπτωση με οποιαδήποτε παρέμβαση δεν θα ήθελα να εκφράσω γνώμη για ζητήματα που είναι πλέον της αρμοδιότητας του εισαγγελέα από ποινική άποψη. Στο ζήτημα όμως “ναι ή όχι” στο σαΐτοπόλεμο θα πρέπει να απαντήσουμε πως η συνέχιση δεν έχει σχέση με κανένα DNA των Καλαματιανών (έμεινα ενεός με τη δήλωση του δήμαρχου σε μια στιγμή μεγάλης θλίψης), ενδεχομένως και οι περισσότεροι το αποστρέφονται για τους πλέον διαφορετικούς λόγους. Η συνέχιση προϋποθέτει μέτρα αποτροπής τέτοιων ατυχημάτων και είναι ένα θέμα το οποίο θα πρέπει με τη μέγιστη προσοχή να αντιμετωπίσει το νέο δημοτικό συμβούλιο. Σκέψεις με θλίψη και περίσκεψη για το χαμό του Κώστα...».
Αυτά έγραφα τη Δευτέρα του Πάσχα το μεσημέρι, πριν το τραγικό γεγονός πάρει άλλες διαστάσεις και εμπλακεί με την τρέχουσα πολιτική κατάσταση και σκοπιμότητα. Που οδήγησε και σε τοποθετήσεις εκ του ασφαλούς και εν θερμώ με τους περισσότερους των υποψηφίων να ανακαλύπτουν τη “νομιμότητα” ως ασφαλές καταφύγιο στη γενικευμένη απαίτηση για κατάργηση του εθίμου. Γράφτηκαν και ακούστηκαν πολλά πράγματα που υποδηλώνουν άλλοτε απόλυτα δικαιολογημένο θυμό, άλλοτε άγνοια ή σύγχυση στην αμηχανία “να πούμε κάτι”, και άλλοτε σκοπιμότητα ή απαξία στη λαϊκή παράδοση με ιδεολογικές γενικεύσεις. Ολα είναι υπό συζήτηση η οποία όμως θα πρέπει να γίνει νηφάλια και μακριά από την κάλπη. Κατά τα άλλα θα χρειαστεί να υπενθυμίσω ότι η συνέχιση του εθίμου μετά από πολύχρονη διακοπή έγινε το 1982 με πολιτική απόφαση της δημοτικής αρχής με δήμαρχο το Σταύρο Μπένο (αφού παρά την απαγόρευση είχε πραγματοποιηθεί σαϊτοπόλεμος με πρωτοβουλία της αυτοδιοίκησης το 1979 σε Μεσσήνη και Ανδρούσα και το 1980 σε Μεσσήνη, Ανδρούσα και Εύα). Η συνέχιση με όποιους όρους ή η κατάργηση ασυζητητί θα γίνει και πάλι με πολιτική απόφαση της δημοτικής αρχής που θα εκλεγεί. Εκλογική χρονιά επαναλήφθηκε ο σαϊτοπόλεμος και αγκαλιάστηκε από όλους τους παράγοντες όσο έφερνε ψήφους, εκλογική χρονιά ζητείται σχεδόν από όλους (άμεσα ή έμμεσα) η κατάργηση γιατί μετά το θλιβερό περιστατικό διώχνει ψήφους.
Τα πιο θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια του Κώστα, αβάσταχτος ο πόνος του χαμού...