Με τη μορφή που έμεινε στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων της Μεσσήνης ως «τοπόσημο» συνδεδεμένο με καλοκαιρινές στιγμές χαλάρωσης και χαράς. Η προσπάθεια για διάσωση έδωσε τη δυνατότητα να «φωτιστεί» με ιστορικότητα και να αναδειχθεί η μακρά ιστορία του. Που ακολουθεί και παρακολουθεί τις εξελίξεις στην οικονομία και την κοινωνία του τόπου.
Η απόφαση έχει κομβική σημασία, χρειάζονται πολλά ακόμη πράγματα να γίνουν αλλά από εδώ και πέρα το ζήτημα είναι στα χέρια της «εξουσίας» υπό την έννοια ότι από τη μια πλευρά θα γίνουν οι αναγκαίες κινήσεις και από την άλλη θα υπάρξουν και οι ανάλογες «τακτοποιήσεις» και χρηματοδοτήσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι η συλλογικότητα θα «σταυρώσει τα χέρια» περιμένοντας, αντιθέτως θα παρακολουθήσει στενά τις εξελίξεις και θα συμβάλει με κάθε τρόπο στα επόμενα βήματα. Η διαφορά είναι ότι στο ζήτημα του χαρακτηρισμού ο καθένας μπορούσε να «κρυφτεί» (ευτυχώς δεν το έκαναν όλοι) πίσω από την αναρμοδιότητα καθ όσον αυτό είναι ζήτημα που κρίνεται από τις υπηρεσίες. Από εδώ και πέρα είναι «κουκιά μετρημένα», όλοι θα κριθούν με βάση τη συμβολή τους στην επίτευξη των επόμενων στόχων.
Αυτή η απόφαση δεν ήρθε «ουρανοακτέβατη» καθώς μάλιστα στη συνεδρίαση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων δεν υπήρξε κάποια πολιτική παρέμβαση και αντιθέτως αρχικά από μέλη του εκφράστηκαν αντιρρήσεις. Οι οποίες όμως υπερκεράστηκαν από αυτούς που υποστήριξαν την αναγκαιότητα του χαρακτηρισμού σύμφωνα με την εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας. Θα ήταν χρήσιμη μια μικρή ανασκόπηση στα βήματα που έγιναν, γιατί θεωρώ ότι μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα. Το θέμα πήγαινε και ερχόταν για πολλά χρόνια από την εποχή που ο σύλλογος των Απανταχού Νησιωτών «Πάμισος» έκανε τις καλοκαιρινές εκδηλώσεις στο χώρο του Τελωνείου και θέτοντας το ζήτημα της διάσωσης-ανάδειξης. Επιστολή από εδώ, επιστολή από εκεί και «η μπάλα στην κερκίδα» όπως λένε και μάλιστα διαχρονικά όλοι έχουν να επιδείξουν… από μια. Κάποια στιγμή προσωπικά αντιλήφθηκα ότι το μνημείο μπορεί να χαθεί μέσα στη δίνη της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας που προχωρά χωρίς φραγμούς και αναστολές. Ετσι αποφάσισα να δημιουργήσω τη διαδικτυακή ομάδα «Το Τελωνείο είναι μνημείο» γνωρίζοντας τη δύναμη που κρύβει η συλλογική προσπάθεια και… αναγνωρίζοντας ότι αυτή μπορεί να εκδηλωθεί με πολύ άμεσο τρόπο στην εποχή της κοινωνικής δικτύωσης. Κάπου 400 φίλοι και συμπατριώτες ανταποκρίθηκαν άμεσα ηλεκτρονικά και εντάχθηκαν στην ομάδα, ήταν πολλοί περισσότεροι εκείνοι που πληροφορήθηκαν σχετικά με την προσπάθεια καθώς η διαρκής δραστηριότητα της ομάδας διαχύθηκε στην κοινωνία από εφημερίδες, ενημερωτικές ιστοσελίδες, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Εν ολίγοις έγινε υπόθεση της κοινωνίας και ως εκ τούτου η τυπική «επιστολή» της θεσμικής γραφειοκρατίας έγινε επιτακτική απαίτηση της κοινωνίας. Η δύναμη της συλλογικότητας ενισχύθηκε με τη «γνώση» καθώς στην ομάδα αναρτήθηκαν σημαντικά τεκμήρια που ένωναν τα κομμάτια του παζλ και δημιουργούσαν πλήρη εικόνα της ιστορικότητας των ερειπίων του Τελωνείου.
