Πριν από 90 χρόνια, στις 11 Αυγούστου 1925, η «Σημαία» φιλοξενεί μια άλλη είδηση αρχαιολογικού ενδιαφέροντος: «Κατά πληροφορίας μας ιδιωτικής αναμφισβητήτου κύρους εις τινά λόφον της Κοινότητας Καρτερολίου Εύας και εις απόστασιν 150 μέτρων από της δημοσίας οδού, ευρέθη τάφος αρχαιολογικός, της Ρωμαϊκής κατά πάσα πιθανότητα εποχής. Κατά τας αυτάς πληροφορίας μας ο τάφος αυτός θα ανευρέθη προφανώς προ 15-20 ημερών, υπό των αδελφών […] οίτινες άγνωστον διά τίνα λόγον απέκρυψαν τούτο επί ημέρας ολοκλήρους. Τούτο κατέδωσεν εσχάτως εις τους κατοίκους της κοινότητος ο αγροφύλαξ […] Επί τόπου τότε μετέβησαν πλείστοι των χωρικών οίτινες παρετήρησαν ότι επί του τάφου αυτού είχον γίνη πρόχειραι ανασκαφαί, γεγονός μαρτυρούν ότι οι το πρώτον ανακαλύψαντες τον ανέσκαψαν και αναμφιβόλως θα αφήρεσαν διάφορα εξ αυτών αντικείμενα. Υπέρ της εκδοχής ταύτης συνηγορεί και η ανεύρεσις εις τας οικίας ενός τελειοφοίτου της Φιλολογίας […] ονομαζομένου και ενός άλλου κωφαλάλου επίσης […] ονομαζομένου τεμαχίων «λυκήθου» μυροθήκης, γεγονός μαρτυρούν ότι ο τάφος ούτος εσυλήθη κυριολεκτικώς». Το ρεπορτάζ της εποχής έχει και άλλα στοιχεία αστυνομικού χαρακτήρα τα οποία «εξέπληξαν έτι περισσότερον τους Καρτερολαίους» οι οποίοι πλέον είχαν πεισθεί πως ήταν πολλοί εκείνοι που είχαν βάλει στο χέρι αρχαιότητες.
Από τότε πέρασαν σχεδόν 40 χρόνια όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, Αμερικάνοι αρχαιολόγοι που ερεύνησαν την περιοχή δημοσίευσαν τα εξής: «Στον αυτοκινητόδρομο από Μεσσήνη (Νησί) προς την Ιθώμη (Μαυρομμάτι), στη στροφή προς το Καρτερόλι -το οποίο βρίσκεται μισό χιλιόμετρο δυτικά του δρόμου- θαλαμωτοί τάφοι ανακαλύφθηκαν στη νότια και τη νοτιοανατολική πλαγιά του μεγάλου λόφου δυτικά του αυτοκινητοδρόμου, που λέγεται Αγιος Κωνσταντίνος από το εξωκκλήσι στο βόρειο άκρο του. Αλλοι τάφοι ανέκυψαν εξ άλλου, τόσο στη βόρεια όσο και στη νότια πλαγιά του χαμηλού λόφου, βόρεια του δρόμου προς Καρτερόλι, ενώ δύο ακόμη (ο ένας χρησιμοποιόταν σαν καμίνι) μπορεί να δει κανείς στη δυτική πλαγιά του λόφου, που τον ονομάζουν "Παπαλιά Ράχη", ανατολικά του αυτοκινητοδρόμου και βόρεια του δρόμου που οδηγεί ανατολικά στην Πιπερίτσα. Θραύσματα από βαθιά αγγεία ή κύλικες, μονόχρωμους -πορτοκαλί ή μαύρους- από το τελευταίο διάστημα της Υστεροελλαδικής περιόδου, χοντροκομμένα οικιακά σκεύη, κοκκινωπό ύφασμα, των μυκηναϊκών χρόνων. Οι συνολικά εννέα εμφανείς θαλαμωτοί τάφοι και η πιθανότητα ύπαρξης άλλων τεσσάρων, αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός ευμεγέθους οικισμού. Η κατοικημένη περιοχή πιθανότατα καταλάμβανε την κορυφή του Αγίου Κωνσταντίνου και του λόφου ακριβώς ανατολικά, παράλληλα στον αυτοκινητόδρομο. Στην κορυφή, αλλά και νότια, όπως και στη δυτική πλαγιά της "Παπαλιά Ράχης", διαπιστώθηκε η ύπαρξη στο επίπεδο της επιφάνειας του εδάφους σημαντικού αριθμού θραυσμάτων του δεύτερου μισού του τελευταίου διαστήματος της Υστεροελλαδικής περιόδου. Αυτός είναι ο μοναδικός μυκηναϊκός αρχαιολογικός χώρος που γνωρίζουμε σίγουρα στο δυτικό άκρο της μεγάλης κοιλάδας του Παμίσου».
