Τον μισό και πλέον χρόνο η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τον τουρισμό και τα όσα αφορούν την παραλιακή ζώνη της Καλαμάτας. Φυσιολογικό, θα έλεγε κάποιος, υπερτιμημένα και υπό την πίεση ομάδων, θα απαντούσα. Ο λόγος είναι απλός: Υπάρχει μια "αγελάδα" που απλόχερα χάρισε η φύση και ο καθένας προσπαθεί να την αρμέξει παντοιοτρόπως. Την παλιά "καλή" εποχή όταν όλοι νόμιζαν πως τα (εκ διακοποδανείων) χρήματα θα έτρεχαν μονίμως από τα μπατζάκια, πολλοί έσπευσαν να πάρουν θέση δίπλα (ενίοτε και μέσα) στο κυμοθάλασσο που παρήγαγε... ευρώ. Τσάμπα ο δημόσιος χώρος, παπορίσιο (και αδήλωτο στο πραγματικό του ύψος) το ενοίκιο, το πρόστιμο μικρότερο του κέρδους εκ των πάσης φύσεως παραβιάσεων -αν και όταν επιβληθεί-, εξασφαλισμένη η σεζόν με ανώδυνα λουκέτα μετά το τέλος της, και πάει λέγοντας.
Με τις ευλογίες των αρχών που έκαναν στραβά μάτια (ενίοτε κατά περίπτωση) καλλιεργήθηκε η κουλτούρα του... ιδιόκτητου στον δημόσιο χώρο. Τα υπόλοιπα είναι φυσιολογικά: Απαντες στο πόδι για μια κακή (πράγματι) υπουργική απόφαση με τη σφραγίδα των γραφειοκρατών, αλλά οι πονηροί τε και θρασείς γράφουν εις τα παλαιότερα των υποδημάτων τους νόμους και κανόνες. Για να κλιθεί το ρήμα "καταγγέλλω" σε όλους τους χρόνους και τις... πτώσεις. Αλλοτε από (ορθώς) αγανακτισμένους πολίτες, άλλοτε στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και σπανίως ένεκα της τήρησης σαφών κανόνων καθολικής εφαρμογής.
Και τώρα θα μου πείτε, γιατί κάθε τρεις και λίγο γυρίζουμε στον τόπο του... εγκλήματος; Αυτή τη φορά λοιπόν η αφετηρία είναι διαφορετική. Προσωπικώς το έχω πάρει απόφαση: Οταν ο δήμος δεν ενδιαφέρεται για την προίκα της φύσης εάν αυτή δεν προσπορίζει όφελος στα ταμεία (χρηματικό ή πολιτικό), και όταν οι δημοτικοί παράγοντες θεωρούν την επαγγελματική δραστηριότητα ως οιονεί πολιτική δεξαμενή, δεν μπορούμε να περιμένουμε κάτι διαφορετικό. Θα πορευτούμε έτσι λοιπόν, και όσοι δεν βολεύονται με την κατάκτηση του δημόσιου χώρου από την ιμπεριαλιστική πρακτική της ομπρελοξαπλώστρας, απλώς θα μετακομίσουν εις τόπους... χλοερούς που θα σέβονται περισσότερο την ησυχία του και την ανάγκη του για ξεκούραση. Εκ των δυναμένων φυσικά, γιατί υπάρχει και ο κόσμος που φυσιολογικά έχων δικαίωμα και μη έχων ευρά πιάνει με τα δικά του (ή τα φυσικά) μέσα σκίασης και τη βγάζει με κανένα κορόμηλο, κεφτεδάκια, χαραχτή ντομάτα και ψωμοτύρι. Επιστροφή στη φύση, ιδιαιτέρως τις βραδινές ώρες κατά τις οποίες εκλείπουν τα αδιάκριτα βλέμματα και φουλάρει η ρομαντική διάθεση. Εδώ ολόκληρες... ψησταριές κατεβάζουν ορισμένες φορές όταν το φεγγάρι καλεί σε νυχτερινή εξόρμηση, και ψήνουν σουβλάκια, μπριζολάκια και λουκάνικα. Ευτυχώς δηλαδή που ένα τμήμα της παραλιακής έχει μείνει αδόμητο ή κάποια ισόγεια είναι ξενοίκιαστα και μένει χώρος για τους αυτοσχεδίως εξορμούντες. Και είναι όλο και περισσότεροι αυτοί που ξεθαρρεύουν διεκδικώντας το χώρο που τους ανήκει.
