Το βορειοδυτικότερο περιείχε δώδεκα πιθάρια για λάδι και πολυάριθμα μικρότερα άλλων σχημάτων αγγεία. Πολλά από αυτά είχαν γραπτή διακόσμηση και φαίνεται πως σ' αυτή την αποθήκη φυλαγόταν η καλύτερη ποιότητα λαδιού. Πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β' που αποκρυπτογραφήθηκαν, επιβεβαιώνουν ότι το ελαιόλαδο ήταν σημαντικό προϊόν για την περιοχή.
Πλήρως οργανωμένη παραγωγή, έκθλιψη και εμπορία ελαιολάδου υπήρχε ήδη την εποχή της (πρώτης) Ενετοκρατίας από το 15ο αιώνα. Την περιγράφει σε λίγες γραμμές ο καθηγητής Αντώνιος Γ. Μομφεράτος το 1914, σε εργασία του σχετικά με τη Μεθώνη και την Κορώνη την Ενετοκρατία:
“Επί της παραγωγής του ελαίου υπήρχε διατίμησις [...] Ουδείς μεταχειριζόμενος μηχανήν ελαιοπαραγωγής ηδύνατο να λάβη πλέον των 8 σολδίων και μια μπότσαν ελαίου δι' εκάστην stama ελαιών, επί ποινή 25 υπερπύρων [...] Η συλλογή των ελαιών δεν επετρέπετο μέχρι τις 15 Οκτωβρίου. Ουδενί επετρέπετο να αγοράζη έλαιον παρ' ουδενός χωρικού ή άλλου ιδιώτου είτε επί μετρητοίς είτε επ' ανταλλαγή προ του μηνός Οκτωβρίου επί τη υπό της διοικήσεως γενομένη διατιμήσει. Εν περιπτώσει παραβιάσεως ο τε αγοραστής και πωλητής έχανον το τίμημα, του οποίου το μεν 1/2 περιήρχετο εις την κοινότητα, το δε έτερον 1/2 εις τον καταμηνυτήν. Η διάταξις αύτη δικαιολογείται εκ του σκοπού του περιορισμού της τοκογλυφίας και απληστίας των αισχροκερδών, οίτινες δεν αισθάνονται οίκτον προς τους δυστυχείς πωλητάς. Επί του ελαίου επληρώνετο φόρος εισαγωγής και εξαγωγής. Ουδείς ηδύνατο να εξαγάγη έλαιον εκτός της Ενετικής περιφερείας είτε εις το πριγκηπάτον του Μορέως είτε αλλαχού άνευ αδείας εγγράφου του διοικητού, επί ποινή απωλείας του ελαίου και των ζώων και φυλακίσεως τριών συνεχών ετών. Ο φόρος ενοικιάζετο και κατεβάλλετο εις τον ενοικιαστήν φορολόγον, επί απειλή ποινής διπλασίου φόρου [...] Η είσπραξις του φόρου επί των ελαίων εγίνετο υπό την επίβλεψιν υπαλλήλων αγορανόμων”.
Η Μεθώνη και η Κορώνη κράτησαν τα σκήπτρα της παραγωγής για αιώνες και το επιβεβαιώνει στα τέλη του 17ου αιώνα ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί, ο οποίος περνώντας από την περιοχή εντυπωσιάστηκε από τις ελιές: “Η Μεθώνη παράγει τις καλύτερες ελιές στον κόσμο [...] Οι ελιές της Κορώνης είναι περισσότερο φημισμένες απ' αυτές της Δαμασκού. Δεν έχω ξαναδεί τόσο σκληρή και γλυκιά ελιά. Από δω στέλνουν δώρο στο Σουλτάνο χυμό λεμονιού, ελιές και ελαιόλαδο μέσα σε κατάλληλα δοχεία. Παντού έχουν φυτέψει ελαιόδενδρα”.
Στη συνέχεια οι Ενετοί θέλοντας να αυξήσουν την παραγωγή ελαιολάδου επέτρεψαν με νόμο τον ελεύθερο εμβολιασμό των αγριελιών δίνοντας τίτλους ιδιοκτησίας σε αυτούς που εμβολίαζαν το δέντρο ακόμα και αν βρισκόταν στο κτήμα κάποιου άλλου. Ο νόμος αυτός ήταν ευνοϊκότατος για τον καλλιεργητή της ελιάς και αυτή ακριβώς η ενθάρρυνση εκ μέρους των Ενετών οδήγησε τους κατοίκους στη δενδροφύτευση και στον εμβολιασμό όλων των αγριελιών και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο περιηγητής Σκροφάνι που πέρασε από τη Λακωνία το 1975 γράφει ότι “οι καλύτεροι ελαιώνες έχουν φυτευτεί από τους Ενετούς. Η συστηματική καλλιέργεια αρχίζει στα μέσα του 18ου αιώνα”. Αφθονες είναι οι ιστορικές πηγές της δεύτερης Βενετοκρατίας (1686-1715) που πιστοποιούν από την μια τις αυξημένες διαστάσεις της ελαιοπαραγωγής στη Μεσσηνία κατά την πρώτη Τουρκοκρατία, καθώς και από την άλλη την αναπτυξιακή ελαιοκομική πολιτική των Βενετών. Από αρχειακές πηγές έχει γίνει γνωστό ότι το 1704 η παραγωγή του λαδιού στη Μεσσηνία ανερχόταν στα 16.139 βαρέλια έναντι του συνόλου της πελοποννησιακής παραγωγής 19.159 βαρελιών. Από τα 16.139 βαρέλια η παραγωγή της Κορώνης ανερχόταν σε 8.000, της Μεθώνης 3.012, του Ναβαρίνου 2.007, της Κυπαρισσίας 1.820 και της Ζαρνάτας 1.300 βαρέλια.