Οι πληροφορίες αυτές δημοσιεύτηκαν στο "American Journal of Archaeology" αλλά χρειάστηκαν κάπου 45 χρόνια ακόμη για να χαρακτηρισθεί ο αρχαιολογικός χώρος στον Αγιο Κωνσταντίνο Καρτερολίου (ΦΕΚ 255/Β/30-6-2010). Αυτά σαν μια μεγάλη εισαγωγή για να γράψουμε το… αυτονόητο: Και στο Καρτερόλι αλλά και σε άλλες περιοχές υπάρχουν σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι και αρχαιότητες που είναι εντελώς άγνωστοι ακόμη και στους ντόπιους. Δυστυχώς η αυτοδιοίκηση όλα αυτά τα χρόνια δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για την ανάδειξη αυτού του χώρου ο οποίος είναι ένας σημαντικός «κρίκος» στον αρχαίο δρόμο από την Πύλο προς τις Φαρές και ένα από τα πλησιέστερα μνημεία προς την πόλη της Μεσσήνης. Το ενδιαφέρον για την Αρχαία Μεσσήνη είναι αυτονόητο όπως και η τεράστια σημασία του χώρου, των ευρημάτων και των λειτουργιών. Είναι πέρα από κάθε λογική όμως η αδιαφορία (ακόμη και αν υπάρχει η «δικαιολογία» της άγνοιας) για έναν αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται δίπλα από την πόλη και θα έπρεπε να αναδειχθεί και να προβληθεί. Στον οποίο πρωτίστως θα έπρεπε να οργανωθούν ξεναγήσεις για τα παιδιά των σχολείων της πόλης και της περιοχής, καθώς η ιστορία είναι «ζώσα» και μπορεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον τους ή να πλουτίσει τις γνώσεις τους. Αυτά τα παιδιά θα είναι στο μέλλον οι πραγματικοί ξεναγοί των ανθρώπων που θα ήθελαν να επισκεφθούν τον αρχαιολογικό χώρο, αλλά και των μεγαλύτερων που θα είχαν ένα ενδιαφέρον για την τοπική ιστορία.
Εκ των πραγμάτων με την υπόθεση αυτή ακουμπάμε πολλά πράγματα: Το ενδιαφέρον για την ιστορία, την ανάδειξη των μνημείων, την προσέλκυση επισκεπτών. Θα πρέπει όμως να τα ακουμπήσουν πρωτίστως εκείνοι που διαχειρίζονται τις τύχες του τόπου. Γιατί φυσικά δεν είναι ο μοναδικός (εξαιρουμένης της Αρχαίας Μεσσήνης) αρχαιολογικός χώρος της περιοχής του Δήμου Μεσσήνης, καθώς σε απόσταση αναπνοής είναι τα Νιχώρια Καρποφόρας, τα οποία ερευνήθηκαν από την αποστολή του Πανεπιστημίου της Μινεσότας στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και για τα οποία το υπουργείο Πολιτισμού μας πληροφορεί μεταξύ των άλλων ότι: «Σε λοφοσειρά μήκους 500 μ. με κατεύθυνση από ΒΔ-ΝΑ και σε απόσταση 2-2,2 χλμ. από τη ΒΔ γωνία του Μεσσηνιακού Κόλπου, αναπτύχθηκε στη θέση Νιχώρια το μεγαλύτερο και σημαντικότερο οικιστικό κέντρο της περιοχής με συνεχή διάρκεια ζωής από το 3500-750 π.Χ. περίπου, που δραστηριοποιείται ξανά από τον 4ο έως τις αρχές του 13ου αιώνα μ.Χ. Η μεγάλη ακμή του οικισμού σημειώνεται στα μυκηναϊκά χρόνια (1600-1050 π.Χ.)». Θα μπορούσαν να καταγραφούν πολλά ακόμη που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη και το ενδιαφέρον εκείνων που ασχολούνται με αυτό. Κυρίως όμως θα έπρεπε να καταγραφεί η ανάγκη ώστε ο Δήμος Μεσσήνης να αντιληφθεί ότι στην περιοχή ευθύνης του υπάρχουν «πράγματα και θάματα», για την ανάδειξη των οποίων θα πρέπει να χαράξει πολιτική. Ιδού η πρόκληση και μάλιστα σε εποχές δύσκολες, όπου δεν πρέπει να μένει τίποτε αναξιοποίητο!