Την ώρα λοιπόν που η μάχη περιστρέφεται γύρω από την παραλιακή και το ποιος θα κερδίσει περισσότερα από την κακοποίησή της, ο Ταΰγετος... ζει και βασιλεύει. Αυτή κι αν είναι προίκα στα αζήτητα. Κάποιοι φίλοι πήγαν προχθές στα πρώτα πανηγύρια με αφορμή τη γιορτή της Αγίας Τριάδας και επέστρεψαν κατενθουσιασμένοι. Ηταν από αυτούς που ανακάλυψαν την αυθεντικότητα των γιορτών, οι οποίες ουδεμίαν σχέσιν έχουν με την παρουσία πάσης φύσεως "καλλιτεχνών" (ενίοτε και της αρπαχτής) που συνοδεύουν τα ντερλικώματα με γουρνοπούλες ταχυφαγείου και παγωμένη μπίρα από το βαρέλι, σε τιμές καταστήματος γκουρμέ βορείων προαστίων. Τα πανηγύρια στον Ταΰγετο κατά κανόνα είναι αυθεντικά γλέντια που οργανώνονται εθελοντικά από κοινότητες ανθρώπων, συλλόγων, οικογενειών, οι οποίες σε πείσμα των καιρών κρατούν όρθια την παράδοση με δικό τους κόστος, δίνοντας ζωή σε "ξεχασμένους" από τους αναπτυξιολογούντες τόπους. Ευτυχώς δηλαδή που ο "πολιτισμός" δεν έχει φθάσει ακόμη στα παραδοσιακά πανηγύρια του βουνού που αναβιώνουν (επειδή έχουν βιώσει) ήθη και έθιμα της αγροτικής ορεσίβιας ζωής, προσφέροντας ώρες χαράς και ευχαρίστησης σε όσους έχουν την τύχη να βρεθούν στα εξωκκλήσια που αποτελούν το επίκεντρο των γιορτών. Γιατί κάποια πράγματα εξακολουθούν να αποτελούν σημεία αναφοράς για τις μικρές κοινωνίες, και κάποιες αξίες διατηρούν ακόμη το χρώμα τους.
Τα πανηγύρια, ως συνέχεια της ανάγκης των ανθρώπων για συνεύρεση και διασκέδαση, σχηματίζουν και τη γέφυρα ανάμεσα στην υπερτιμημένη παραλιακή ζώνη και τον εγκαταλελειμμένο ορεινό όγκο. Εννοείται βεβαίως ότι η λαϊκή σοφία με το "όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη" έχει... προβλέψει την παρουσία των "αρχών" σε κάθε είδους λαοσύναξη, ειδικά στα πανηγύρια. Κατά κανόνα βεβαίως εκεί που μαζεύονται οι περισσότεροι, καθόσον ο ανταγωνισμός μέγας.
Τα πανηγύρια στο βουνό δεν αποτελούν παρά "στιγμές" στο χρόνο, δεν μπορούν να "ζωντανέψουν" τον ορεινό όγκο, αλλά συνεχίζουν να θυμίζουν ότι πρόκειται για τεράστια προίκα που αναμένει την αξιοποίηση. Ναι, τρωγόμαστε -μηδέ ημών εξαιρουμένων- με το παραλιακό μέτωπο και την εκμετάλλευσή του (περί αξιοποίησης ούτε λόγος) και ένα τεράστιο κεφάλαιο μένει ανεξερεύνητο.
Φθάνει στο σημείο κάποιος να αναρωτιέται μήπως τον περάσουν για... γραφικό όταν "γκρινιάζει" για το βουνό, ενώ δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο λόγο (καταγωγής για παράδειγμα) που να δικαιολογεί την επιμονή. Παρ' όλα αυτά, από τη στήλη αυτή θα συνεχίσουμε να υπενθυμίζουμε πως υπάρχει ένας θησαυρός, για τον οποίο η φροντίδα του δήμου είναι μηδαμινή. Ολες οι πρωτοβουλίες εκπορεύονται από ανθρώπους οι οποίοι αγαπούν τον τόπο καταγωγής τους, αγαπούν τη φύση και το βουνό. Αλλά ούτε από το δήμο, ούτε από κανέναν άλλον φορέα υπάρχει κάποιο σχέδιο για το μέλλον του. Ας φροντίσουν τουλάχιστον να το προστατεύσουν από τον κίνδυνο της πυρκαγιάς. Εχουμε θρηνήσει πολλές φορές, η ανάγκη προστασίας θα πρέπει να βρεθεί στην πιο ψηλή θέση των προτεραιοτήτων της Πολιτείας και των συντεταγμένων θεσμών.
Στην πόλη με το μάτι στη θάλασσα και τη σκέψη στο βουνό: Θα ήταν και τίτλος πολιτικής δράσης, αν οι άρχοντες διέθεταν σχέδιο που πάει μακρύτερα από την αναπαραγωγή της εξουσίας τους.