Ελαιόλαδο με ονοματεπώνυμο (Προστατευόμενης Ονομασίας Προελεύσεως ή ΠΟΠ δηλαδή) σε ολόκληρη τη Μεσσηνία για πρώτη φορά και οι προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί είναι μεγάλες. Τολμώ να γράψω πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που θα έπρεπε να υπάρχουν. Θα πρέπει να είναι αφελής κάποιος για να πιστεύει ότι οι καταναλωτές αναζητούσαν ΠΟΠ Καλαμάτα και... δεν έβρισκαν, οπότε τώρα θα τρέξουν στα ράφια να αγοράσουν. Στην ουσία αίρεται μια κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από λανθασμένους αρχικά σχεδιασμούς. Οι οποίοι ήθελαν περισσότερα ελαιόλαδα με ονοματεπώνυμο και τελικά το μόνο που επιτεύχθηκε ήταν το "Καλαμάτα" και η γεωγραφική ζώνη που προσδιοριζόταν με αυτό το όνομα στην αρχική πρόταση. Από τότε που συνειδητοποιήθηκε το αδιέξοδο, χρειάστηκαν χρόνια και χρόνια, μελέτες, αναζήτηση στοιχείων τεκμηρίωσης, διαβουλεύσεις και υπερνίκηση των εμποδίων που έθεταν στην επέκταση τα συμφέροντα ομάδων παραγωγών αλλά και επιχειρηματιών των οποίων θίγονταν συμφέροντα. Ενα λάθος διορθώνεται δύσκολα όταν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η αυστηρή ευρωπαϊκή γραφειοκρατία η οποία εν προκειμένω ουσιαστικά παρακάμφθηκε πολιτικά και διαπραγματευτικά στη βάση μιας σοβαρής προσπάθειας τεκμηρίωσης του... ατεκμηρίωτου. Κομματάκι δύσκολο η ονομασία προέλευσης να ταυτίζεται με τα όρια του νομού. Τα οποία άλλωστε ιστορικά ήταν... μεταβλητά.
Η μεγάλη αλλαγή που προκύπτει με την επέκταση του ΠΟΠ σε όλη τη Μεσσηνία είναι ότι το παιχνίδι μοιράζεται σε περισσότερους παίκτες. Και θα κερδηθεί από τους παραγωγούς μόνον εφόσον ιδιώτες, συνεταιρισμοί και ομάδες παραγωγών το ανοίξουν για να κερδίσουν νέες αγορές και όχι για την ανακατανομή αυτών που υπάρχουν. Μόνον έτσι θα καταστεί επωφελής η επέκταση για τους παραγωγούς, των οποίων το κέρδος θα είναι ανάλογο του εδάφους που θα κερδίσει το ελαιόλαδο αυτής της κατηγορίας. Βεβαίως θεωρώ πως έχει συνειδητοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι το ελαιόλαδο με το ονοματεπώνυμο τυπικά έχει και αυστηρούς περιορισμούς που προϋποθέτουν αντίστοιχο σύστημα ελέγχων. Και το ερώτημα εδώ είναι αν αυτό το σύστημα είναι επαρκές (πέρα από τις χημικές αναλύσεις) για να προστατέψει το προϊόν αυτής της κατηγορίας ή άλλοι θα παιδεύονται για το προϊόν και άλλοι θα εκμεταλλεύονται τη δυνατότητα να... διαφύγουν. Στη θεωρία όλα είναι σωστά, στην πράξη όμως τα πράγματα αλλάζουν. Θα ήταν ευχής έργον η παράβαση να φαίνεται μέσα από τη σωρεία δεικτών που μετρούν την οργανοληπτική δοκιμασία, εφόσον η διαδικασία τηρείται με αυστηρότητα. Θα ήταν απείρως καλύτερη όμως μια συστηματική προσπάθεια κατανόησης από τους παραγωγούς της ανάγκης από τη δική τους πλευρά και ανεξαρτήτως ονομασίας προέλευσης, να παίρνονται όλα τα μέτρα για παραγωγή υψηλής ποιότητας ελαιολάδου. Γιατί ποιοτικό πρέπει να είναι και το κοινό ελαιόλαδο, άλλωστε αυτό έχει και τη μεγαλύτερη κατανάλωση παγκοσμίως και από αυτό πρέπει να κερδηθούν (πολύ μεγαλύτερες) αγορές.