Η πρώτη απεύθυνση ήταν προς την κοινωνία και η επόμενη προς τους θεσμικούς φορείς, κόμματα και βουλευτές που έγιναν αποδέκτες της προσπάθειας και του αιτήματος. Αλλοι ανταποκρίθηκαν και άλλοι όχι και η ομάδα συνέχισε τις δράσεις της χωρίς να μπαίνει στη λογική της συμπολίτευσης ή αντιπολίτευσης και μένοντας μακριά από την πολιτική αντιπαράθεση των πολιτικών και αυτοδιοικητικών εκλογών. Από την προσπάθεια έγινε σαφές ότι η Πολιτεία δεν ήταν διατεθειμένη να πάρει καμία πρωτοβουλία ώστε να εξεταστεί το αίτημα, αντιθέτως παρέπεμπε θεσμούς και πολίτες την ευθύνη για την εκκίνηση της υπόθεσης κήρυξης του Τελωνείου ως διατηρητέου μνημείου. Δεχθήκαμε ευχαρίστως την πρόκληση καθώς κρίναμε ότι είχαν συγκεντρωθεί επαρκή στοιχεία προκειμένου να τεκμηριώσουμε το αίτημα. Ετσι συντάχθηκε ένα ιστορικό κείμενο το οποίο παραθέτω στη συνέχεια προκειμένου να γίνει αντιληπτή η σημασία που είχε (και) σε αυτή την προσπάθεια η γνώση και η επαρκής υποστήριξη του αιτήματος. Στο κείμενο αφήνω την σε παρένθεση «συνημμένο» ακριβώς για να καταδειχθεί ότι κάθε πρόταση τεκμηριώνεται με στοιχεία.
Γράφαμε λοιπόν στην αίτηση προς την Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου και Ιονίων Νήσων: «Με την παρούσα θα θέλαμε να σας υποβάλλουμε το αίτημα για κήρυξη του ιστορικού Τελωνείου στη Μπούκα Μεσσήνης ως διατηρητέου καθώς πρόκειται για κτίσμα μεταγενέστερο του 1830 και άνω των 100 ετών. Εκπροσωπούμε μια ομάδα 400 περίπου ανθρώπων που έχουν στενούς δεσμούς με την πόλη της Μεσσήνης και έχουμε συγκροτήσει διαδικτυακή ομάδα με τίτλο «Το Τελωνείο είναι μνημείο» μέσα από την οποία συγκεντρώσαμε υλικό τεκμηρίωσης του αιτήματος που είχε υποβληθεί και παλαιότερα από το Δήμο Μεσσήνης.
Το Τελωνείο αποτελεί κτίσμα συνδεδεμένο με τη νεότερη ιστορία της πόλης και βρίσκεται σε ιστορικό τόπο. Το τμήμα του που διασώζεται μέχρι σήμερα είναι αυτό που έμεινε μετά την ανατίναξη του κτηρίου το καλοκαίρι του 1944 μαζί με τις εκκλησίες και άλλα κτίσματα στο παραλιακό μέτωπο της Μπούκας και της ευρύτερης περιοχής καθώς τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής θεωρούσαν ότι μπορεί να εκδηλωθεί αποβατική ενέργεια των συμμάχων στο Μεσσηνιακό Κόλπο. Ιστορικά μαρτυρείται τελωνειακό φυλάκιο σε αυτό το σημείο τα χρόνια της επανάστασης, στο οποίο αποβιβάστηκε ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας το καλοκαίρι του 1828 όπως πιστοποιείται και από το σχετικό απόσπασμα του βιβλίου το οποίο εξέδωσε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων με τίτλο «1830-2020, 190 χρόνια Ελληνικά Τελωνεία – Ιστορία και προσφορά των ελληνικών τελωνείων» (συνημμένο 1). Το 1833 τελωνειακό ρόλο έπαιζε η δημογεροντία Νησίου (παλαιότερο όνομα της Μεσσήνης) και τα βιβλία είσπραξης των σχετικών δικαιωμάτων υπάρχουν στην κεντρική υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους (συνημμένο 2). Το 1834 με το