Ολα αυτά... ωραία, αλλά δεν θα πρέπει να νομίζει κάποιος ότι η Μεσσηνία... κολύμπαγε στο λάδι. Αντιθέτως τα μεταγενέστερα χρόνια κυριάρχησε η καλλιέργεια της σταφίδας και δευτερευόντως των σύκων, ενώ η τεχνογνωσία για την καλλιέργεια της ελιάς μπορεί να πει κάποιος ότι ήταν “πρωτόγονη”. Σπουδαίο έργο στην κατεύθυνση της εκπαίδευσης των παραγωγών έπαιξαν στο Μεσοπόλεμο οι γεωπόνοι που εργάστηκαν στην περιοχή και άλλαξαν σημαντικά τα πράγματα. Οπως μας πληροφορεί η “Σημαία” στα τέλη του 1929 “εκτός της ιδρυθείσας και δευτέρας εν Κωνσταντίνοις της Ανδανείας μεταβατικής σχολής κλαδευτών και εμβολιαστών, ιδρύονται προσέτι κατά Ιανουάριον τοιαύται σχολαί εν Θουρία διά τον τέως Δήμον Θουρίας, εν Μεσοποταμία διά τον τέως Δήμον Οιχαλίας, εν Ψάρι διά τον τέως Δωρίου, εν Δωρίω διά Κοινότητας του τέως Δήμου Αετού. Τας διευθύνσεις των σχολών τούτων θα αναλάβωσιν οι γεωπόνοι του Γεωργικού Επιμελητηρίου κ.κ. Ν. Κανάσης και Π. Δρούγας και οι γεωπόνοι του Γραφείου Νομογεωπόνων κ.κ. Πρέζας, Αν. Κουβέλης και Γεν. Γαρδίκης, όστις εκ περιτροπής θα διδάξη μαθήματα εις απάσας τας σχολάς”. Και πάλι όμως μετά από αιώνες, έμπαινε το θέμα της “εξημέρωσης των αγρίων δένδρων”. Για το λόγο αυτό “το Γεωργικόν Επιμελητήριον παρεκάλεσε το υπουργείον Γεωργίας ίνα τοποθετήση προσέτι 10-15 τεχνίτας κλαδευτάς και εμβολιαστάς οπωροφόρων δένδρων, ελαιών ή αμπέλων [...] προκειμένου σε συνεργασία και με των ακουμένων ήδη να δημιουργηθώσι εν καιρώ 15-20 συνεργεία ειδικά κλαδευμάτων και εμβολιασμών προς δημιουργίαν νέου ιδιωτικού και εθνικού πλούτου”.
Οσο για τις εξαγωγές, αυτές πάντα απασχολούσαν τη δημόσια συζήτηση αλλά... λύση δεν βρέθηκε ακόμη. Από την άποψη αυτή έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι ήδη από το 1930 οι εκθέσεις έλεγαν... πάνω κάτω τα ίδια. Το Μάιο του 1930 δημοσιεύτηκαν τα συμπεράσματα του χημικού Γ. Πανόπουλου ο οποίος πήγε επισήμως στις Ηνωμένες Πολιτείες για να διαπιστώσει τι ζητεί η αγορά για προϊόντα που μας ενδιέφεραν: “Γενικώς το υπό της καταναλώσεως ζητούμενον έλαιον ελαιών πρέπει να είναι λεπτόρευστον και η οξύτης αυτού να κυμαίνεται μεταξύ 0,5-2 βαθμών. Το άρωμα ελαφρόν και λεπτόν διά τους καταναλωτάς Ελληνας, Ιταλούς, Ισπανούς, Κινέζους κ.λπ., άοσμον δε τελείως διά τους Αμερικάνους. ΟΙ κυριώτεροι ως γνωστόν εισαγωγείς είναι οι Ισπανοί, Ιταλοί και Ελληνες. Τα μεγαλύτερα ποσά εισάγονται υπό των Ιταλών, κατόπιν έρχονται οι Ισπανοί και τελευταίοι οι Ελληνες. Το τοιούτον οφείλεται στην ανομοιομορφίαν της ποιότητος των εισαγομένων ελληνικών ελαιολάδων τα οποία δεν ανταποκρίνονται ποσώς προς την υπό της καταναλώσεως ζητούμενη ποιότητα. Εκ των ελληνικών ελαιολάδων μεγαλυτέραν ζήτησιν εν Αμερική παρουσιάζουν τα ελαιόλαδα Μυτιλήνης. Επίσης η συσκευασία αυτών είναι χειρίστη [...] Η καλλιτεχνική εξωτερική εμφάνισις των δοχείων θα πρέπει να είναι λίαν επιμελημένη ως εμφανίζονται τα ιταλικής και ισπανικής προελεύσεως. Συνημμένως υποβάλλω δείγμα ιταλικού και ισπανικού ελαίου, προς την ποιότητα των οποίων νομίζω προς το συμφέρον της η ελληνική βιομηχανία πρέπει να συμμορφωθή”.
Σύντομη επιστροφή στο (διδακτικό παρελθόν) με ζητούμενες σήμερα τις πολιτικές στη γεωργική εκπαίδευση, τις εξαγωγές και συνολικά στη ριζική αναμόρφωση του τομέα, προκειμένου να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες που διατυπώνονται στις αλλεπάλληλες μελέτες και εκθέσεις που επαναλαμβάνουν (με διαφορετικό τρόπο λόγω των αλλαγών) το δίπολο “δυνατότητες και αδυναμίες” της ελληνικής ελαιοπαραγωγής.