Συζητούσαν ποιες προοπτικές έχει η ελληνική οικονομία και ποιοι ήταν οι νέοι τομείς που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν. Ο πρώτος ήταν η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και η εγκατάσταση Ευρωπαίων συνταξιούχων στη χώρα μας. Ο δεύτερος αφορούσε το ελαιόλαδο, το γεγονός δηλαδή ότι από τότε στέλναμε μεγάλες ποσότητες στην Ιταλία η οποία κατόπιν το εξήγε με το κατάλληλο πακετάρισμα και μάρκετινγκ. Είναι απίστευτο πως βρισκόμαστε 56 χρόνια μετά και ακόμη συζητάμε τα ίδια και τα ίδια".
Πενήντα έξι χρόνια μετά από εκείνη τη συνάντηση του ξένου διπλωμάτη με τον Ανδρέα Παπανδρέου, η “Wall Street Journal” επιβεβαιώνοντας πλήρως τον κ. Παπαχελά αναφέρει: "Η Ελλάδα είναι 3η παγκοσμίως σε παραγωγή ελαιολάδου, αλλά μόνο το 4% του ελαιολάδου που πωλείται παγκοσμίως συσκευασμένο είναι ελληνικό. Αν το ελληνικό λάδι συσκευαζόταν, θα μπορούσε να αποφέρει στην Ελλάδα επιπλέον 250 εκατομμύρια ευρώ ετησίως".
Γιατί όμως οι παραγωγοί δεν συσκευάζουν το λάδι και το πουλούν χύμα; Ο κ. Παπαχελάς απαντά στο άρθρο του: "Βασικό μας μειονέκτημα, η απέχθεια στη συλλογική, ομαδική δουλειά. Συναντάς τρεις παραγωγούς ή οινοποιούς στον ίδιο μικρό τόπο και είτε είναι τσακωμένοι μεταξύ τους είτε απλά αρνητικοί σε μια κοινή προσπάθεια. Τα μεγέθη μας είναι όμως μικρά και μόνο με συνέργειες μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτό το μειονέκτημα. Λείπει ωστόσο και ο επαγγελματισμός, που πολλές φορές αντιμάχεται την κουλτούρα της αρπαχτής. Ενα μεγάλο κομμάτι του ιδιωτικού τομέα προτιμά να εμπορεύεται λάδι σε ντενεκέδες ή να πουλάει χύμα κρασί, κινούμενο σε μια γκρίζα περιοχή αδιαφάνειας".
Πράγματι η αιτιολόγηση του κ. Παπαχελά είναι ολόσωστη, μόνο που τα τελευταία 56 χρόνια έχουν αλλάξει σχεδόν όλα στην ελληνική επαρχία, καθώς τα χωριά ερήμωσαν και το περισσότερο λάδι πλέον παράγεται από κατοίκους των πόλεων που συμπληρώνουν το εισόδημά τους καλλιεργώντας τις ελιές που κληρονόμησαν από τους γονείς τους. Μεγάλο κομμάτι από το συνολικό εισόδημα του προϊόντος το καρπώνονται οι αλλοδαποί εργάτες γης που καλλιεργούν ή μαζεύουν τις ελιές, αφού οι ιδιοκτήτες τους δεν έχουν το χρόνο που απαιτεί η καλλιέργεια, καθώς εργάζονται σε άλλους τομείς. Σε αντίθεση όμως με όλα τα οικονομικά μοντέλα, οι χιλιάδες μικροϊδιοκτήτες δεν πούλησαν τα χωράφια ώστε να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας και να δοθεί η ώθηση που απαιτείται για να δημιουργηθούν σύγχρονες μονάδες παραγωγής, συσκευασίας και εμπορίας του ελαιολάδου.
Γιατί δεν πουλούν τα κτήματά τους οι μικροϊδιοκτήτες; Γιατί καμία εταιρεία δεν έχει επιχειρήσει μέχρι τώρα να αγοράσει λιοπερίβολα; Μήπως τελικά είναι ασύμφορη η καλλιέργεια ελιών από μεγάλες επιχειρήσεις; Ή μήπως απλά η παθολογική σχέση των Ελλήνων (και ειδικά των Πελοποννησίων) με την ιδιόκτητη γη έχει ισχυρότερες ρίζες από τη νεωτερική κοινωνία; Στα ερωτήματα αυτά μόνο η επιστημονική κοινότητα μπορεί να απαντήσει, ερευνώντας όμως όχι τα greek statistics για την ελαιοπαραγωγή αλλά την πραγματική οικονομία που οι υψηλοί φόροι τείνουν να την μετατρέψουν σε υποσύνολο της παραοικονομίας. Προσωρινά πάντως η απάντηση στο ερώτημα "γιατί οι παραγωγοί πουλάνε χύμα λάδι;" είναι εύκολη και αυτονόητη. Γιατί αφενός εξαιτίας των υψηλών φόρων συμφέρει η πώλησή του στη "μαύρη αγορά" και αφετέρου γιατί κανένας δεν είναι τρελός να μπλέξει με το κράτος προσπαθώντας να στήσει επιχείρηση.
Ετσι κι αλλιώς η αντίσταση του... ντενεκέ είναι πιο εύκολη από τη συνεργασία για τη δημιουργία επιχειρήσεων.
Θανάσης Λαγός
Εmail: lathanasis@yahoo.gr