ΦΕΚ 23 (27-6-1834) δημιουργήθηκε η πρώτη τελωνειακή υπηρεσία και ορίστηκε Επιστάτης στο Υποτελωνείο Νησίου ο Εμμανουήλ Δαρειώτης από τους πρωτεργάτες της επανάστασης στην πόλη (συνημμένο 3). Το 1835 επιχειρήθηκε η κατασκευή Τελωνείου στη Μπούκα Νησίου και ο φάκελος με τίτλο «Κτήρια τελωνείων στην Καλαμάτα και το Νησί» υπάρχει στην κεντρική υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους (συνημμένο 4). Το τελωνείο τελικά κατασκευάστηκε το 1865, η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1867, ενώ χρειάστηκε επισκευή από καταστροφές το 1874. Τα σχετικά συμφωνητικά υπάρχουν στο αρχείο του συμβολαιογράφου Πανάγου Στραβοσκιάδη που βρίσκεται στην υπηρεσία Μεσσηνίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους (συνημμένα αντιστοίχως 5, 6, 7). Το Τελωνείο λειτουργούσε μέχρι τα τέλη του Μεσοπολέμου έχοντας υποστεί ζημιές από πλημμελή συντήρηση όπως προκύπτει από έγγραφο του Τελωνείου Καλαμών το 1934 (συνημμένο 8). Όπως προαναφέρθηκε, ανατινάχθηκε το 1944 από τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής και εγκαταλείφθηκε στην τύχη του, καταφέρνοντας να σταθεί μέχρι σήμερα όρθιο.
Το τμήμα που σώζεται αποτελείται από ένα δωμάτιο του οποίου η βόρεια πλευρά επεκτείνεται ανατολικά έχοντας τη μορφή που απαθανατίζεται σε αεροφωτογραφία στα μέσα της δεκαετίας 1960-1970 η οποία επισυνάπτεται. Στην παρούσα αίτηση επισυνάπτεται επίσης σειρά φωτογραφιών από όλες τις πλευρές του κτίσματος και με λεπτομέρειες των ανοιγμάτων.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το κτίσμα βρίσκεται σε δημόσιο κτήμα έκτασης περίπου 1,5 στρ. και «βλέπει» σε δρόμο που το χωρίζει από την ακτή, σε πολύ μικρή απόσταση.
Το Τελωνείο αποτελεί μοναδικό τεκμήριο για τη νεότερη ιστορία της Μεσσήνης (Νησίου παλαιότερα). Ως εκ τούτου είναι εξαιρετικής σημασίας η κήρυξη του τμήματος που διασώζεται ως διατηρητέου για την πόλη και τους ανθρώπους της».
Θα πρέπει να τονίσω εδώ ότι η ανταπόκριση της Υπηρεσίας ήταν άμεση, κλιμάκιο τριών μηχανικών επισκέφθηκε το χώρο, συζητήσαμε «στο πεδίο» όλα τα ζητήματα που περιλαμβάνονταν στην αίτηση η οποία εξετάστηκε πολύ προσεκτικά. Συντάχθηκε θετική εισήγηση προς την Κεντρική Υπηρεσία, η οποία επίσης εισηγήθηκε θετικά για την κήρυξη, στοιχεία τα οποία έκριναν την τύχη ενός αιτήματος δεκαετιών. Ετσι άνοιξε ένας μεγάλος δρόμος – πρόκληση για τους τοπικούς θεσμικούς και πολιτικούς παράγοντες. Και ελπίζουμε τα επόμενα βήματα να είναι και γρήγορα και με θετικό αποτέλεσμα. Κάτι που απαιτεί την εγρήγορση όλων εκείνων που πιστεύουν στην αξία που έχει το μνημείο στην ιστορική και συλλογική μνήμη. Αυτονόητες οι θερμές ευχαριστίες σε όσους συμμετείχαν και στήριξαν αυτή την προσπάθεια: Φίλους, συμπατριώτες, μέσα ενημέρωσης, θεσμικούς φορείς, αυτοδιοικητικούς και πολιτικούς παράγοντες, υπηρεσιακούς παράγοντες και συνεργάτες στην προσπάθεια τεκμηρίωσης.