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια -και τοπικά- εξελίσσονται ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες νέων ανθρώπων για την παραγωγή και προώθηση ποιοτικού ελαιολάδου και μάλιστα με αποτελέσματα. Πρόκειται κατά βάση για μικρούς παραγωγούς-τυποποιητές που "βρίσκουν άκρες" σε ειδικές κατηγορίες καταναλωτών και ειδικά καταστήματα, μερικές φορές και σε αλυσίδες. Πέρα από την ανάγκη προβολής και υποστήριξης, όπου χρειάζεται, τέτοιων πρωτοβουλιών, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το κύριο ζήτημα είναι η τύχη του μεγάλου όγκου της παραγωγής που κρίνει το εισόδημα και τη ζωή στην ύπαιθρο. Σε αυτό τον τομέα γίνονται ελάχιστα πράγματα, ένα πλήθος επιχειρήσεων δραστηριοποιείται -πολλές φορές επιτυχώς- στον τομέα των εξαγωγών κερδίζοντας θέσεις σε αγορές, αλλά τα περιθώρια που αφήνουν οι πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται με έδρα την Ιταλία και την Ισπανία είναι πολύ στενά για να "χωρέσουν" την ελληνική παραγωγή. Η οποία τελικά εξαρτάται κάθε φορά από τις διεθνείς συγκυρίες, καθώς οι τιμές προσδιορίζονται ουσιαστικά από τη ζήτηση χύμα ελαιολάδου από την πλευρά των Ιταλών κυρίως. Με δεδομένο το άνοιγμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης προς τις χώρες της Βόρειας Αφρικής με την χαλάρωση των δασμολογικών και εισαγωγικών επιβαρύνσεων στο ελαιόλαδο, αλλά και την είσοδο νέων χωρών - παραγωγών στη διεθνή αγορά τόσο από τη Μεσόγειο όσο και από τη Λατινική Αμερική, είναι φανερό ότι οι δυσκολίες θα μεγαλώσουν και οι πιέσεις θα αυξηθούν.
Δεδομένων τούτων επανέρχεται αναγκαστικά στη συζήτηση η υπόθεση μιας εθνικής στρατηγικής για τον τομέα του ελαιολάδου, που αποτελεί ένα από τα δυναμικότερα στοιχεία της ελληνικής παραγωγής. Είναι αφελές να πιστεύει κάποιος ότι χωρίς σχέδιο, συνεργασία όλων των εμπλεκομένων και σοβαρή στήριξη της Πολιτείας, θα βρεθούν κάποιοι έχοντες το "μαγικό ραβδάκι" και θα μεταμορφώσουν τον κλάδο υπερνικώντας διαρθρωτικά προβλήματα, επιχειρηματικούς προσανατολισμούς και τους "γίγαντες" του κλάδου που τροποποιούν διαρκώς και με βάση τις εξελίξεις την στρατηγική τους. Και για να ξεκινήσουμε από τα πιο γνωστά και σχετικά απλά, πρώτος στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η εσωτερική αγορά που κινδυνεύει να χαθεί εξ αιτίας των αλλαγών στην κοινωνία, τις διατροφικές συνήθειες και την κρίση. Αλλά και εξ αιτίας του εκτεταμένου δικτύου νοθείας που αποδεικνύεται Λερναία Υδρα εξ αιτίας της αδυναμίας της Πολιτείας να εκμηδενίσει τη δράση των κερδοσκόπων, οι οποίοι σε τελευταία ανάλυση δεν χρησιμοποιούν και τίποτε... περίπλοκες μεθόδους για να μην μπορούν να αποκαλυφθούν. Είναι πολλά εκείνα τα οποία θα πρέπει να συζητηθούν και όχι ακαδημαϊκά, αλλά για να εφαρμοστούν στην πράξη. Οταν οι Ισπανοί τρέχουν προγράμματα στα σχολεία για εξοικείωση των παιδιών με το ελαιόλαδο, οι Ιταλοί ασχολούνται συστηματικά με τη μαφία της νοθείας και οι Νοτιοαμερικανοί κερδίζουν διαρκώς αγορές, εμείς δεν μπορεί να κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου όντας βέβαιοι ότι παράγουμε το καλύτερο λάδι...